Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Salonika-Η πόλη που δεν φαίνεται(κεφάλαιο 5-tattooed lady)

 Η Ελπίδα καθόταν  στο  κρασάδικο μαζί με την εδώ και ένα μήνα καινούργια της σχέση , τον Αντώνη.

Ο Σήφης ανηφόρισε την Ροτόντα μέσα στο ψιλόβροχο κοιτώντας  ευθεία μπροστά και ελαφρώς προς τα κάτω προς το οδόστρωμα

Προσπέρασε μια παρέα  γκοθάδες -ο ένας φορούσε μια μακριά μαύρη  φούστα- που κατηφορίζαν προς την πλατεία Ναυαρίνου. Παραλίγο να  έπεφτε πάνω σε μια  πρωτοετή  φοιτήτρια που επίσης κατηφόριζε και τον είδε  τελευταία στιγμή κα  τον απέφυγε παραμερίζοντας

Έφτασε έξω απ το μαγαζί. Κοίταξε απ την τζαμένια πόρτα στο εσωτερικό και  διέκρινε την Ελπίδα  να φιλιέται στο στόμα με τον Αντώνη. Έσφιξε με το χέρι του  το πιστόλι που είχε  στην τσέπη της αθλητικής ζακέτας του.

Με το άλλο χέρι έσφιξε με δύναμη  το χερούλι  της πόρτας και την άνοιξε.

Μπήκε στο μαγαζί και προχώρησε προς το τραπέζι τους

Πως ήταν  δυνατόν να ξεχνάει  τρία  χρόνια  σχέσης έτσι; 

Αυτό σκέφτηκε

Και όλα όσα του έλεγε, όσα  ζήσανε; Που πήγαν; Τώρα τα λέει στον καινούργιο;

Και τον φιλάει στόμα; Μπροστά στους φίλους και τους γνωστούς του που ήταν στο μαγαζί;

Στάθηκε  ακριβώς πάνω απ το τραπέζι τους  σφίγγοντας  το πιστόλι με δύναμη  στο χέρι του

-Γεια σου Σήφη, είπε αδιάφορα  η  Ελπίδα και γύρισε κοίταξε τον Αντώνη στα μάτια χαμογελώντας  του, τι λέγαμε λοιπόν;

Ο Σήφης εκείνη την στιγμή έλαβε μια απόφαση. Να τραβήξει το πιστόλι και να  το αδειάσει στα σώματα και του Αντώνη και της  Ελπίδας και άντε μου στον διάολο  όλοι σας....


24 ώρες νωρίτερα...

Οι 4 φίλοι  ήταν ακόμη στο  διαμέρισμα στους Νέους Πόρους

Ο Παντελής  συνέχιζε να είναι λιγομίλητος και να μην τον ενδιαφέρουν και πολλά

Ο Λευτέρης  γύρισε   βράδυ απ την πόλη και τους μάζεψε στο μπαλκόνι

-Έχω νέα, τους είπε, είχαμε εξελίξεις

-Καλά  ή άσχημα;  ρώτησε ο Οδυσσέας

-Χμ, και καλά και όχι τόσο καλά

Καθίσανε στο μπαλκόνι. Ανοίξανε μπύρες και ο Οδυσσέας φώναξε  τον  Παντελή που καθόνταν στο κρεββάτι σκεφτικός

-Παντελή, έλα πρέπει και συ να ακούσεις

-Ότι αποφασίσεται, απάντησε ο Παντελής

Ο Σήφης  ψιθύρισε στον Οδυσσέα

-Άστον... ακόμη πενθεί...

-Έτσι είναι, είπε ο Λευτέρης, τον καταλαβαίνω...θα πάρει καιρό...

Λοιπόν. Βρήκα τον πατέρα μου και με  κατσάδιασε  άσχημα. Πολύ άσχημα.

-Για πες;

-Πήγε και τον βρήκε ο Στάμος. Για να καταλάβετε ο Στάμος πριν καιρό ήταν σε πόλεμο με μας για τον έλεγχο κάτι μαγαζιών. Μην στα πολυλογώ ήρθαν σε συμφωνία χωρίς να βγουν μαχαίρια αλλά υπάρχει ένα μίσος

Έπιασε λοιπόν τον πατέρα μου  και τον έκραξε."Οι  δικοί σας που μου κλέψανε 15 χιλιάρικα και μετατρέψαν την πόλη σε Σικάγο " και τα γνωστά και απείλησε "τι ζητάς τώρα Στέλιο;" του λέει "να βγάλω τον στρατό μου στον δρόμο και να ζητήσω  ότι μου ανήκει;"

-Και  ο γέρος σου τι του είπε; ρώτησε ο Σήφης

-Δεν είναι "ο γέρος μου"

-Καλά τρόπους του λέγειν , συγνώμη  αν   σε πείραξε

-Εμείς δεν μιλάμε έτσι. 

-Οκ, το καταλαβαίνω., Συγνώμη

-Λοιπόν. Του λέει και ο γέρο...γαμώτο. Είδες τι κάνεις; Μπαλαμοί γαμώ το κέρατο μου. Θα μιλάμε  σαν εσάς σε λίγο... τέλος πάντων , του λέει πως δεν τον παίρνει να ξεκινήσει πόλεμο γιατί τρέχουν άλλες  δουλειές που τον καίνε και θα χάσει χρήμα. Άσε που οι από πάνω βάλαν φρένο και στον Στάμο και στον Δόρκα...θέλουν  ηρεμία στον βορρά και να κυλάνε  ήρεμα και αθόρυβα οι μπίζνες και το χρήμα

-Ποιοι από πάνω; Δεν είναι ο Στάμος με τον Δόρκα τα μεγάλα αφεντικά; ρώτησε ο Οδυσσέας

-Όλοι μας είμαστε μικρομεσαίοι μαχαλόμαγκες. Υπάρχουν από πάνω πολύ μεγάλα αφεντικά. Δυστυχώς με την ληστεία στον Φιόγκο  στρέψανε την προσοχή τους προς  τα μας και ευτυχώς που χεστήκανε για τον Φιόγκο και τον κάθε Φιόγκο που ήταν η τελευταία τρύπα του  ζουρνά. Όμως  αυτά τα κρατάνε. Την φυλάνε

Μπορεί σε τρία  χρόνια να ζητήσουν απ τον πατέρα μου να δώσει τον Παντελή. Αυτόν ξέρουν μόνο. Αν αλλάξουν οι συγκυρίες και  αλλάζουν συνεχώς πιστέψτε με μπορεί να γίνει και αυτό

-Και αν δεν τον  δώσει; ρώτησε ο Οδυσσέας

-Τότε  θα ναι το τέλος της  δικής μου οικογένειας   σε αυτή την δουλειά

-Θα σας βγάλουν απ την μέση και θα βάλουν άλλους;

-Θα μας βγάλουν απ την μέση και θα αφήσουν χώρο σε άλλους απ την φάρα μας να πάρουν την θέση μας. Σε μας  δεν μπορούν να επιλέξουν ποιον θα  βάλουν

-Μάλιστα, είπε ο Σήφης , και πιστεύεις πως ο Στάμος, που στην ουσία απ αυτόν κλέψαμε  15 χιλιάρικα  και ίσως και ο Δόρκας ή ο Μπούτσερ που φάγαμε τον κολλητό του δεν θα  ψαχτούν από μόνοι τους;

-Θα μπορούσαν όμως  αν παρακούσεις τους από πάνω το τέλος  που θα χεις είναι γνωστό. Δεν θα το ρισκάρουν

Ο Σήφης έδειχνε να σκέφτεται κάτι

-Τι  σκέφτεσαι κρητικέ; τον ρώτησε ο Οδυσσέας

-Οπότε επιστρέφουμε στην πόλη;

-Διακριτικά νομίζω ναι. Μην εμφανίζεστε όμως πολύ πολύ και μην κάνετε  καμιά άλλη κίνηση, είπε ο Λευτέρης και σηκώθηκε να φύγει

Σηκώθηκαν και ο Σήφης με τον Οδυσσέα

-Θα φύγεις; ρώτησε ο Οδυσσέας

-Τρέχουν  πολλές δουλειές. Έχω  να  κανονίσω κάτι μαγαζιά και κάτι μπάζες  Λάρισα και μετά να κατέβω  Καρδίτσα

-Δεν θα μείνεις μαζί μας;

-Σ ε αυτό που θέλετε να στήσεται; Όχι. Έχω τις δικές μου δουλειές. Και αν θέλετε την γνώμη μου  πάρτε τα 15  χιλιάρικα και μην ξανασχοληθείτε.

-Γιατί το λες αυτό;

-Δεν  θα επιβιώσετε πολύ σε αυτή την δουλειά. Παραείστε ονειροπόλοι και ρομαντικοί. Καλά ο Παντελής έτσι ήταν από μικρός. Εδώ δεν χωράνε  συναισθήματα και σεις παραείστε άνθρωποι...σας ζηλεύω κιόλας. Και αυτή η δουλειά έχει και απώλειες και πονάνε και σεις  όπως βλέπετε  δεν μπορείτε να  αντέξετε  τέτοιου είδους πόνο

-Δεν ξες τι  σόι δουλειά  θα στήσουμε  όμως, απάντησε ο Σήφης

-Νομίζεις δεν κατάλαβα; Εσείς μπορεί να νομίζεται πως σκεφτήκατε κάτι που κανείς δεν θα  φανταζόνταν ποτέ αλλά κάνει μπαμ τι σκεφτήκατε

Να χτυπάτε φορτηγά που μεταφέρουν στις μεγάλες αποθήκες των σούπερ μάρκετ προϊόντα και μετά να  πουλάτε  φθηνότερα

Ο Σήφης; με τον Οδυσσέα κοιτάχτηκαν σαστισμένοι

-Του το πες εσύ; ρώτησε ο ένας

-Μάλλον εσένα σου  ξέφυγε

-Κανείς δεν μου το πε ρε μαλάκες. Απλά  άνθρωποι σας εσάς  κάτι τέτοιο θα σκεφτόνταν

Ο ένας  εκεί μέσα είναι πονόψυχος, δεν πουλά πρέζα δεν κλέβει  φτωχούς, εσύ είσαι αναρχικός είναι ενάντια στις αξίες σου και ο πόντιος  μια ζωή  εργάτης  μεροδούλι μεροφάι πάλι κάτι που θέλει πολύ κόπο και φέρνει λίγο  χρήμα θα σκεφτόνταν

Φεύγω, είπε και κίνησε προς την πόρτα.

Κοντοστάθηκε λίγο και τους κοίταξε

-Ο Λαρισαίος  με το σκυλάδικο είχε καλή ιδέα.Αν στήσουμε το  ιντερνετικό  καζίνο που λέει  θα χρειαστώ άτομα σαν εσάς  για λάητ δουλειά και με καλά λεφτά.Ούτε ματωμένα, ούτε  επικίνδυνες καταστάσεις.Αν το  αποφασίσετε μου λέτε

-Πριν λίγο μας έλεγες πως  είμαστε ατζαμήδες, του πε ο Σήφης

-Είστε. Αλλά έντιμοι και το αποδείξατε και σπανίζουν οι έντιμοι...

-Ο τζόγος κλείνει  σπίτια  οπότε δεν..., είπε ο Σήφης

-Δεν έχεις άδικο, όμως αυτοί που τζογάρουν ούτως ή αλλως  θα το κλείσουν το σπίτι τους είτε στήσουμε εμείς το καζίνο , είτε όχι , οπότε... φεύγω. 


Ο Σήφης γύρισε μόνος του στο μπαλκόνι και έκατσε. Άνοιξε μια μπύρα και  κοιτούσε  την θάλασσα σκεφτικός

Λίγο μετά ήρθε ο Οδυσσέας και έκατσε  δίπλα του

-Σκέφτεσαι τις δουλειές που λέμε; τον ρώτησε

-Όχι κάτι δικά μου

-Τι δικά σου;  

Ο Σήφης δεν μίλησε

Ο Οδυσσέας συνέχισε να ρωτάει

-Φοιτητής ήρθες εδώ πάνω;

-Ναι. Γεωπονία. Μετά την βεντέτα ο πατέρας μου έκανε όνειρα...

-Ποια βεντέτα;

-Κάτω στο Ρέθυμνο  η οικογένεια μου  εδώ και 70 χρόνια  είχε χωριστεί στα δύο και ήταν σε βεντέτα. Από μια κληρονομιά  ξεκίνησε αλλά μετά ξες πως πάει. Δεκαετία του 70 σκοτωνόντανε για ένα στραβοκοίταγμα σε πανηγύρια

-Και τι έγινε ; 

-Ο πατέρας προσπαθούσε από τα 21 του που ανέλαβε τα ηνία της οικογένειας να το λήξει. Το κατάφερε στα 60 του, το πιστεύεις; Έτσι είναι όμως.

Μια βεντέτα ξεκινάει πολύ εύκολα όμως  για να λήξει θέλει μια  χρονοβόρα  διαδικασία με προξενητές   και άλλους που  προσπαθούν να συμφιλιώσουν  τις δυο πλευρές. Και παίζει και αλισβερίσι χοντρό. Και δεν μπαίνουν στο τραπέζι μόνο τα υλικά αγαθά. Δίνεις ένα χωράφι, παίρνεις κάτι άλλο κλπ.

Μπαίνει και το συναισθηματικό. Μιλάς στην ουσία  με κάποιον που  εσύ ή οι δικοί σου μπορεί να του  χουν φάει τον πατέρα, τον μικρό γιο , οτιδήποτε. Και τους ζητάς  να τα ξεχάσει για να γίνει ειρήνη.

-Πω ρε φίλε; Δεν είναι εύκολο

-Καθόλου. Έχεις ακούσει που λένε για "κρητική λεβεντιά;" Αυτή δεν έχει να κάνει τόσο με το γκάνι ή  την μάχαιρα αλλά  με την δύναμη  ανθρώπων που  σεβόμενοι τους νεκρούς τους κάνουν πίσω   για να  σώσουν και να διασφαλίσουν μια καλύτερη ζωή για αυτούς που θα γεννηθούν

-Και πετυχαίνει η ειρήνη;

-Δεν πετυχαίνει πάντα. Και  τραβά  χρόνια μέχρι να γίνει. Και πολλές φορές  δεν γίνεται ή  φουντώνει το μίσος  στο ενδιάμεσο. Είναι δύσκολο

-Όμως η λεβεντιά είναι που συμφωνούν να βάλουν κάτω τα όπλα  προς χάριν αυτών που  θα έρθουν αργότερα σε αυτό το κόσμο

-Εγώ έτσι το βλέπω

-Δεν έχεις άδικο

-Όμως η τιμή  φίλε. Η αξιοπρέπεια  σου και ο σεβασμός  που  πρέπει να δίνεις και να παίρνεις σαν άτομο στα μέρη μας είναι ακόμη  ψηλά

Και αυτό όσο  ισχύει  μπορεί να γεννήσει  άλλες βεντέτες

-Και το  βρίσκεις  σωστό;

-Σωστό λάθος  δεν έχει σημασία. Έτσι είναι ο κόσμος μας. Αν είναι αυτό λάθος τι είναι σωστό; Να ζεις μέσα στον εξευτελισμό;

-Και αναρχικός πως έγινες;

-Ήρθα εδώ να σπουδάσω. Γεωπόνος. Όνειρα να κατέβω μετά   στην Κρήτη και να βοηθήσω τον πατέρα μου να στήσει  τα χωράφια. Να δουλέψουμε την γη

Τις απαντήσεις που έψαχνα  σχετικά με την βεντέτα μου τις έδωσε το όραμα μιας άλλης αναρχικής κοινωνίας. Μιας δίκαιης κοινωνίας όπου όλοι θα σέβονται όλους και δεν θα υπάρχει λόγος για  σκοτωμούς

-Ναι αλλά είναι ουτοπία

-Είναι ουτοπία όσο όλοι  λένε όπως εσύ  πως παρόλο που είναι ωραίο "δεν γίνεται΄'

Αν όλοι πουν  "γίνεται" τότε  γιατί να είναι ουτοπία;

-Γιατί δεν θα  το θέλουν άλλοι

-Ε για αυτό θα κάνεις επανάσταση και θα τους σφάξεις. Όταν δεν θα  υπάρχουν οι υποστηρικτές της αδικίας...το πράμα πάει μόνο του

-Δεν ξέρω. Εγώ μια ζωή  δουλειά...σχολείο δεν τα  παιρνα και πολύ  τα γράμματα. Οπότε δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά

Μέχρι που  τα έφερε έτσι  η τύχη και...

-Η μάνα σου μόνη είναι Οδυσσέα τόσο καιρό;

-Είναι μια ξαδέρφη μου , την προσέχει. Αλλά πρέπει να επιστρέψω.

Εκείνη την ώρα  χτύπησε το κινητό του Σήφη

-Με συγχωρείς μια στιγμή, είπε και πήγε στην άκρη του μπαλκονιού, έλα ρε πως με θυμήθηκες Νίκο

-Που χάθηκες ρε;

-Είπα να τραβηχτώ λίγο

-Έχασες , κάναμε πάρτυ στα ίμια παίξανε και οι "μπόμπερς" , μαλάκα  τι να σου λέω

-Τις δώσατε ρε; 

-Άστα. Τέλος πάντων μπορεί να ναι και καλύτερα έτσι. Ήρθε και η Ελπίδα με τον καινούργιο της εκεί και μπορεί να χαλιόσουν. Καλό παιδί είναι πάντως. Και  συμπαθώς στις  ιδέες μας. Τον γνωρίσαμε , του δώσαμε και βιβλία. Ενδιαφερόταν ρε. Ωραίο άτομο . Σωστό παιδί. Θα ρθει είπε και  μεθαύριο στην συνέλευση

Εσύ τι άλλα; Βρήκες καμία;

-Ναι. Πρέπει να σε κλείσω

-Τι έγινε  ρε χαχαχα καψούρης είσαι ακόμη;  Αυτή ρε  ζει την ζωή της. Παίζει ούτε να  θυμάται το όνομα σου . Αλλά έτσι πάει τα ξες.  Ξέχνα την  ρε και τράβα μπροστά. Και σε ψάχνει και ο κόσμος εδώ. Και θέλουν  τα παιδιά να ρθεις στην συνέλευση

-Να ρθει ο  έτσι να ρθω εγώ. όλα καλά  ε; Κόσμο να μαζεύουμε και  όλα π[αν ρολόι; τι φάση  ρε Νίκο;

-Τι παθαίνεις ρε μαλάκα; 

-Έλα ντε  τι παθαίνω;  Εγώ είμαι πάλι ο κακός

-Άρχισες  τα δικά σου  ε;

-όχι εντάξει. Πρέπει να κλείσω. Μιλάμε μετά

Ο Σήφης έκλεισε το τηλέφωνο και  ξεκίνησε να τρέμει. 

Πέταξε το κινητό του κάτω στον δρόμο και έπαισε τα κάγκελα του μπαλκονιού

Ο Οδυσσέας τον πλησίασε

-Τι παίχτηκε  ρε συ; του είπε

-Πόντιε  άστο

Ο Οδυσσέας τον πλησίαζε και άλλο

-Τι να αφήσω ρε; Μίλα μια ομάδα είμαστε   ρε αδερφέ. Τι σε χάλασε;

-Άστο σου λέω. Γάμησε το, γάμα το. Γάμα αυτούς  , γάμα αυτήν, γάμα τα όμορφα λόγια, γάμα τις εμπειρίες, τις όμορφες στιγμές, την καλοσύνη , τους φίλους,  γάμα τα όλα,φώναξε ο  Σήφης

-Ρε τι σου είπανε και   έγινες έτσι;  ρώτησε ο Οδυσσέας και τον έπιασε απ τους καρπούς

Ο Σήφης έβαλε  δύναμη να τον αφήσει

-Μην με ακουμπάς  ρε; 

Μετά με μια κίνηση  τίναξε τον Οδυσσέα που έπεσε κάτω

Ο Παντελής  βγήκε στο μπαλκόνι και  κοίταξε το σκηνικό

-Τι έγινε εδώ ρε; Τι πάθατε;

Ο Σήφης είδε τον Οδυσσέα πεσμένο στο μπαλκόνι. Σάστισε και είπε

-Αφήστε με. όλοι σας

Μετά ξεκίνησε παραμερίζοντας τον Παντελή και βγήκε έξω κα έφυγε

Ο Οδυσσέας σηκώθηκε και στάθηκε  δίπλα στον Παντελή που τον κοιτούσαν να βγαίνει στο δρόμο, να κλωτσάει το σπασμένο  κινητό του και να χάνεται

-Τι έγινε ρε και πιαστήκατε στα χέρια

-Δεν πιαστήκαμε στα χέρια. Τον πήρε κάποιος τηλέφωνο και μετά έτρεμε ολόκληρος απ τα νεύρα. Πήγα να τον ηρεμήσω και να δω τι έγινε και...

Οι  δυο φίλοι κατέβηκαν κάτω και στάθηκαν στην μέση του δρόμου

-Και τώρα; Που πήγε; ρώτησε ο Οδυσσέας

Ο Παντελής έκατσε λίγο  σκεφτικός και μετά τον ρώτησε

-Δεν μπόρεσες να ακούσεις τι έλεγαν  στο τηλέφωνο με αυτόν που μιλούσε και αναστατώθηκε;

-Μέσες άκρες  απ ότι κατάλαβα λέγαν για την πρώην του.

-Αυτή που τον παράτησε και τον πήρε έναν χρόνο από κάτω;

Ο Οδυσσέας  κούνησε  το κεφάλι του

-Ο άλλος του έλεγε απ ότι κατάλαβα  ότι  η παρέα του την πετύχαν κάπου με τον νέο της  φίλο και την δεχθήκαν και αυτήν και αυτόν και ο Σήφης έγινε τούρκος

-Μάλλον πάει Θεσσαλονίκη, απάντησε ο Παντελής.....να τους βρει, συμπλήρωσε με νόημα

-Να τους βρει; Δηλαδή;

Ο Παντελής  τον κοίταξε με νόημα

-Δεν εννοείς να κάνει τσαμπουκά; ρώτησε ο Οδυσσέας

-Εγώ; Εγώ δεν  υπονοώ τίποτα  φίλε μου. Η ζωή τα φέρνει  όλα....το πιστόλι του το άφησε  στο διαμέρισμα;

-Απ όσο είδα  όχι.

Ο Παντελής κούνησε το κεφάλι του

-Όχι ρε γαμώτο. Θα γίνει μαλακία; ρώτησε ο Οδυσσέας

-Δεν σε παράτησε ποτέ καμία; 

-Δεν έτυχε...βασικά δεν είχαν ποτέ  και σχέση. Μόνο καψούρης ήμουν 

-Αυτός είναι καψούρης σε μια αγάπη  χωρίς ανταπόκριση. Νιώθει προδομένος 

-Θα πάω  Σαλονίκη να τον βρω

-Που ξες που θα πάει;

-Γαμώτο

Ο Παντελής κοίταξε το  σπασμένο κινητό

-Αυτό θα μας πει, είπε  και έκσυψε και το έφερε στα χέρια του..., το γάμησε την μάνα

-Δεν μπορούμε να δούμε που πήρε τηλέφωνο;

Ο Παντελής το περιεργάστηκε λίγο ακόμη

-Το κατέστρεψε  εντελώς....όμως ξέρω έναν πακιστανό στην πόλη που  φτιάχνει  διαλυμένα. Τα κάνει  σαν καινούργια το τσακάλι

Ο Οδυσσέας πήρε μια ανάσα και είπε

-Πες μου  που είναι  να πάω να τον βρω

Ο Παντελής σηκώθηκε όρθιος με το κινητό στα χέρια

-Το πρωί θα τον βρούμε που ανοίγει το μαγαζί του. Πάμε

-Που πάμε ;

-Στο αμάξι να πάμε  Σαλονίκη. Σε  δυο ώρες  ξημερώνει

-Θα  ρθεις και εσύ;

Ο Παντελής τον κοίταξε απορημένος

-Δεν άκουσες, τον ρώτησε ο Οδυσσέας, τι έλεγε πριν ο Λευτέρης;

-Έγινε ανακωχή και δεν θα ασχοληθούν μαζί μας

-Ναι αλλά καλό είναι για λίγο καιρό  εσύ να μην εμφανιστείς. Δεν ξέρεις πως θα αντιδράσουν ο Μπούτσερ και οι δικοί του

-Κινδυνεύει ο αδερφός μου και γω  θα   σκεφτώ τον φλώρο τον Μπούτσερ και  το κάθε πλουσιόπαιδο  μπαλαμό ; είπε και τράβηξε προς το αμάξι. Κοντοστάθηκε λίγο , γύρισε και τον κοίταξε, θα  ρθεις ή θα πάω μόνος μου;

Μερικά λεπτά  αργότερα το αμάξι περνούσε  μπροστά απ το κάστρο στον Πλαταμώνα καθώς ο ήλιος δειλά  δειλά ανέτειλε  απ  την  θάλασσα στα ανατολικά

-Και σοβαρά τώρα...δεν έκανες ποτέ σχέση;

-Ξέρω είναι ξεφτίλα, απάντησε ο Οδυσσέας

-Όχι , δηλαδή είναι κάπως απλά  εγώ  ...τέλος πάντων  Οδυσσέα  εσύ και ο Σήφης είστε αδερφοί μου. Δεν θα παρεξηγήσω  τίποτα  σε σας. Δεν έχω καν το δικαίωμα. Απλά  ρωτάω το  "γιατί"΄

-Δεν ξέρω. Να κρυφτώ πίσω απ το "είμασταν φτωχοί οικογένεια;"  , πίσω απ το "υπήρχαν μήνες που  δούλευα και δεν περισσεύαν λεφτά για έναν καφέ ή ποτό"; ή πίσω απ το "για  χρόνια φορούσα το ίδιο  πουκάμισο και  παντελόνι;"

Δεν θα το κάνω.

Μάλλον δεν το έχω

-Τι δεν έχεις; 

-Με αυτό που λένε "λέγειν"

-Λέγειν;

-Τον πρόλογο

-Α, τον πρόλογο. Και γιατί δεν το έχεις;

-Απλά δεν το έχω. Νιώθω πως πρόλογος και ψέμα είναι το ίδιο

-Και...δεν θα το αφήσεις έτσι ας πούμε; Δεν θα κάνεις ποτέ  σχέση; Τι σου λέω ε; Εγώ που παντρεύτηκα μου σκοτώσανε την γυναίκα και ο Σήφης που είχε  σχέση  πάει να σκοτώσει την  φίλη του

Ο Οδυσσέας κοίταξε έξω απ το παράθυρο

-Εντάξει, είπε ο Παντελής δεν ήθελα να σε αγχώσω. Μερικές φορές  αυτά τα πράγματα, τα καλύτερα μη σου πω  έρχονται από μόνα  τους

-Τίποτα δεν θα έρθει. Δεν περιμένω και τίποτα.Τα χρέη οι λογαριασμοί  η αγωνία να μην  χρωστάω να μην μας πάρουν το σπίτι, η  υγεία της μάνας μου , μου χουν πάρει το μυαλό.

Τι να πω και τι να ακούσει μια κοπέλα από έναν  βαρετό τύπο σαν εμένα;

-Βαρετός;

-Βαρετός

-Πριν μια βδομάδα  συμμετείχες στην εκτέλεση ενός γκάνγκστα και τώρα  περνάμε το Λιτόχωρο  ξημερώματα και πάμε Σαλονίκη να εμποδίσουμε τον κολλητό μας , τον αδερφό μας απ το να κάνει κάτι ανήθικο. Δεν την λες και βαρετή την ζωή που ζεις τελευταία ε;

-Όντως. Γαμησέ τα, είπε ο Οδυσσέας και συνέχισε να κοιτάει έξω

Το αμάξι έμπαινε στην τελευταία  ευθεία μετά την Κατερίνη   για την Θεσσαλονίκη.

Ξημέρωνε όμως στο βάθος  φαινόνταν τα  φώτα της Δυτικής πλευράς μιας πόλης που  εκείνη την ώρα  ξυπνούσε για μια ακόμη  συνηθισμένη  μέρα, στη δουλειά , στο γραφείο, στο εργοστάσιο, στους δρόμους

Ο Παντελής πάρκαρε  σε ένα στενό της Αριστοτέλους πάνω απ την Εγνατία  και προχωρούσαν  προς το μαγαζί του Πακιστανού

-Λογικά  δεν θα τους  βρήκε χτες γιατί η΄ταν ήδη πολύ αργά, είπε ο Οδυσσέας,οπότε μάλλον σήμερα θα τους  σχεδιάζει να τους πετύχει

-Αυτό σημαίνει πως  ο Μεσούντο πρέπει  να μας φτιάξει το κινητό ως το μεσημέρι  ε;

-Δύσκολο;

Ο Μεσούντ σήκωσε το βλέμμα του  απ το κατεστραμμένο κινητό  και τους κοίταξε σαν να κοιτούσε δυο ηλίθιους

-Λοιπόν; ρώτησε ο Παντελής

-Θες αυτό να φτιαχτεί ως το μεσημέρι  αγαπημένε μου   φίλε;τον ρώτησε με μια γλυκιά  εκ φυσικού του φωνή

-Είναι ανάγκη , απάντησε ο Παντελής , και θα σου δώσω όσα ζητήσεις δεν είναι  πρόβλημα  τα λεφτά

-Δεν είναι  θέμα  χρημάτων φίλε μου. Μπορώ να  φτιάξω  οτιδήποτε  είναι  διαλυμένο  αλλά  θέλω  χρόνο . Και το "ως το μεσημέρι" δεν φτιάχνει

-Γαμώτο. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου ρε συ Μεσούντ

-Πρέπει, είπε ο Οδυσσέας, να δούμε ποιος έκανε την τελευταία κλήση σε αυτό το κινητό

-Αυτό μπορεί να γίνει  αγαπημένε φίλε του αγαπημένου μου φίλου και χωρίς να χρειαστεί να  επισκευάσω  εξ ολοκλήρου  την συσκευή

Ο Οδυσσέας με τον Παντελή κοιτάχτηκαν

-Στο είπα, ψέλλισε ο Παντελής, είναι μάγος

-Θεός θα  έλεγα, απάντησε ο Οδυσσέας

-Καλό είναι αγαπημένε φίλε του  αγαπημένου μου φίλου  να μην φέρουμε το όνομα  του στο στόμα μας  χωρίς λόγο, απάντησε ο Μεσούντ κοιτώντας  ψηλά

Ο Παντελής κοίταξε  προσποιητά  και αυστηρά τον Οδυσσέα

-Οδυσσέα;

-Ναι , έκανε ταπεινά ο  Οδυσσέας, καλό είναι. Συγνώμη  φίλε  μου

-Οδυσσέα; Έτσι σε λένε; ρώτησε ο Μεσούντ και συμπλήρωσε, σαν τον ήρωα  της Ιλιάδας και την Οδύσσειας 

Αν ήμουν έλληνας θα ήθελα να έχω το όνομα σου.

Το όνομα του ανθρώπου που απέναντι σε όλες τις δυσκολίες και  τα προβλήματα πάντα  χρησιμοποιούσε το μυαλό του και έβρισκε  λύσεις

Σε δυο  ώρες  φίλοι μου θα  σας πω  το νούμερο που έκανε την τελευταία κλήση  σε αυτή την συσκευή


Οι  δυο τους βγήκαν έξωαπ το μαγαζί του  Μεσούντ. Απ έξω αράζαν αρκετοί πακιστανοί και  άλλοι πρόσφυγες και μετανάστες απ  το Αφγανιστάν

Περάσαν από ανάμεσα τους  και συνέχισαν να προχωράνε

-Πεινάω, είπε ο  Παντελής

-Πάμε, απάντησε ο Οδυσσέας

-Που;

-Πάμε σου λέω, απ εδώ

-Που με πας;

-Εδώ  παρακάτω. Έχει  ένα μαγαζί κάνει την πιο τέλεια μπουγάτσα που έχεις φάει

-Δεν τρώω μπουγάτσα ρε

-Δεν τρως μπουγάτσα;

-Δεν τρώω μπουγάτσα

-Είσαι  απ την Σαλονίκη και δεν έχεις φάει ποτέ μπουγάτσα;

-Εσύ είσαι απ την  πιο  ερωτική πόλη και δεν έχεις κάνει  ποτέ  σχέση και σου  φαίνεται παράξενο που δεν έχω  φάει  μπουγάτσα;

-Αδύνατον

-Αφού  δεν μου αρέσει

-Δοκίμασες; Και δεν σου αρέσει;

-Δεν δοκίμασα

-Άρα;

-Αφού ξέρω πως δεν θα μου αρέσει

Λίγο αργότερα σε ένα  μαγαζάκι που θύμιζε  1985 ο Παντελής καταβρόχθιζε την μερίδα του και παράγγελνε και δεύτερη

Ο Οδυσσέας ακόμη δεν είχε  φάει ούτε την μισή απ την δική του μερίδα

-Είναι που δεν σου άρεσε  ε; τον ρώτησε περιπαιχτικά

-Μάλλον θα φταίει που έχω να φάω από την κηδεία

Ο Οδυσσέας τον χτύπησε  φιλικά στην πλάτη

Ο Παντελής  τον κοίταξε και γέλασε πικρόχολα

-Καλά ξεχνιώμαστε  με  όλο αυτό ε;  τον ρώτησε, δεν μπορώ να αφήσω τον Σήφη να κατέβει αντίστροφα στην κόλαση που ήδη είμαι

-Δεν θα τον αφήσουμε  Παντελή και  μετά  θα μαστε εδώ  να σε τραβήξουμε απ το μαρτύριο.

-Δεν είναι ότι πενθώ  φίλε. Είναι ότι  είναι σαν να μην υπάρχω

-Έτσι ήμουν όταν έχασα τον πατέρα μου

-Και;

-Δεν περνάει ποτέ. Ποτέ. Το  θυμάσαι και το ζεις κάθε μέρα. Όμως μαθαίνεις να ζεις με αυτό ή έτσι  νομίζω γιατί κάθε μέρα  πλέον είναι και μια δοκιμασία  

-Δεν μου είπες ποτέ  πότε θα σου κάνω εκείνη την χάρη που  ήθελες;

-Ποια χάρη;

-Μου είχες πει να  σου ανοίξω μια κλειδαριά ως χάρη

-Θα γίνει και αυτό. Μόλις τελειώσουμε με  τον Σήφη. Αν προλάβουμε

-Θα προλάβουμε

-Δεν είναι παράξενο φίλε;

-Ποιο;

-Πριν ένα μήνα  δεν γνωριζόμασταν καν και  τώρα είναι οι τρεις μας σαν να ζούμε όλη μας την ζωή μαζί. Σαν αδέλφια που είπες πριν. Νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον. Αν είμασταν  κανονικοί άνθρωποι  δεν θα γινόνταν αυτό

Ποιος κανονικός άνθρωπος  θα έτρεχε  για τον φίλο του  μην κάνει καμιά κουταμάρα;Θα κρυβόμασταν όλοι πίσω απ τα άλλοθι μας

-Τα άλλοθι μας;

-Ναι. Εσύ μπορείς να πεις ότι πενθείς, εγώ ότι έχω οικογενειακές  υποθέσεις και να  τον  αφήναμε στην τύχη του

Ο Παντελής  του έκανε νόημα να σταματήσει και εοτ  δάχτυλο του έδειξε προς τα  πάνω και ξεκίνησε να κουνά ελαφρά το κορμί του

-Το ακούς;....Οδυσσέα; Αυτό έπαιζε και στο αμάξι που ερχόμασταν. Έπαιζε αι στο ράδιο του πακιστανού στο μαγαζί του

Ο Οδυσσέας πρόσεξε και συνειδητοποιούσε πως απ την στιγμή που ξεκινούσαν με το αμάξι  απ τους Νέους Πόρους, στο ράδιο του αμαξιού, στο μαγαζί του Πακιστανού και  στην μπουγάτσα έπαιζε  το "tattoo  lady" του galagher

-tattoo lady , είναι από galagher

-Τι είναι το  γκάλαχερ;

-Ξες τόσα από μουσική  και δεν ξέρεις τον γκάλαχερ; Το χω  βγάλει στο μπάσο

-Παίζεις μπάσο;

-Έχω ένα σπίτι και ...με  ηρεμεί γενικώς  

-Έλα ρε; Ξες μουσική; Ροκ;  συγκροτήματα και έτσι;

-Όχι , όχι, είπε  γελώντας ο Οδυσσέας, σπίτι  είχα αγοράσει ένα μπάσο όταν κάποτε  είχαν περισσέψει λεφτά και κλεινόμουν και έβγαζα  κομμάτια  γνωστά

-Και έχεις βγάλει αυτό που ακούμε;

-Και αυτό

-Θα του πω να το ξαναβάλει

-Όχι. Πάμε να φύγουμε. Έτσι και αλλιώς έχουμε ώρα μέχρι να  επιστρέψουμε στου Μεσούντ. Πάμε για καφέ

-Πριν πάμε  θέλω να το ξανακοούσω. Κάποιος  μας στέλνει μηνύματα  δεν είναι τυχαίο που όπου μπήκαμε  ακούγεται αυτό

Ο Οδυσσέας γέλασε  αδιάφορα

-Πάμε  για καφέ. Έτσι και αλλιώς  και κει θα το παίζει.

Σηκώθηκαν και  αφού πληρώσαν  βγήκαν απ το μαγαζί και περπάτησαν ανηφορικά ως ένα καφέ. Καθίσανε  στα τραπεζάκια που είχε έξω και μόλις  ήρθε η σερβιτόρα να τους πάρει  παραγγελία  τελείωνε ένα τραγούδι και ξεκινούσε  το tatto lady

-Τι θα πάρετε; ρώτησε η κοπέλα που είχε ένα τατουάζ στο χέρι

Ο Οδυσσέας άκουσε το τραγούδι και γύρισε  στον  Παντελή

Ο τσιγγάνος  γέλασε

-Τι σου είπα; Κάποιος μας στέλνει μηνύματα  σήμερα

Ο Οδυσσέας  γύρισε προς την σερβιτόρα

-Η μουσική; Είναι από ράδιο;

-Όχι, απάντησε η κοπέλα, έχουμε ένα  lap top και έχω  φτιάξει μια playlist  εγώ και την έβαλα να παίζει

-Κατάλαβα. Και αυτή η playlist παίζει κάθε μέρα ας πούμε

-Βασικαααα , έκανε η κοπέλα πάντα  χαμογελώντας, αυτή την είχα ξεχασμέην σε ένα φάκελο και  σήμερα την έβαλα μετά από πολύ καιρό...τι να σας φέρω;

όταν έφυγε η κοπέλα  ο Οδυσσέας κοίταξε τρομοκρατημένος τον  Παντελή

-Είχε μήνες να την βάλει και την έβαλε σήμερα όταν άνοιξε το μαγαζί; Έτσι είπε;

Ο Παντελής  γέλασε

-Παράξενο σου φαίνεται κάποιος να  στέλνει μυνήματα;

-Τι λες ρε; Ποιος; Και είναι  για καλό  ή για κακό;

-Αυτό...θα δείξει

-Ρε μαλάκα πλάκα κάνεις ε; Έχω χεστεί  

-Όχι ρε. Συμβαίνουν αυτά. 

-Η μάνα μου, είπε ο Οδυσσέας και σήκωσε το τηλέφωνο, κάτι θα έγινε, 

Την πήρε τηλέφωνο και μιλήσανε.

Όταν το έκλεισε  ο Παντελής τον ρώτησε

-Όλα καλά;

-Μια  χαρά είναι. Δεν καταλαβαίνω

-Τι δεν καταλαβαίνεις ρε  μαλάκα; ήθελες να μην ήταν καλά η γυναίκα;

-Αν μας στέλνει κάποιος μυνήματα...τότε...

-Το τραγούδι τι θα πει;

-Άστο το  τι θα πει. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να δούμε τι κακό θα μας συμβεί;

-Γιατί να μας συμβεί κάτι κακό;

-Γιατί  από πάντα  μόνο κακά μυνήματα έρχονται μια ζωή

-Ρε  δεν ξέρω αγγλικά, θα μου πεις γιατί μιλάει το τραγούδι;

Η κοπέλα έφερε τους καφέδες εκείνη την ώρα και τους σέρβιρε στο τραπέζι

-Αν με χρειαστείτε  τίποτα άλλο  φωνάξτε, είπε χαμογελώντας κοιτώντας κυρίως τον Οδυσσέα

-Γιατί δεν μου λες;  ρώτησε ο Παντελής  όταν έφυγε  η κοπέλα

-Άσε με...σκέφτομαι, απάντησε ο Οδυσσέας και έκατσε μια ώρα αμίλητος  στον καφέ 

Μετά σηκώθηκαν και  προχωρήσαν προς το μαγαζί του  Μεσούντ

-Θρίαμβος  φίλοι μου,  θρίαμβος. Μεγαλειώδης νίκη, φώναξε ο Μεσούντ  με τα σπαστά  ελληνικά του

-Το έφτιαξες; ρώτησε ο Παντελής

Ο Πακιστανός χαμογελούσε σαν μικρό παιδί  δείχνοντας το κάτασπρα  δόντια του

-ΒΚατάφερα και  έκανα λειτουργικό το κινητό ξανά. Και βρήκα και το νούμερο. απλά  δεν δουλεύει η οθόνη του. το χω  γράψει σε αυτό δώ το χαρτάκι  φίλε μου, είπε και το  έδωσε

Ο Οδυσσέας παρατήρησε πως  στο μαγαζί έπαιζε το tatoo lady

-Αυτό έπαιζε και όταν ήρθαμε

-Και όταν φύγατε  πάλι το έπαιζε σε επανάληψη

-Πως γίνεται αυτό; 

-Κόλλησε σήμερα το mp 3 και το παίζει συνέχεια

-Και  φτιάχνεις κινητά και δεν μπορείς να  φτιάξεις το mp3;

-Το πιο εύκολο πράγμα  είναι. όμως είχε πολύ δουλειά και δεν βρήκα χρόνο...εξάλλου μου αρέσει


Ο Παντελής με τον Οδυσσέα κατεβήκαν στην παραλία στο πάρκο του Λευκού Πύργου. Είχε μεσημεριάσει και είχε  λιακάδα. Αράξαν στα  γρασίδια και ο  Παντελής  του έδωσε το χαρτάκι με το τηλέφωνο

-Πάρε

-Κόλησε το mp 3 μας είπε ο Μεσούντ και...

-Ρε συ ξεκόλα με το  τραγούδι. Έχουμε πιο σοβαρές δουλειές

Ο Οδυσσέας  πήρε το χαρτάκι και  κοιτώντας το πήρε τηλέφωνο

-Ναι καλησπέρα, είπε, 

απ την άλλη  άκρη της γραμμής ακούστηκε ο Νίκος ο  φίλος του Σήφη

-Σήφη;

-Δεν είμαι ο Σήφης

-Τι συμβαίνει;

-Κοιτάξτε. Συγνώμη που ενοχλώ. Βρήκα αυτό το κινητό στον δρόμο. Λογικά θα  έπεσε από κάποιον άνθρωπο και το πρώτο τηλέφωνο που είδα σε κλήση ήταν το δικό ας

Είστε  φίλος ή συγγενής;  Μπορείτε να  ειδοποιήσετε τον άνθρωπο; Ή να το φέρω σε σας

-Μπορείς να το  φέρει τώρα. Είμαι πανεπιστήμια

Ο Παντελής του έκανε νοήματα να αρνηθεί

-Τώρα είμαι στην δουλειά. Είμαι ντελιβεράς. Σχολάω το βραδάκι μπορούμε εκείνη την ώρα να δώσουμε κάποιο ραντεβού;

-Το "σκαστό" το ξες Κρασάδικο είναι στην  Ροτόντα

-Ναι, ναι , πάω που και που

-Έλα ρε. Θα σε ξέρω τότε  τουλάχιστον φατσικά

-10 ή ώρα σχολάω περίπου στις 10 και μισή θα  μπορώ να μαι εκεί

-Ωραία

Το κλείσανε

Ο Νίκος κοίταξε την παρέα του

-Κάποιος λέει ντελιβεράς βρήκα το κινητό του Σήφη. Θα μου το φέρει στο "σκαστό" το βράδυ

-Λες να είναι  τίποτα ασφαλήτες; ρώτησε μια κοπέλα

-Καλό είναι να χουμε το νου μας και αν άνουν καμιά μαλακία θα τους γαμήσουμε


Ο Παντελής με τον Οδυσσέα ξαπλώσαν  στα γρασίδια και πηραν έναν υπνάκο

Πριν κοιμηθούν  ο Παντελής τον ρώτησε

-Τι σημαίνει  το τραγούδι όμως δεν μου είπες;

-Τι μου το θύμισες ρε συ. Καλά το ξέχασα. Να δεις κάτι κακό θα γίνει

Ο Παντελής έσκασε στα γέλια

-Γελάς ρε φίλε, είπε ο Οδυσσέας, γελάς. Ο Παντελής που γνώρισα ένα άνθρωπος πάντα γελαστός 

Ο Παντελής  σκυθρώπιασε

-Γελάω και μέσα μου  κλαίω

-Όλα θα γίνουν φίλε. Μην ξεχνάς είμαστε και μεις εδώ. Θα πάρουμε και τον Σήφη πίσω το βράδυ. Το ελπίζω δηλαδή


Το ψιλόβροχο που ξεκίνησε πάλι να πέφτει τους ξύπνησε. Ο Οδυσσέας κοίταξε  πάνω  ψηλά τον ουρανό και μονολόγησε

"Βρέχει

-Τι παράξενο για Θεσσαλονίκη, απάντησε ο  Παντελής και μετά  ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του, τι ώρα είναι;

Ο Οδυσσέας  κοίταξε  το κινητό του

-Κοντεύει 10,30

-Πάμε να  βρούμε αυτόν τον Νίκο να δούμε αν μπορεί να μας  βοηθήσει να εντοπίσουμε τον Σήφη

Σηκώθηκαν και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν προς την Ροτόντα

Στον  δρόμο έξω από ένα καφέ τους πλησίασε ένα  τσιγγανάκι  κοριτσάκι 9 ετών περίπου που κρατούσε ένα μπουκέτο με λουλούδια

-Θα πάρεις ένα; ρώτησε τον Οδυσσέα

-Δεν έχω που να το δώσω καλή μου..., είπε και μετά  έβγαλε ένα 50άρικο και της το έδωσε, πάρε αυτό

-Πάρε  το λουλούδι

-Μα δεν έχω που να το δώσω

-Ναι αλλά το πλήρωσες

-Καλύτερα δεν είναι να κρατήσεις  τα λεφτά και το λουλούδι . Θα το πουλήσεις κάπου αλλού και θα κερδίσεις περισσότερα ε;

-Καλύτερα είναι δίκαια  δεν είναι. Πρέπει να στο δώσω

-Πάρτο και συ ρε, είπε ο Παντελής

-Και θα κυκλοφορώ στην πόλη κρατώντας ένα  λουλούδι;

-Και τι θες τώρα; Αυτό θα μας ακολουθά  παντού  όλο το βράδυ μέχρι να το πάρεις

-Γιατί;

-Γιατί έτσι είναι  η κουλοτούρα μας

-Βασικά  πρέπει να πάρεις όλο το μπουκέτο, είπε το κοριτσάκι, και αύριο να σου φέρω άλλο ένα  για να πατσίσουμε με το 50αρικο

-Ρε σεις ξεκολλάτε και οι δύο. Στα κάνω δώρο. Δεν μπορώ να σου κάνω ένα δώρο

-Ευχαριστώ , είπε το κοριτσάκι , αλλά ένα πάρε.

Ο Οδυσσέας άπλωσε το χέρι και πήρε  ένα  λουλούδι μονολογώντας

-Θα νομίζουν όλοι πως είμαι ερωτευμένος

-Και κακό είναι να είσαι  ερωτευμένος; ρώτησε το κοριτσάκι

-Καλά σου λέει το μωρό, απάντησε ο  Παντελής

Ο Οδυσσέας της χάιδεψε το κεφαλάκι και της είπε

-Να προσέχεις  ε;

Το κοριτσάκι κούνησε το κεφάλι

Μετά ξεκινήσαν πάλι να ανηφορίζουν  με τον Παντελή

-Τ α αγαπάς αυτά τα παιδάκια ε;  ρώτησε ο Οδυσσέας

-Πως το  συμπέρανες αυτό;

-Είδα πως το κοιτούσες

-Στην ηλικία τους  έκανα την ίδια  δουλειά...οπότε..., ο Παντελής σταμάτησε τις σκέψεις του και το  βάδισμα και  έσκυψε σαν να δίπλωσε στα δύο

Ένιωθε δύσπνοια

Ο Οδυσσέας τον ακούμπησε φιλικά την πλάτη και έσκυψε  δίπλα του

-Τι συμβαίνει φίλε

-Με την Μαρία μαζί  πουλούσαμε λουλούδια μικρά...και...

-Κουράγιο αδερφέ

Ο Παντελής έστριψε το κεφάλι και το σήκωσε ελαφρά  και τον κοίταξε  έτοιμος να κλάψει

-Πως θα  αντέξω   φίλε; 

-Θα αντέξεις όπως άντεξα και γω και όλοι. Πρέπει να αντέξεις γιατί σε χρειαζόμαστε όλοι. Και γω και ο Σήφης και όλοι. Καταλαβαίνεις;

Ο Παντελής με την βοήθεια του  Οδυσσέα  σηκώθηκε και  μονολόγησε

-Πάμε αργήσαμε. Πάμε να βρούμε τον αδερφό μας....τουλάχιστον κάποιος να σωθεί


Όταν μπήκαν στο μαγαζί  αντίκρισαν τον Σήφη να κάθεται μπροστά στο τραπέζι της  Ελπίδας και του Αντώνη

Απ το lap top έπαιζε και εκεί το tattoo lady

Η κοπέλα  μιλούσε με τον δικό της, γελούσε επιδεικτικά και  τον αγνοούσε

-Σήφη; του ψιθύρισε στο αυτί ο Παντελής και μετά κοίταξε το χέρι του που ήταν μέσα στην τσέπη της αθλητικής ζακέτας του και έσφιγγε το πιστόλι του, δεν αξίζει  φίλε

-Με αγνοεί  επιδεικτικά. Φτύνει όσα  ζήσαμε  τα προηγούμενα  χρόνια. Της αρέσει; Γκαυλώνει με τον  να με εξευτελίζει ετσι; Τι δεν αξίζει ρε  Παντελή; Δεν αξίζει να πάρει την απάντηση που της αρμόζει και αυτή και ο  λιμοκοντόρος  δίπλα της;

Ο Οδυσσέας έκανε  νόημα στον Παντελή να παραμερίσει και στάθηκε  δίπλα στον Σήφη

-Αδερφέ; του είπε, θυμάσαι τι λέγαμε χτες; Για αυτούς που συγχωρούν και σταματάνε το  αίμα στα μέρη σου. Θυμάσαι που έλεγες πως αυτοί που  σταματούν την βεντέτα  είναι οι αληθινοί  λεβέντες;

-Ε τότε εγώ μάλλον δεν είμαι  αληθινός λεβέντες. Ούτε  και που με νοιάζει δηλαδή.Κάντε πίσω παιδιά. Δεν είναι δική σας υπόθεση

-Τι λες ρε; Θα χαντακώσεις το μέλλον σου και δεν είναι δική μας υπόθεση;

Τότε η Ελπίδα  γύρισε και κοίταξε τους τρεις φίλους και φώναξε

-Τι μπαστακωθήκατε πάνω απ τα κεφάλια μας σαν σερβιτόροι σε  γαλλικό ακριβό  ρεστωράν; χαχαχαχα

-Συμβαίνει κάτι παιδιά; Έχεις κάποιο πρόβλημα εσύ ειδικά φίλε; ρώτησε ο Αντώνης τον Σήφη

Ο Σήφης έσφιξε περισσότερο το πιστόλι στην  τσέπη του.

-Σήφη; είπε ο Οδυσσέας αλλά ο κρητικός με το ελεύθερο χέρι του τον έσπρωξε  παραπίσω

Συνέχισε να κοιτά επίμονα  το ζευγάρι

-Θα πείτε κι άλλα; τους ρώτησε

-Θες να  να λύσουμε αντρίκια έξω; Οι δυο μας ρε τσούλη; τον ρώτησε ο Αντώνης που τώρα είχε  αγριέψει πολύ

-Ήρθες εδώ να κάνεις σκηνή επειδή  είσαι πραγματικά τόσο αδύναμος σαν άνθρωπος που δεν μπορείς να  χωνέψεις την απόρριψη; του φώναξε η Ελπίδα

Απ το δίπλα  τραπέζι  σηκώθηκε ο Νίκος και πήγε να τον πλησιάσει αλλά ο Σήφης του έκανε νόημα

-Ρε Σήφη; τι είναι αυτά;  του φώναξε

-Αυτό λέω και γω, του απάντησε  χωρίς να τον κοιτάξει ο Σήφης, τι ναι αυτά; Αυτός είναι ο μικρόκοσμος σας. Ένα μάτσο φοιτητόπαιδα και μικροαστοί . Χάρισμα σας. Δεν ανήκω  σε αυτό το συνονθύλευμα  εγώ, είπε και έκανε μεταβολή προχωρώντας προς τα έξω. Ο Οδυσσέας τον έπιανε απ τον ώμο και  βαδίζαν προς την είσοδο

Η Ελπίδα από πίσω είχε  σκάσει στα γέλια

-Θα πάει σπίτι να βάλει τώρα Αρνητική  Στάση και να  το ρίξει στο κλάμα , έλεγε στις διπλανές παρέες και όλοι γελούσαν

Ο Παντελής έκανε να φύγει αλλά άκουσε τον Αντώνη να λέει

-Καλά μ αυτόν τον φλώρο  τα είχες;

Γύρισε και βάδισε προς το τραπέζι τους. Πήγε και έκατσε 

-Τι κάνεις ρε ; φώναξε η Ελπίδα

Ο Παντελής κοίταξε τον  Αντώνη

-Φλώρος ε;

-Τι θες ρε  γύφτο;

-Τι βλέπω  φοράς και μπλούζα συνδέσμου ; Μικροαστός με μπράτσα και παραπονεμένο βλέμμα  να ρίχνει τις γκόμενες είσαι. Δηλαδή σκουπίδι

-Δεν τις έφαγε ο φίλος σου ο χέστης γύφτο, θες να τις φας εσύ;

-Φλώρο τον είπες  χέστη τον είπες, όμως δεν ξες πως ο φίλος μου σήμερα έσωσε την ζωή  την δική σου και της κοπελιάς

-Ναι ε; ρώτησε ο Αντώνης

-Στην τσέπη του μέσα είχε  αυτό, είπε ο Παντελής  και έβγαλε ένα πιστόλι και το όπλισε. Μετά το  ακούμπησε στο τραπέζι,αν ήταν να κάνει  κάτι αυτό θα ήταν να το χρησιμοποιήσει, όμως επέλεξε να μην...γιατί είναι φλώρος και χέστης. 

Εσύ όμως με την καρακάξα σου από εδώ αφού είστε πιο μάγκες πάρτε το και βγείτε έξω. Πάνε και κάρφωστου δυο σφαίρες στο κεφάλι. Δεν είναι δύσκολο δυο  φορές  ντανγκ ντανγκ θα κάνεις με το δάχτυλο στην σκανδάλη μεγάλε  αλητάκο μου που μου φόρεσες τζόκευ σαν να σαι  αμερικάνος κομάντο και μπλούζα συνδέσμου  για να εμπνέεις  φόβο και σεβασμό. Άντε ντε τι με κοιτάτε;

Πιάσε την πιστόλα και πάνε κάρφωσε του την...μάγκα

  Ο Αντώνης και η Ελπίδα σαστίσαν και δεν μιλούσαν

Ο Παντελής σηκώθηκε , πήρε το πιστόλι και έκανε να φύγει

Γύρισε και είδε όλο το μαγαζί να τον κοιτάει

Σήκωσε το πιστόλι ψηλά και ρώτησε μια σερβιτόρα

-Πάνω τι έχει  σπίτι  ή πατάρι;

-Πατάρι

-Είναι κανείς στο πατάρι τώρα;

-Οι τελευταίοι πελάτες φύγαν πριν 10 λεπτά από πάνω

Ο Παντελής έριξε αμέσως τρεις  πυροβολισμούς προς το ταβάνι και μετά φώναξε

-Συνεχίστε να κάνετε μαλακίες σε ανθρώπους παίζοντας με τα συναισθήματα τους απλά κάποια στιγμή θα τελειώσουν τα θύματα που δεν θα  ζητήσουν εκδίκηση...μαλακισμένα

Πήγε να  βγει και εκείνη  την ώρα μπήκε στο κρασάδικο ένας τύπος με ελληνική σημαία  ραμένη στο μανίκι του μπουφάν του

-Άντε γαμήσου και εσύ, είπε ο Παντελής και του έριξε μια με το πιστόλι στο πόδι  τινάζοντας τον κάτω, σας βαρέθηκα όλους..., μονολογούσε  βγαίνοντας έξω

Κατηφόρισε τον δρόμο και πρόλαβε τους δυο φίλους

-Εντάξει είστε; τους ρώτησε

Ο Σήφης έκανε έναν  μορφασμό αδιαφορίας

-Ναι, πάμε να φύγουμε λίγο  γρήγορα  γιατί σούταρα με το γκάνι  το πόδι ενός φασίστα. Μην πλακώσουν οι μπάτσοι και χουμε άλλα

Εκείνη την ώρα  φρέναρε μπροστά τους ένα αμάξι της δεκαετίας του 80. Στο εσωτερικό του έπαιζε το tatoo lady

Κατέβηκε το τζάμι και  εμφανίστηκε το πρόσωπο της  σερβιτόρας με το χαμογελαστό πρόσωπο  απ το καφέ  της Αριστοτέλους

Κοίταξε τον Οδυσσέα

-Εσύ δεν είχες έρθει στο καφέ το πρωι; τον ρώτησε

-Ναι, ναι, που σε ρωτούσα για το...παλι παίζει , αυτό ακούς;

-Ένας σταθμός είναι  στο ράδιο. 

-Απίστευτο

-Μόλις σχόλασα και...

-Θέλω ένα ποτό

-Δύσκολη μέρα  είχες και συ;

-Απίστευτα. Συγνώμη που..μην  το πάρεις στραβά αλλά...

-Ξέρω ένα  ήσυχο μέρος ανατολικά. Πάμε

Ο Οδυσσέας κοίταξε το  τατουάζ στο  χέρι της καθώς κρατούσε το τιμόνι. Γύρισε και κοίταξε τους φίλους του

-Πάνε ρε, του φώναξε ο Παντελής

-Εσείς;  ρώτησε ο Οδυσσέας

-Γάμα μας εμάς ρε, απαντησε ο Σήφης, πάντε για ένα ποτό με την κοπέλα....καλησπέρα κιόλας  κοπελιά

Ο Οδυσσέας μπήκε στο αμάξι και φύγανε

-Ας καθόνταν λίγο , είπε ο Σήφης, να ακούγαμε την κομματάρα

-Απ το πρωί όπου πάμε αυτό ακούμε

-Την κοπέλα με το τατουάζ; ρώτησε ο Σήφης;

-Ποια κοπέλα; Την σερβιτόρα;

-Όχι έτσι λένε τον τίτλο του  τραγουδιού

-Και η κοπέλα έχει ένα τατουάζ στο χέρι

Άρχισαν  εκείνη την ώρα να ακούγονται σειρήνες  από το ασθενοφόρο και τα περιπολικά που πλησιάζαν  μετά τους πυροβολισμούς  στο κρασάδικο

-Ωχ ακούς; Την κανά μεγάλε, είπε ο Σήφης και αγκαλιαστήκαν απ τους ώμους με τον  Παντελή και εξκίνησαν να περπατάνε  ενώ δυνάμωνε η βροχή

Κατεβαίναν προς την παραλία και τραγουδούσαν

"τάτου λέηντη..." 


















































Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά