Είχε πάει 10 και μισή το βράδυ.
Αυτή την ώρα , τις καθημερινές οι δρόμοι αδειάζαν από τα αυτοκίνητα
Της άρεσε αυτή η ώρα. Μπορούσε να δουλέυει πιο άνετα.
Καβαλούσε το παπάκι της και πήγαινε τις παραγγελίες πιο γρήγορα χωρίς να είναι αναγκασμένη να τρέχει.
Μια τέτοια ώρα μέσα στο ψιλόβροχο οδηγούσε ακούγοντας στα ακουστικά την αγαπημένη της μουσική απ τα 80ς
Φτάνοντας με τις πίτσες στα χέρια στον όροφο που ήταν ο πελάτης, χτύπησε το κουδούνι του
Της ανοίξαν δυο έφηβοι που χαμογελούσαν σαν χαζοί
Από μέσα της ήρθε η μυρωδιά του μπάφου. Γνώριμη μμυρουδιά. Στην ηλικία τους τα ίδια έκανε με τις φίλες της ή με το τότε αγόρι της, που μετά έγινε σύζυγος της , μετά την κεράτωσε και μετά την χώρισε αφήνωντας της άφραγκη να συνεχίσει την ζωή της
Τα πιτσιρίκια της κοιτούσαν εντυπωσιασμένα. Ακόμη και στα 37 της κρατιόνταν καλά αν και δεν φρόντιζε να δείχνει κοκέτα.
-Η παραγγελία σας , τους είπε χαμογελώντας ευγενικά ως άρομζε στην δουλειά της
-Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε, είπε ο πρώτος πιτσρικάς που μάλλον ήταν και ο γιος του νοικοκύρη που έλλειπε
Έλαβε τις πίτσες και της είπε
-Σας βάλαμε τιπ στην εφαρμογή, σας το δώσανε
-Ναι το πήρα. Σας ευχαριστώ, απάντησε η Νάντια, καλό σας βράδυ
-Καλό βράδυ. Να προσέχετε στον δρόμο
-Και σεις με το..., είπε και έκανε μια χειρονομία με το χέρι της πως ρουφά τσιγαριλίκι, αν μου επιτρέπεται δεν θέλω να το πάιξω μαμά, αλλά αυτό το πράγμα είναι καλό όσο το κρατάς σε μια ρέγουλα και με μέτρο
-Ναι , ναι ξέρουμε, ευχαριστούμε. Θέλετε να κεράσουμε; απάνμτησε ο πιτσιρικάς που πη΄ρε τις πίτσες
Ο φίλος του από πίσω ψιθίριζε
-Μαλάκα δνε το πσιτεύω, η γυνάικα την πίνει, πόσο πιο τέλεια ακραίο
Η Νάντια χαμογέλασε
-Όχι , όχι, ευχαριστώ , να στε καλά παιδιά. Έπινα όταν ήμουνσ την ηλικία σας. Τώρα..., είπε και έκανε ένα νύμα με το χέρι της, το μέτρο που λέγαμε. Καλό σας βράδυ.
Μπήκε στο ασανσέρ.
Έβγαλε το κινητό της, όχι για να δει αντ ης τηλεφώνησε κανείς
Πλέον δεν είχε κάποιον για να περιμένει τηλεφώνημα του.,
Κοίταξε την ώρα
Μονολόγησε βαριεστημένα
-Άλλες δυο ώρες
Ανέβηκε στο μηχανάκι της και γυρνούσε πίσω στο μαγαζί οδηγώντας μόνη στον δρόμο
Με την άκρη του ματιού της έπιασε στο πεζοδρόμιο μια φιγούρα που έμοιαζε σαν μπόγος
Φρέναρε , έκανε αναστροφή-παράνομα- και γύρισε πίσω.
Αντίκρισε έναν τύπο μελαμψό γύρω στα 60 με έναν πιτσρικά να χουν καθίσει με την πλάτη στον τοίχο και να έχουν σκεπαστεί με μια κουβέρτα
Τους πλησίασε
Δεν μοιάζαν έλληνες
-Καλησπέρα, good evening, τους είπε και συνέχισε στα αγγλικα, are you okey? do you need mayby some help
Ο άντρας με όσο κουράγιο είχε της χαμογέλασε
-Μιλάω ελληνικά
Ο πιτσρικάς δίπλα του την κοιτούσε τρομαγμένος; αποσβωλωμένος; καταπονημένος ίσως απ την πολύ βραδινή υγρασία
-Έχετε φάει; τους ρώτησε
-Μια χαρά είμαστε κυρία, απάντησε ο άντρας, μην σας γινόμαστε βάρος
-Τι λες βρε άνθρωπε μου; Θα δω δυο ανθρώπους να κιμούνται στον δρόμο και δεν θα βοηθήσω;
-Η δουλειά σας; είπε κοιτώντας το κουτί πίσω στο μηχανάκι ο άντρας, θα αργήσετε; θα φωνάζει το αφεντικός;
-Περιμέντε εδώ, ;αν και δεν νομίζω να έχετε κάπου να πάτε, είπε και κίνησε προς το μηχανάκι, σε δυο ώρες θα είμαι πίσω
Σε δυο ώρες αφού σχόλασε πήρε τηνππίτσα που δικαιούνταν απ το μαγαζί και ξαναπλησίασε στο σημείο με τους δυο άστεγους
-Τους είπα να μου κάνουν χορτοφαγική γιατί...δεν ξέρω αν τρώτε λόγο θρησκείας αλλαντικά, είπε και τους την πρόσφερε
Ο πιτσρικάς γούρλωσε τα μάτια του.
Ο άντρας ήταν κάπω διστακτικός
-Κυρία, ευχαριστώ αλλά δεν μπορώ να την δεχτώ
-Και γω δεν μπορώ να την πάρω πίσω. Δεν πεινάω. Θα ναι αμαρτία να την πετάξουμε
-Τι να σας πω; Σας ευχαριστώ. Βοηθάτε κάποιους που ούτε ξέρετε το όνομα τους;
-Ίσως γιατί ξέρω την κατάσταση τους. Είμαι η Νάντια
-Χάρηκα, εγώ είμαι ο Αμπού και από εδώ ο εγγονός μου ο Αλί
-Χάρηκα, είπε η Νάντια και κοίταξε τον μικρό Αλί και του χαμογέλασε, φάε Αλί μου , μην ντρέπεσαι, συμπλη΄ρωσε δείχνοντας του το κουτί με την πίτσα
Ο μιρκός χαμογέλασε αμήχανα και ξεκίνησε να τσιμπάει αφού ο Αμπού του μετέφρασε στα συριακά όσα του είπε η Νάντια
Μετά κοίταξε την κοπέλα και της είπε
-Έχασα όλη μου την οικογένεια στον πόλεμο στην Συρία. Μόνο εγώ και ο Αλί μείναμε.
-Και τώρα τι σκέφτεστε;
-Προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να πάμε νόμιμα φυσικά στην Γερμανία. Εκεί έχει δουλειές
-Ε μην το λέτε, αλλά απότ ην Ελλάδα σίγουρα είναι καλύτερα.
Τι δουλειά ψάχνετε;
-Στην Συρία ήμουν καθηγητής σε σχολείο ιστορίας. Λόγο ιστορίας ΄έμαθα και ελληνικά πριν πολλά χρόνια , σε μια άλλη ζωή
Ο Αμπού έκανε μια πάυση και κοίταξε το βλέμμα του στο κενό.
Μετά συμπλήρωσε
-Η γυναίκα μου έλεγε τότε "που θα σου χρησιμεύσουν τα ελληνικα;" και να που σήμερα είμαι στην Ελλάδα
-Και δεν υπάρχει κάποια δομή , κάτι να βρείτε μια στέγη;
-Υπάρχουν αλλά...μας είπαν όχι για εσάς κάτι αστυνομικοί. Δεν ξέρουμε που να ψάξουμε
-Κωλόμπατσοι. Άστο λίγο Αμπού πάνω μου, είπε και πήγε παραπέρα. Έβγαλε το κινητό απ το μπουφάν της και πήρε ένα τηλεφωνό
-Έλα Νίκο, δεν πιστεύω να σε διέκοψα από τίποτα καλό τέτοια ώρα ε;
Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας μαλλιάς γύρω στα 25
-Έλα γριά, φυσικά και με διέκοψες γαμώ το σου. Δεν μπορούσε να περιμένει ως το πρωί;
-Με την υγρασία που έχει όχι
-Υγρασία Νάντια τι λες είναι 3 η ώρα τα χαράματα και ξυπνάω στις 7 για δουλειά
-Στο σπίτι είσαι;
-Ναι
-Εννόω στην κατάληψη;
-Όχι σπίτι μου
-Στην κατάληψη είναι κανείς;
-Τι τρέχει;
Η Νάντια του εξήγησε για τον Αμπου και τον Αλή και συμπλήρωσε
-Έχει τρελή υγρασία ,θα σκευρώσουν οι άνθρωποι αν δεν αφήσουν τα κόκαλα τους στον δρόμο
-Μας γάμησες...γαμώτο..έρχομαι από εκεί με το αμάξι. Θα τους πάρουμε στην κατάληψη και το πρωί θα πω της Μαίρης να δει που μπορούν αν φιλοξενήθούν
Σε μια ώρα ήταν εκεί ο Νίκος και ο Αμπού με τον Αλή ετοιμαζόνταν να μπουν στο αμάξι
Ο Αμπου κοντοστάθηκε και κοίταξε την Νάντια
-Πως μπορώ να στο ξεπληρώσω όλο αυτό; την ρώτησε
-Ποιο; ρώτησε απορημένη η Νάντια
Ο Αλή που δεν καταλάβαινε ελληνικά την πλησίασε και την αγκάλιασε
Η Νάντια βούρκωσε . Κοίταξε τον Αμπού και του είπε
-Μου το ξεπλήρωσε ο Αλή...καλό ξημέρωμα
Ο Νίκος πήρε τον παππού και τον εγγονό και χαθήκαν με το αμάξι μέσα στην νύχτα
Η Νάντια άναψε τσιγάρο και πλησιάσε το παπάκι της
Κάθισε πάνω του αλλά δεν έβαλε μπροστά
Πήρε μια δυο τζούρες και κοίταξε τον ουρανό
Ξεκινούσε να ρίχνει βροχή
Χαμογέλασε και έβαλε μπροστά
Ξεκίνησε μέσα στον άδειο δρόμο για το σπίτι της ακούγοντας απ τα ακουστικά την αγαπημένη της ξεπερασμένη μουσική
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου