Την ησυχία της μικρής εργατικής συνοικίας "έσπαγαν μέσα στην νύχτα τα στριγγλίσματα των λάστιχων απ τις μηχανές του περιπολικού και του κλεμμένου αυτοκινήτου Ο Ρομπ με τα χέρια του σφιχτά "δεμένα" στο τιμόνι κοιτούσε ευθεία μπροστά και χαμογελούσε καθώς το φως κάτω απ τις κολώνες που περνούσε έδινε εναλλάξ την θέση του στο σκοτάδι Δίπλα του η Λίντα καθόταν αμίλητη. Παρά τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκανε πίσω τους η σειρήνα του περιπολικού είχε πίστη στο αγόρι της. Πάντα πίστευε στον Ρομπ και αυτός πάντα πίστευε σε αυτήν Ακόμη και τώρα που κλέψανε απ την πλούσια συνοικία το ακριβό αυτοκίνητο και τους είχε πάρει χαμπάρι η αστυνομία πίστευαν πως θα ξεφύγουν Ο Ρομπ ήθελε να οδηγήσει με ελιγμούς μέσα στα μικρά στενάκια της εργατικής γειτονιάς του όμως ο οδηγός του περιπολικού ήταν αρκετά έμπειρος...