Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Salonika-Η πόλη που δεν φαίνεται(κεφάλαιο 4)

 Ο Παντελής  ανέβαινε  έναν απ τους κεντρικότερους δρόμους της Καλαμαριάς

Βράδιαζε  και είχε  αρχίσει να ρίχνει  ψιλόβροχο ως συνήθως

Από πίσω του ακολουθούσαν ο Οδυσσέας και ο Σήφης

Και οι τρεις τους  είχαν ανεβάσει τις κουκούλες απ τις  μπλούζες στο κεφάλι τους

Βαδίζαν  το ανηφορικό πεζοδρόμιο αμίλητοι

Το πρόσωπο του Παντελή δεν θύμιζε σε τίποτα  τον εύθυμο  χαρούμενο και διψασμένο για ζωή  Τσιγγάνο

Αμίλητος , ανέκφραστος, σκοτεινός. Βάδιζε προς τον στόχο του.

Μόνο όταν μια γιαγιά με το εγγονάκι της διασταυρώθηκε μαζί  του  στο πεζοδρόμιο  σταμάτησε τον βηματισμό του. Έκανε λίγο στην άκρη. Τους χαμογέλασε και τους έκανε  νόημα να περάσουν να προστατευτούν απ την βροχή

Καθώς περνούσαν  το  μικρό  κοριτσάκι του χαμογέλασε και της ανταπέδωσε το χαμόγελο χαϊδεύοντας την  στο κεφάλι.

Μετά συνέχισε τον βηματισμό ως το  τατουατζίδικο πριν την γωνία

Κοντοστάθιηκε.

Ο  Οδυσσέας τον προσπέρασε και στήθηκε στην γωνία  βάζοντας το χέρι στο  μπουφάν του και σφίγγοντας το πιστόλι  του

Ο Σήφης κατέβηκε το πεζοδρόμιο και στήθηκε ακριβώς  απέναντι απ την πόρτα του κυριλέ τατουατζίδικού με τα δυο  του χέρια μέσα στις τσέπες  απ την  αθλητική ζακέτα που φορούσε σφίγγοντας επίσης τα δυο πιστόλια του

Ο Παντελής κοίταξε την κάμερα που ήταν στημένη  πάνω  ψηλά στα δεξιά της εισόδου. Έκανε  έναν  αράβικό  χαιρετισμό σε αυτήν και μετά  άνοιξε  την πόρτα  του  μαγαζιού βγάζοντας απ το μπουφάν του  το πιστόλι του


24 ώρες νωρίτερα

   Ο Στάμος καθόταν  στο γραφείο του στο βενζινάδικο που διατηρούσε  ως μία απ τις πολλές επιχειρήσεις  βιτρίνα 

Κοιτούσε αμίλητος  τον Φιόγκο και τον Μπούτσερ

-Τον βρήκατε. Μπράβο. Τι σου είπα  Φίόγκο; Θυμάσαι τι σου ζήτησα και συ με έγραψες στα αρχίδια  σου;

-Κύριε Στάμο

-Σκάσε.

Ο Μπούτσερ πήγε να μιλήσει όμως ο Στάμος του έκανε νεύμα με το χέρι να  σωπάσει και αυτός

-Σου είπα , "όταν τον βρείτε ειδοποιήστε με" . Και  σεις τι κάνατε; Πήγατε με τα πολυβόλα μέσα στον γύφτικό τον μαχαλά και αρχίσατε να γαζώνεται τα πάντα  λες και είμαστε  στο Σικάγο

Και το μόνο που καταφέρατε  είναι να  τραβήξετε την προσοχή της αστυνομίας και  του  τύπου, κάτι που φυσικά  κάνει κακό στις δουλειές μας. Χώρια που  οι  δράστες  τώρα  γίνανε καπνός

Θα  υπάρξουν  συνέπειες για αυτό Φιόγκο, το ξέρεις  φαντάζομαι

-Κύριε Στάμο

-Σκάσε είπα. Κανονικά πρέπει να πω τον Σωφρόνη να σε τσιμεντώσει και να σε πετάξει στον Θερμαϊκό. Δεν θα το κάνω όμως. Είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι εμείς. Φύγετε και θα σκεφτώ την τιμωρία σας.

-Πριν φύγω να σας  αφήσω  αυτό εδώ, είπε ο Φιόγκος  και άφησε ένα πακέτο με λεφτά στο γραφείο πάνω

Ο Στάμος  το κοίταξε  προσεκτικά. Μετά σήκωσε το βλέμμα  πάνω στον Φιόγκο

-Δεν είναι όλο το ποσό, απάντησε ο τραπάς, όμως σε λίγες μέρες θα  το συγκεντρώσω

Ο Στάμος έκανε νόημα να φύγουν. Μετά  γύρισε την περιστρεφόμενη  καρέκλα  του προς το παράθυρο και κοίταξε  έξω το  βενζινάδικο

Οι δυο τραπάδες βγαίνοντας απ το γραφείο του πέσανε πάνω στον Σωφρόνη, το πρωτοπαλίκαρο του  Στάμου

Αυτός τους κοίταξε  επίμονα και με το  σώμα του, τους έκλεισε τον δρόμο

-Ηλίθιοι, τους είπε

-Σωφρόνη μαν, μην ξηγιέσαι...,είπε ο Μπούτσερ

-Όχι  σε μένα  αυτά τα μαν και μουν. Θα μιλάς ελληνικά  μαζί μου. Κατάλαβες  βλακάκο; Δρόμο τώρα

Οι δυο φίλοι  βγήκαν έξω και μπήκαν σε ένα τζιπάκι που ήταν  παρκαρισμένο στο βενζινάδικο

-Αφού δεν μας τσιμέντωσε  είμαστε καλά...νομίζω, μονολόγησε ο  Φιόγκος

Ο Μπούτσερ ξεφύσηξε

-Πως σκατά τα κάναμε σκατά  ρε σύ. Βιαστήκαμε γαμώτο. Έπρεπε να οργανωθούμε καλύτερα

-Αυτός στην ταράτσα που πετούσε χειρομβοβίδες

-Που να περιμέναμε πως θα πετούσαν granades

-Ποιος ήταν αυτός;

-Ακόμη ένας  γύφτος γκάνγστα...φαντάζομαι

-Θα  ρθει και η σειρά του, είπε ο Φιόγκος και έβαλε μπροστά

-Άραξε να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα , να  δούμε τι θα κάνουμε

Ο  Φιόγκος σήκωσε το τηλέφωνο του και πήρε έναν αριθμό

-Λάητνιγκ εσύ;Α, ή γραμματέας του είσαι, είπε, μεγαλεία  ο Λάτνιγκ έχει και γραμματέα πλέον. Ξέχασε πες του  που σερνόνταν πίσω μας για  να τον κερνάμε τζόιντ τον ξεβράκωτο

Τέλος  πάντων,κοπελιά είναι εκεί; Πήγε για καφέ; Καλά. Πες του  πήρε ο Φιόγκος. Το απόγευμα θα ρθούμε να μας χτυπήσει τατού. Δεν μπορεί σήμερα; Πότε; Αύριο. Οκ, είπε και έκλεισε το τηλέφωνο

-Τι κανόνισες  ρώτησε ο Μπούτσερ

-Πάμε αύριο Καλαμαριά να χτυπήσουμε  τατού

-Δεν μπορώ αύριο

-Καλά. Εγώ θα κατέβω , να  δω και τον Αστραπή

-Τον Αστραπόγιαννο; ρώτησε ο Μπούτσερ και γελάσανε

-Ναι ρε τον μαλάκα. Τι έχουμε περάσει και μ αυτόν. Θυμάσαι;


Ο Λευτέρης έφτανε  στην καλύβα   δίπλα στο ποτάμι.

Ο ουρανός από πάνω είχε  σκοτεινιάσει απ τα σύννεφα και μπουμπούνιζε.

Κόρναρε και από μέσα βγήκαν ο Σήφης πρώτα με τον Οδύσσεα.

Μπήκαν  μέσα  στο αμάξι.

Τελευταίος βγήκε ο Παντελής. Ένας εντελώς  διαφορετικός  άνθρωπος απ ότι ήταν πριν  24 ώρες στα λουτρά

Κοίταξε τον ουρανό που ξεκινούσε να  ψιχαλίζει

-Αν περιμένεις  λίγο ακόμη θα γίνεις λούτσα. Θα ρίξει πολύ νερό, του  φώναξε ο Λευτέρης

-Που  πάμε; ρώτησε ανέκφραστα ο Παντελής

-Λάρισα

Ο Παντελής τον κοίταξε

-Μας ζήτησες να  σε βοηθήσουμε  να πάρεις εκδίκηση. Για να πάρεις εκδίκηση πρέπει να  βρεις  τους φονιάδες

-Και στην Λάρισα τι θα κάνουμε;

-Θα τους  βρούμε μέσω καραμπόλας, είπε ο Λευτέρης

-Σε λίγη ώρα είναι  η κηδεία 

Ο Λευτέρης  κούνησε το κεφάλι πριν πει

-Δεν μπορούμε να πάμε.Θα ναι  φουλ στην μπατσαρία και θα μας ψάχνουν

-Για αυτό θα πάμε, είπε ο Παντελής, θα μου το αρνηθείς;

Ο Λευτέρης γύρισε και κοιτάχτηκε με τους  υπόλοιπους

Κούνησαν το κεφάλι.

Ο Παντελής περπάτησε και μπήκε στην θέση του  συνοδηγού

-Θα μας πιάσουν, μονολόγησε ο Λευτέρης

-Κανείς  δεν θα μας πιάσει. Ποτέ, απάντησε ο Παντελής

Το  τζιπ  ξεκίνησε...

Οι 4 φίλοι  φτάσανε  κοντά στο νεκροταφείο όπου μια πομπή   από αμάξια και βουβούς  διαβάτες οδηγούσαν την Μαρία  στην τελευταία κατοικία της

Ανηφόριζαν προς  τα μνήματα  και μοιάζαν σαν να πηγαίναν στον Γολγοθά 

Στο  τζιπ ο Παντελής άνοιξε  το ραδιόφωνο και έπαιζε το "ζήσε αυτό που είσαι". Κοιτούσαν από το  σημείο που βρσκόνταν την πομπή

Ο Παντελής χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει απευθύνθηκε στον Σήφη

-Εσύ που είσαι και αναρχικός μυρίζεσαι πιο εύκολα τους  ασφαλήτες. Πόσους  έχει;

Ο Σήφης κοίταξε καλά πριν απαντήσει

-Από εδώ βλέπω καμιά 15άρια

-Συν 15 που δεν τους βλέπουμε, μονολόγησε ο Παντελής, λίγοι είναι για  μένα, είπε και άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, εσείς  μείνετε  εδώ

Ο Σήφης πήρε μια βαθιά ανάσα 

-Ξέρω τι πας να κάνεις και δεν σε αφήνω μόνο

-Δεν θα κινδυνέψει κανείς για μένα

-Έχω μεγαλώσει με την  ιδέα  της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, οπότε  αυτό  σε μένα  δεν πιάνει  ως επιχείρημα

-Αδερφέ;Μείνε εδώ. Αν πιαστώ να συνεχίσετε εσείς

-    Είμαι η μόνη σου ελπίδα να μην πιαστείς, του απάντησε ο Σήφης, τους ξέρω καλά  και πως κινούνται και πως σκέφτονται

Σε λίγο από κάτι αλάνες ανεβαίναν  έναν πλάγιο  φράχτη και πηδούσαν μέσα στα νεκροταφεία

-Πάμε όσο πιο κοντά γίνεται, είπε ο Παντελής

-Έχω μια ιδέα να πάμε εντελώς κοντά, είπε ο Σήφης και έδειξε ένα παρεκκλήσι και έναν παπά που έμπαινε μέσα σε αυτό.

Μετά κίνησε προς αυτό και ο Παντελής  ακολούθησε

-Πάτερ, ρώτησε ο Σήφης που έκατσε από πίσω του, πόσα  τσεπώνεις  για  να  διαβάσεις  έναν νεκρό;

Ο παπάς, ένα νέο παιδί γύρισε και του απάντησε με  ηρεμία

-Ότι  έχει ευχαρίστηση  δίνει  ο καθένας. Και να δεν έχει δεν πειράζει

Ο Σήφης περπάτησε και ακούμπησε 200 ευρώ πάνω στην Άγια Τράπεζα

-Πολλά είναι, ποιος είστε;

-Συγνώμη πάτερ, είπε και του  έριξε μια μπουνιά που τον σώριασε λιπόθυμο  στο έδαφος

-Γιατί  το έκανες αυτό; ρώτησε ο Παντελής εμβρόνητος, δέρνουμε και παπάδες τώρα;

-Για καλό  σκοπό είναι. Φόρα τα ρούχα του και πλησίασε  την Μαρία για ένα τελευταίο  αντίο

Μερικά λεπτά αργότερα  ο Παντελής κρατώντας την Αγία Γραφή στα χέρια πλησίαζε στο σημείο που  θα θάβανε την Μαρία.Έκανε πως κάτι κοιτούσε  σε έναν κοντινό τάφο

Ακούστηκε ακόμη ένα μπουμπουνητό και ξεκίνησε να βρέχει καταρρακτωδώς 

Άκουγε τα λόγια του παπά. Τα μοιρολόγια  της μάνας του και της μητέρας της μητέρας.

Γύρισε και  λοξοκοίταξε την ώρα που την βάζαν μέσα στον λάκο και ο κόσμος πετούσε  τα τελευταία λουλούδια

Μετά αποχωρούσαν όλοι για να πάνε  για  τον καφέ της παρηγοριάς  στο καφενείο  των νεκροταφείων  ενώ οι εργάτες  ξεκίνησαν να πετάνε  χώμα πάνω στο φέρετρο

Τους πλησίασε και τους  είπε

-Τέκνα μου.. Μια στιγμή.

-Καλημέρα πάτερ, είπε ο ένας εργάτης

-Αυτή η κοπέλα έφυγε εντελώς άδικά.Την γνώριζα. Μπορείτε να  ανοίξετε το φέρετρο για μια στιγμή....να την αποχαιρετήσω

Οι εργάτες δεν θα αρνιόταν ποτέ και τίποτα σε έναν παπά

Κάνανε αυτό που τους είπε και ο Παντελής έσκυψε από πάνω της με δάκρυα στα μάτια

-Ήμουν ανάξιος άντρας για σένα. Συγνώμη  Μαρία. Θα ζεις  πάντα μέσα μου αγάπη μου,είπε και  σηκώθηκε

Έκανε  μεταβολή χωρίς να μιλήσει στους εργάτες που ξαναπιάσανε  δουλειά και  βάδισε προς το  παρεκλήσσι

Εκεί βρήκε τον παπά ακόμη λιπόθυμο στο έδαφος και τον Σήφη να τον προσέχει

-Πάμε, είπε  στον  αναρχικό

Επέστρεψαν στο  τζιπ και μπήκαν μέσα

Ο Λευτέρης έβαλε μπροστά

-Πάμε  Λάρισα, είπε και έβγαλε το χειρόφρενο και  ξεκίνησε


Το αμάξι  περνούσε  τα ποτάμια  που βρίσκονταν  στην απόσταση μεταξύ   Θεσσαλονίκης και Κατερίνης.
Λουδίας, Αξιός, Γαλλικός...
Ο Παντελής κοιτούσε έξω αμίλητος
-Πολύ χρήμα οι δουλειές μας, μονολογούσε ο Λευτέρης, αλλά όσα  βγάζεις τόσα  δίνεις. Τίποτα δεν σου μένει. Απλά περνάνε πολλά λεφτά απ τα χέρια σου. Και συνεχώς παίζεις το κεφάλι σου
-Και είσαι εντάξει με το να πουλάς νακρωτικά;  ρώτησε ο Οδυσσέας
-Τι; Ποιος πουλά  ναρκωτικά; Τι λες
-Στην νύχτα δεν είστε; Τι  μπίζνες  φτιάχνεται;
-Ο αδερφός του πατέρα μου και του πατέρα του Παντελή πέθανε από ναρκωτικά. Εποχές άσε με να κάνω λάθος, Παπακωνσταντίνου.
Ο πατέρας μου μόνο ναρκωτικά δεν θα πουλούσε και αν πουλήσει κανείς μας , μας έγδαρε.Πατριαρχικά και  αυταρχικά.Έτσι Σήφη; Σ αυτό το θέμα δεν έχει δημοκρατίες  και προόδους να το συζητήσουμε και μα μου. Αν πουλήσουμε μας πήγες  στον Γαλλικό και μας έπνιξε
-Και που  δραστηριοποιήστε; ρώτησε ο Οδυσσέας
-Χρυσάφι, μαγαζιά, κλοπιμαία
Το αμάξι τώρα  έβγαινε στην ευθεία για Λιτόχωρο. Ο Παντελής  χάζευε τον Όλυμπο ενώ  συνέχιζε να βρέχει καταρρακτωδώς 
-Δεν  νιώθω  βρώμικός, έλεγε ο Λευτέρης, παράνομος ναι. Βρώμικος όχι.Δεν  σκοτώνω με  πρέζα κόσμο. Κλέβω  χρυσό, φυλάω ή μεταπωλώ κλοπιμαία και μας δώσανε κάτι συγγενείς συγγενών  δυο μαγαζιά στην Λάρισα να προστατεύουμε. Αυτό είναι όλο
-Τα χεις καλά με την συνείδηση  σου δηλαδή, είπε ο Σήφης
-Γιατί να μην τα έχω;Είδες πως ζούμε στον συνοικισμό ε; Με το  όλο αυτό το χρήμα  βοηθάμε και τους δικούς μας  στην γειτονιά
-Και δεν χρειάστηκε να δείρεις ή να σκοτώσεις; Όχι εσύ προσωπικά. Οι δικοί σου
-Σκοτώνεις και σκοτώνεσαι μόνο όσους  είναι σε  αυτή την μπίζνα. Μπαίνουμε και ξέρουμε το κόστος. Μπορεί να έρθει  γρήγορα. Μπορεί και αργά
Το  τζιπ  τώρα περνούσε απ τον Πλαταμώνα και κατευθυνόντανε  προς τα Τέμπη
Είχε  βραδιάσει και  συνέχιζε να  βρέχει  όταν φτάσανε στο σκυλάδικο  που βρισκόνταν σε μια ερημιά έξω απ την πόλη της Λάρισας
Μια  ψηλή νταρντάνα  υπεργοητευτική Λαρισαία γύρω στα 40  υποδέχθηκε τον Λευτέρη
-Από κηδεία  ερχόμαστε, της είπε
-Ελάτε μαζί μου. Μέσα είναι και σας περιμένει
Μετά τους οδήγησε στο πάνω μέρος του μαγαζιού στο γραφείο  του  ιδιοκτήτη
Ο Μπλίτσκας τους περίμενε
-Λευτέρη; Αν μάθει ο πατέρας σου πως σε βοηθάω θα με  γαμήσει
-Θα το μάθει αν του το πεις εσύ Μπλίτσκα
-Έμαθα από έναν που  χει νταραβέρια μαζί μου στην Σαλονίκη για τον δικό σου
-Τι νταραβέρια έχεις με αυτόν;
-Κατέβηκε  εδώ να κάνει κάτι τατουάζ σε κάτι  τραγουδιστές  και έτσι γνωριστήκαμε.Όχι καθαρός.Παίζει τζόγο πολύ. Δέκα  βγάζει είκοσι του φεύγουν
-Εδώ φεύγουν σε μας που δεν  παίζουμε
-Του δίνω ρευστό που και που αλλά με ξεχρεώνει  στην ώρα του
Απ αυτόν έμαθα για τον δικό σου. Τον Φιόγκο
-Για πες;
-Αύριο το απόγευμα θα ναι στο  μαγαζί του να βαρέσει τατουάζ. Αυτή είναι  η διεύθυνση του, είπε και έσπρωξε απ το τραπέζι του μια κάρτα προς το μέρος  του  Λευτέρη
Ο Λευτέρης άγγιξε την κάρτα  και μετά κοίταξε τον  Μπλίτσκα
-Τοκογλυφίες Μπλίτσκα; Πίσω απ την πλάτη μας; 
-Μας έχει γαμήσει ο Μητσοτάκης  Λευτέρη. Πολλά τα έξοδα και οι τζίροι πέσανε πολύ
-Δεν ξέρω πως θα το πάρει ο πατέρας μου αν το μάθει
-Δεν θα το μάθει, γιατί δεν θα του το πεις. Σκέψου όμως πως  αν μπείτε στον τζόγο το χρήμα είναι πολύ. Όλη η χώρα  μετά τα μνημόνια μόνο τζογάρει. Δεν κάνει άλλη δουλειά
Γιατί να κονομάνε μόνο οι επίσημες στοιχηματικές Λευτέρη; Σκέψου το
Ο Λευτέρης κοίταξε τον  Σήφη και χαμογέλασε
-Πως το λέτε εσείς αυτό; Αντικαπιταλισμός;
Ο Σήφης χαμογέλασε ειρωνικά
Ο Λευτέρης σήκωσε την κάρτα και την έβαλε στην τσέπη του.
-Αυτή η κουβέντα Μπλίτσκα δεν έγινε ποτέ. Δεν μου έδωσες την κάρτα και δεν  άκουσα ποτέ για την τοκογλυφία. Σωστά;
-Άντρες είμαστε, απάντησε ο  σκυλάς με την Λαρισαίικη  προφορά
Ο Λευτέρης κούνησε το κεφάλι και έκανε να φύγει
-Θα  σκεφτείς την ιδέα μου; ρώτησε ο Μπλίτσκας
-Ξεκίνα να σκέφτεσαι πως θα το στήσεις με τον κομπιουτερά...από Καρδίτσα  είναι ο τυπάς;
-Καρδιτσιώτης...παναθεμά τον
-Δείτε  τα τρωτά σημεία και ξαναμιλάμε. Θέλω και μια άλλη χάρη. Έχεις κάπου να κάτσουμε  για το βράδυ;
-Σας ψάχνουν ή είστε κουρασμένοι;
-Σχεδόν και τα δύο
-Έχω κάτι δωμάτια στους Πόρους. Αντέχεται να οδηγήσετε ως εκεί;
Οι Νέοι Πόροι  είναι ένα  παραθάλασσιο  διαμάντι μετά τον Πλαταμώνα. Αυτήν  την εποχή  ο τόπος ήταν σχεδόν έρημος. Οι 4 φίλοι καταλύσανε  εκεί για το βράδυ
Καθίσανε μέσα  και  μαγείρεψαν και ξεκίνησαν να τρώνε
Ο Παντελής κατέβηκε κάτω στην παραλία μέσα στην βροχή και περπάτησε  ως την θάλασσα 
Έκατσε ακριβώς στο σημείο που το κύμα έσκαγε λόγο του  αέρα με δύναμη και κοιτούσε τον ορίζοντα

Την  επόμενη μέρα ο Φιόγκος  έμπαινε μέσα στο τατουατζίδικο   στην Καλαμαριά
Ο Αστραπής  έτρεχε να τον προϋπαντήσει
-Που  σαι  ρε  αλάνι μου;
-Τι έγινε μαν;  ρώτησε ο Φιόγκος,χρόνια και ζαμάνια
-Αφού πάς και βαράς αλλού. Νομίζω δεν τα μαθαίνω;
-Ψιλοπράγματα. Σε σένα ήρθα για το μεγάλο όμως
-Σοβαρά; Θέλεις όλη την πλάτη;
-Θα κάνεις έναν  αετό που  πετάει πάνω από ανθρωπάκια και απ το στόμα βγάζει φλόγες και τους καίει...όλους
-Έτσι νιώθεις;
-Εν καιρώ...εν καιρώ...όλα  για εκεί βαίνουν μαν
-Το χουμε. Θα αντέξεις να ξαπλώσεις για ώρες;
-Το μόνο που θέλω τώρα είναι να ξαπλώσω και να ρηλαξάρω
-Thats my man, τέτοιους πελάτες θέλω
Πάλι έπαινε  βροχή
Ο Λευτέρης είχε παρκάρει στον κεντρικό  ανηφορικό δρόμο στην Καλαμαριά
-Αυτή είναι η Καλαμαριά  που λένε  ότι ζουν πλούσιοι λοιπόν; είπε ο Λευτέρης, δεν μου φαίνονται και για πολύ πλούσιοι πάντως.
-Θα  περιμένεις  λίγο και μετά μόλις ο Σήφης κάνει νόημα με το χέρι έρχεσαι και μας μαζεύεις, του είπε ο Παντελής και βγήκε πρώτος απ το αμάξι
Ξεκίνησε να ανηφορίζει προς το τατουατζίδικο με τον Σήφη και τον Οδυσσέα να τον ακολουθούν
Και οι τρεις τους είχαν τα πιστόλια  μέσα στις τσέπες τους
Ξανάρχιζε να  ψιχαλίζει
Ο Παντελής  ανέκφραστος  ανηφόριζε τον δρόμο  με έναν  τρόπο όπως  πλέον θα  ανηφόριζε  την ζωή του η οποία μετά τον θάνατο της Μαρίας θα  είχε  μόνο ανηφόρες
Σε τίποτα δεν θύμιζε τον εύθυμο  τσιγγάνο  που  διψούσε για ζωή και τα έπαιρνε όλα στην πλάκα
Έφτασε έξω απ την πόρτα του τατουατζήδικου. Κοίταξε την κάμερα και έκανε με τα χέρια του  έναν αράβικο χαιρετισμό που ξεκινούσε απ το μέτωπο πριν αιωρηθεί στον αέρα το χέρι καθώς έσκυβε
Ο Οδυσσέας έπιασε την μια γωνία  σφίγγοντας το όπλο  μέσα στο μπουφάν του  ενώ ο Σήφης στήθηκε κάτω απ το πεζοδρόμιο . Έσφιξε με τα δυο του  χέρια  τα δυο πιστόλια που είχε στις τσέπες της αθλητικής  ζακέτας
Ο Παντελής  άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο μαγαζί.
Κοίταξε την γραμματέα στον χώρο της υποδοχής.
Έφερε το πιστόλι στην μύτη του και της έκανε νόημα να κάνει  ησυχία.
Η κοπέλα πανικοβλήθηκε. Μετά ξήλωσε το τηλέφωνο και της πήρε το κινητό και βάδισε προς το εσωτερικό  του χώρου. Η κοπέλα έκανε να βγει έξω να ειδοποιήσει για βοήθεια όμως είδε τον Σήφη  απ έξω που της έκανε νόημα με το ένα του πιστόλι να κάτσει μέσα
Ο Παντελής  βάδισε ως τον χώρο που χτυπούσαν οι πελάτες τα τατουάζ
Ο Αστραπής  ήταν απορροφημένος  χτυπώντας με το μηχάνημα του την πλάτη του ξαπλωμένου  Φιόγκου
Ο Παντελής στάθηκε μπροστά στον Φιόγκο σημαδεύοντας τον με το πιστόλι
Ο Αστραπής κάτι του είπε αλλά ο Παντελής δεν άκουγε πλέον. Με το κεφάλι του έκανε νόημα να βγει έξω και ο Αστραπής   φοβισμένα  υπάκουσε.
Ο Φιόγκος  ξαπλωμένος μπρούμυτα αντίκριζε την κάνη του όπλου.
Του απολογήθηκε πως ο θάνατος της Μαρίας ήταν ατύχημα, πως  δεν γνώριζαν πως η κοπέλα ήταν μέσα...
Ο Παντελής δεν τον άκουγε. Έβλεπε μόνο  το στόμα του να ανοιγοκλείνει
Το δάχτυλο του  άγγιξε την σκανδάλη και την πάτησε.
Η σφαίρα  βγήκε απ την κάννη και καρφώθηκε  στο μέτωπο  του.
Τα μάτια του Φιόγκου νεκρώσαν απότομα.Μετά το κεφάλι κατέρρευσε στο στρώμα που ήταν ξαπλωμένο και απ το μέτωπο  ξεκίνησε να τρέχει μια κηλίδα αίμα
Ο Λευτέρης  γκάζωσε  ως την είσοδο του μαγαζιού και φρέναρε απότομα.
Ο Σήφης και ο Οδυσσέας μπήκαν αμέσως μέσα.
Ο Παντελής  βγήκε με αργό βήμα. Περπάτησε ως  το πεζοδρόμιο. Κοντοστάθηκε. Κοίταξε  αριστερά και δεξιά και μετά με αργό πάλι  βήμα  μπήκε  στο αμάξι. Ο Λευτέρης  πάτησε το γκάζι και  φρόντισε να εξαφανιστεί όσο πιο γρήγορα  γινόνταν απ την περιοχή
Αργότερα ο Αστραπής έλαβε ένα μήνυμα  απ το κινητό του
"Θες να πεις όσα είδες στους μπάτσους ή να στείλω με το  ταχυδρομείο 2000 ευρώ;"
Ο πρώτος απ τους πολλούς αστυνομικούς  που θα τον ανακρίναν  τον ρώτησε
-Τον είδατε τον δράστη;
Ο Αστραπής κούνησε το κεφάλι
-Οι κάμερες; 
-Πριν φύγει φρόντισε και έσβησε το υλικό, απάντησε ο Αστραπής
Βέβαια  αυτή που έσβησε το  υλικό ήταν η  γραμματέας και μνηστή του....

Τα μεσάνυχτα το τζιπ έφτανε  στους Νέους Πόρους
Κουρασμένοι όλοι μπήκαν στο  δωμάτιο που τους είχε  παραχωρήσει ο Μπλίτσκας
Ο Παντελής όμως  προτίμησε να ανάψει έναν μπάφο και να περπατήσει μόνος  μέσα στην έρημη χειμωνιάτική παραλιακή ενός θερινού  παραθεριστικού  οικισμού






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά