Ο Παντελής ανέβαινε έναν απ τους κεντρικότερους δρόμους της Καλαμαριάς
Βράδιαζε και
είχε αρχίσει να ρίχνει ψιλόβροχο ως συνήθως
Από πίσω του ακολουθούσαν ο Οδυσσέας και ο Σήφης
Και οι τρεις τους
είχαν ανεβάσει τις κουκούλες απ τις
μπλούζες στο κεφάλι τους
Βαδίζαν το ανηφορικό
πεζοδρόμιο αμίλητοι
Το πρόσωπο του Παντελή δεν θύμιζε σε τίποτα τον εύθυμο
χαρούμενο και διψασμένο για ζωή
Τσιγγάνο
Αμίλητος , ανέκφραστος, σκοτεινός. Βάδιζε προς τον στόχο
του.
Μόνο όταν μια γιαγιά με το εγγονάκι της διασταυρώθηκε
μαζί του
στο πεζοδρόμιο σταμάτησε τον βηματισμό
του. Έκανε λίγο στην άκρη. Τους χαμογέλασε και τους έκανε νόημα να περάσουν να προστατευτούν απ την
βροχή
Καθώς περνούσαν
το μικρό κοριτσάκι του χαμογέλασε και της ανταπέδωσε
το χαμόγελο χαϊδεύοντας την στο κεφάλι.
Μετά συνέχισε τον βηματισμό ως το τατουατζίδικο πριν την γωνία
Κοντοστάθιηκε.
Ο Οδυσσέας τον
προσπέρασε και στήθηκε στην γωνία
βάζοντας το χέρι στο μπουφάν του
και σφίγγοντας το πιστόλι του
Ο Σήφης κατέβηκε το πεζοδρόμιο και στήθηκε ακριβώς απέναντι απ την πόρτα του κυριλέ τατουατζίδικού
με τα δυο του χέρια μέσα στις
τσέπες απ την αθλητική ζακέτα που φορούσε σφίγγοντας επίσης
τα δυο πιστόλια του
Ο Παντελής κοίταξε την κάμερα που ήταν στημένη πάνω
ψηλά στα δεξιά της εισόδου. Έκανε
έναν αράβικό χαιρετισμό σε αυτήν και μετά άνοιξε
την πόρτα του μαγαζιού βγάζοντας απ το μπουφάν του το πιστόλι του
24 ώρες νωρίτερα
Ο Στάμος καθόταν στο γραφείο του στο βενζινάδικο που διατηρούσε ως μία απ τις πολλές επιχειρήσεις βιτρίνα
Κοιτούσε αμίλητος τον Φιόγκο και τον Μπούτσερ
-Τον βρήκατε. Μπράβο. Τι σου είπα Φίόγκο; Θυμάσαι τι σου ζήτησα και συ με έγραψες στα αρχίδια σου;
-Κύριε Στάμο
-Σκάσε.
Ο Μπούτσερ πήγε να μιλήσει όμως ο Στάμος του έκανε νεύμα με το χέρι να σωπάσει και αυτός
-Σου είπα , "όταν τον βρείτε ειδοποιήστε με" . Και σεις τι κάνατε; Πήγατε με τα πολυβόλα μέσα στον γύφτικό τον μαχαλά και αρχίσατε να γαζώνεται τα πάντα λες και είμαστε στο Σικάγο
Και το μόνο που καταφέρατε είναι να τραβήξετε την προσοχή της αστυνομίας και του τύπου, κάτι που φυσικά κάνει κακό στις δουλειές μας. Χώρια που οι δράστες τώρα γίνανε καπνός
Θα υπάρξουν συνέπειες για αυτό Φιόγκο, το ξέρεις φαντάζομαι
-Κύριε Στάμο
-Σκάσε είπα. Κανονικά πρέπει να πω τον Σωφρόνη να σε τσιμεντώσει και να σε πετάξει στον Θερμαϊκό. Δεν θα το κάνω όμως. Είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι εμείς. Φύγετε και θα σκεφτώ την τιμωρία σας.
-Πριν φύγω να σας αφήσω αυτό εδώ, είπε ο Φιόγκος και άφησε ένα πακέτο με λεφτά στο γραφείο πάνω
Ο Στάμος το κοίταξε προσεκτικά. Μετά σήκωσε το βλέμμα πάνω στον Φιόγκο
-Δεν είναι όλο το ποσό, απάντησε ο τραπάς, όμως σε λίγες μέρες θα το συγκεντρώσω
Ο Στάμος έκανε νόημα να φύγουν. Μετά γύρισε την περιστρεφόμενη καρέκλα του προς το παράθυρο και κοίταξε έξω το βενζινάδικο
Οι δυο τραπάδες βγαίνοντας απ το γραφείο του πέσανε πάνω στον Σωφρόνη, το πρωτοπαλίκαρο του Στάμου
Αυτός τους κοίταξε επίμονα και με το σώμα του, τους έκλεισε τον δρόμο
-Ηλίθιοι, τους είπε
-Σωφρόνη μαν, μην ξηγιέσαι...,είπε ο Μπούτσερ
-Όχι σε μένα αυτά τα μαν και μουν. Θα μιλάς ελληνικά μαζί μου. Κατάλαβες βλακάκο; Δρόμο τώρα
Οι δυο φίλοι βγήκαν έξω και μπήκαν σε ένα τζιπάκι που ήταν παρκαρισμένο στο βενζινάδικο
-Αφού δεν μας τσιμέντωσε είμαστε καλά...νομίζω, μονολόγησε ο Φιόγκος
Ο Μπούτσερ ξεφύσηξε
-Πως σκατά τα κάναμε σκατά ρε σύ. Βιαστήκαμε γαμώτο. Έπρεπε να οργανωθούμε καλύτερα
-Αυτός στην ταράτσα που πετούσε χειρομβοβίδες
-Που να περιμέναμε πως θα πετούσαν granades
-Ποιος ήταν αυτός;
-Ακόμη ένας γύφτος γκάνγστα...φαντάζομαι
-Θα ρθει και η σειρά του, είπε ο Φιόγκος και έβαλε μπροστά
-Άραξε να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα , να δούμε τι θα κάνουμε
Ο Φιόγκος σήκωσε το τηλέφωνο του και πήρε έναν αριθμό
-Λάητνιγκ εσύ;Α, ή γραμματέας του είσαι, είπε, μεγαλεία ο Λάτνιγκ έχει και γραμματέα πλέον. Ξέχασε πες του που σερνόνταν πίσω μας για να τον κερνάμε τζόιντ τον ξεβράκωτο
Τέλος πάντων,κοπελιά είναι εκεί; Πήγε για καφέ; Καλά. Πες του πήρε ο Φιόγκος. Το απόγευμα θα ρθούμε να μας χτυπήσει τατού. Δεν μπορεί σήμερα; Πότε; Αύριο. Οκ, είπε και έκλεισε το τηλέφωνο
-Τι κανόνισες ρώτησε ο Μπούτσερ
-Πάμε αύριο Καλαμαριά να χτυπήσουμε τατού
-Δεν μπορώ αύριο
-Καλά. Εγώ θα κατέβω , να δω και τον Αστραπή
-Τον Αστραπόγιαννο; ρώτησε ο Μπούτσερ και γελάσανε
-Ναι ρε τον μαλάκα. Τι έχουμε περάσει και μ αυτόν. Θυμάσαι;
Ο Λευτέρης έφτανε στην καλύβα δίπλα στο ποτάμι.
Ο ουρανός από πάνω είχε σκοτεινιάσει απ τα σύννεφα και μπουμπούνιζε.
Κόρναρε και από μέσα βγήκαν ο Σήφης πρώτα με τον Οδύσσεα.
Μπήκαν μέσα στο αμάξι.
Τελευταίος βγήκε ο Παντελής. Ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος απ ότι ήταν πριν 24 ώρες στα λουτρά
Κοίταξε τον ουρανό που ξεκινούσε να ψιχαλίζει
-Αν περιμένεις λίγο ακόμη θα γίνεις λούτσα. Θα ρίξει πολύ νερό, του φώναξε ο Λευτέρης
-Που πάμε; ρώτησε ανέκφραστα ο Παντελής
-Λάρισα
Ο Παντελής τον κοίταξε
-Μας ζήτησες να σε βοηθήσουμε να πάρεις εκδίκηση. Για να πάρεις εκδίκηση πρέπει να βρεις τους φονιάδες
-Και στην Λάρισα τι θα κάνουμε;
-Θα τους βρούμε μέσω καραμπόλας, είπε ο Λευτέρης
-Σε λίγη ώρα είναι η κηδεία
Ο Λευτέρης κούνησε το κεφάλι πριν πει
-Δεν μπορούμε να πάμε.Θα ναι φουλ στην μπατσαρία και θα μας ψάχνουν
-Για αυτό θα πάμε, είπε ο Παντελής, θα μου το αρνηθείς;
Ο Λευτέρης γύρισε και κοιτάχτηκε με τους υπόλοιπους
Κούνησαν το κεφάλι.
Ο Παντελής περπάτησε και μπήκε στην θέση του συνοδηγού
-Θα μας πιάσουν, μονολόγησε ο Λευτέρης
-Κανείς δεν θα μας πιάσει. Ποτέ, απάντησε ο Παντελής
Το τζιπ ξεκίνησε...
Οι 4 φίλοι φτάσανε κοντά στο νεκροταφείο όπου μια πομπή από αμάξια και βουβούς διαβάτες οδηγούσαν την Μαρία στην τελευταία κατοικία της
Ανηφόριζαν προς τα μνήματα και μοιάζαν σαν να πηγαίναν στον Γολγοθά
Στο τζιπ ο Παντελής άνοιξε το ραδιόφωνο και έπαιζε το "ζήσε αυτό που είσαι". Κοιτούσαν από το σημείο που βρσκόνταν την πομπή
Ο Παντελής χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει απευθύνθηκε στον Σήφη
-Εσύ που είσαι και αναρχικός μυρίζεσαι πιο εύκολα τους ασφαλήτες. Πόσους έχει;
Ο Σήφης κοίταξε καλά πριν απαντήσει
-Από εδώ βλέπω καμιά 15άρια
-Συν 15 που δεν τους βλέπουμε, μονολόγησε ο Παντελής, λίγοι είναι για μένα, είπε και άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, εσείς μείνετε εδώ
Ο Σήφης πήρε μια βαθιά ανάσα
-Ξέρω τι πας να κάνεις και δεν σε αφήνω μόνο
-Δεν θα κινδυνέψει κανείς για μένα
-Έχω μεγαλώσει με την ιδέα της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, οπότε αυτό σε μένα δεν πιάνει ως επιχείρημα
-Αδερφέ;Μείνε εδώ. Αν πιαστώ να συνεχίσετε εσείς
- Είμαι η μόνη σου ελπίδα να μην πιαστείς, του απάντησε ο Σήφης, τους ξέρω καλά και πως κινούνται και πως σκέφτονται
Σε λίγο από κάτι αλάνες ανεβαίναν έναν πλάγιο φράχτη και πηδούσαν μέσα στα νεκροταφεία
-Πάμε όσο πιο κοντά γίνεται, είπε ο Παντελής
-Έχω μια ιδέα να πάμε εντελώς κοντά, είπε ο Σήφης και έδειξε ένα παρεκκλήσι και έναν παπά που έμπαινε μέσα σε αυτό.
Μετά κίνησε προς αυτό και ο Παντελής ακολούθησε
-Πάτερ, ρώτησε ο Σήφης που έκατσε από πίσω του, πόσα τσεπώνεις για να διαβάσεις έναν νεκρό;
Ο παπάς, ένα νέο παιδί γύρισε και του απάντησε με ηρεμία
-Ότι έχει ευχαρίστηση δίνει ο καθένας. Και να δεν έχει δεν πειράζει
Ο Σήφης περπάτησε και ακούμπησε 200 ευρώ πάνω στην Άγια Τράπεζα
-Πολλά είναι, ποιος είστε;
-Συγνώμη πάτερ, είπε και του έριξε μια μπουνιά που τον σώριασε λιπόθυμο στο έδαφος
-Γιατί το έκανες αυτό; ρώτησε ο Παντελής εμβρόνητος, δέρνουμε και παπάδες τώρα;
-Για καλό σκοπό είναι. Φόρα τα ρούχα του και πλησίασε την Μαρία για ένα τελευταίο αντίο
Μερικά λεπτά αργότερα ο Παντελής κρατώντας την Αγία Γραφή στα χέρια πλησίαζε στο σημείο που θα θάβανε την Μαρία.Έκανε πως κάτι κοιτούσε σε έναν κοντινό τάφο
Ακούστηκε ακόμη ένα μπουμπουνητό και ξεκίνησε να βρέχει καταρρακτωδώς
Άκουγε τα λόγια του παπά. Τα μοιρολόγια της μάνας του και της μητέρας της μητέρας.
Γύρισε και λοξοκοίταξε την ώρα που την βάζαν μέσα στον λάκο και ο κόσμος πετούσε τα τελευταία λουλούδια
Μετά αποχωρούσαν όλοι για να πάνε για τον καφέ της παρηγοριάς στο καφενείο των νεκροταφείων ενώ οι εργάτες ξεκίνησαν να πετάνε χώμα πάνω στο φέρετρο
Τους πλησίασε και τους είπε
-Τέκνα μου.. Μια στιγμή.
-Καλημέρα πάτερ, είπε ο ένας εργάτης
-Αυτή η κοπέλα έφυγε εντελώς άδικά.Την γνώριζα. Μπορείτε να ανοίξετε το φέρετρο για μια στιγμή....να την αποχαιρετήσω
Οι εργάτες δεν θα αρνιόταν ποτέ και τίποτα σε έναν παπά
Κάνανε αυτό που τους είπε και ο Παντελής έσκυψε από πάνω της με δάκρυα στα μάτια
-Ήμουν ανάξιος άντρας για σένα. Συγνώμη Μαρία. Θα ζεις πάντα μέσα μου αγάπη μου,είπε και σηκώθηκε
Έκανε μεταβολή χωρίς να μιλήσει στους εργάτες που ξαναπιάσανε δουλειά και βάδισε προς το παρεκλήσσι
Εκεί βρήκε τον παπά ακόμη λιπόθυμο στο έδαφος και τον Σήφη να τον προσέχει
-Πάμε, είπε στον αναρχικό
Επέστρεψαν στο τζιπ και μπήκαν μέσα
Ο Λευτέρης έβαλε μπροστά
-Πάμε Λάρισα, είπε και έβγαλε το χειρόφρενο και ξεκίνησε
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου