Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πρόσφυγας 1941-Κεφάλαιο 1

 


1941 Θεσσαλονίκη. Προσφυγική Συνοικία Ρύσιο 

Ο 17χρόνος με το  δεμένο μαντήλι στο κεφάλι βούτηξε  κυριολεκτικά  μέσα  στο πλήθος  στο παζάρι ενώ ξοπίσω του τρέχανε οι δυο χωροφύλακες  ουρλιάζοντας

Προσπαθούσε να ανοίξει χώρο ανάμεσα σε αυτούς που χαζεύαν τα λιγοστά πράγματα στους πάγκους που ήταν απλωμένοι και στις δυο πλευρές του χωματένιου δρόμου που διέσχιζε  την συνοικία

-Πιάστε τον , ούρλιαζε ο ένας χωροφύλακας, μου άρπαξε το πιστόλι ο  αλήτης

-Κάντε στην άκρη..., φώναζε ο δεύτερος που είχε  ήδη τραβήξει το δικό του πιστόλι

Ένας τρίτος  χωροφύλακας τους άκουσε και ξεκίνησε να  σφυρίζει με την σφυρίχτρα καλώντας όποιον διαθέσιμο  άντρα της υπηρεσίας βρισκόταν εκεί να συνδράμει στο κυνηγητό

Ο μικρός Οδυσσέας έτρεχε μέσα στο παζάρι ώσπου  είδε ακριβώς μπροστά του στο τέλος του διαδρόμου άλλους δυο χωροφύλακες  να  κατευθύνονται προς το μέρος του

Με μια επιδέξια  κίνηση έπεσε κάτω  γλιστρώντας και στρίβοντας δεξιά περνώντας κάτω από έναν πάγκο με υλιστά. Αμέσως  βγήκε  στα δεξιά του  παζαριού όπου  ήταν  χωματόδρομος και  ξεχύθηκε στην αλάνα με κατεύθυνση προς την συνοικία  των Καυκάσιων προσφύγων

-Πάει προς τα κτηνοτροφικά, ούρλιαξε  ένας απ τους 5 πλέον χωροφύλακες

-Μην τον αφήσετε να  φτάσει εκεί, ανταπάντησε ο χωροφύλακας που του απέσπασε  το πιστόλι ο πιτσιρικάς

Ένας  χωροφύλακας που κρατούσε καραμπίνα τον κοίταξε απορημένος

 -Και σαν μπει  τι θα  γίνει;  τον ρώτησε

-Δεν θες να μάθεις

-Όσο φοράω το εθνόσημο και όσο κρατώ ετούτο εδώ, είπε ο απορημένος χωροφύλακας  δείχνοντας την καραμπίνα του, δεν έχω να φοβούμε  τίποτα

Ο 17χρόνος που είχε με το μαντήλι  καλυμμένο το πρόσωπο και  το κεφάλι του έτρεξε  προς την γειτονιά που διέμεναν οι  πρόσφυγες απ τον Καύκασο και ήταν γνωστή ως "Κτηνοτροφικά" εξαιτίας της ιδιότητας των κατοίκων της . Οι χωροφύλακες  τρέχανε  ξοπίσω του και  λίγο πριν  φτάσει στην γειτονιά δυο εξ αυτών ξεκίνησαν να τον πυροβολάνε

-Μην σταματάς Οδυσσέα, ψιθύρισε  στον εαυτό του , και συνέχισε να τρέχει 

Φτάνοντας  στην  γειτονιά αντίκρισε 5 άντρες να ξεπροβάλλουν μπροστά στους χωροφύλακες κρατώντας  και αυτοί καραμπίνες

Οι αστυνομικοί  σταματήσαν  και σταθήκαν απέναντι τους ενώ ο πιτσιρικάς  συνέχισε να  τρέχει τρυπώνοντας μέσα σε  ένα  αχυρώνα

Ο πιο θερμόαιμος απ τους χωροφύλακες  ρώτησε νευριασμένος  τους υπόλοιπους

-Γιατί σταματήσαμε;

-Δεν  βλέπεις; τον ρώτησε  κάποιος 

-Τι; Έχουμε 5 παράνομα οπλοφορούντες  πολίτες. Πάμε να τους συλλάβουμε

-Πέντε; φώναξε ο Τότκης , ο πιο γιγαντόσωμος απ τους Καυκάσιους; και γέλασε ειρωνικά, οπλοφορούντες κιόλας , επανέλαβε τα λόγια του  χωροφύλακα και  ξαναγέλασε, πιστεύεται  πως το πρόβλημα σας είναι πως οπλοφορούμε; ρώτησε και μετά κάνοντας νόημα και στους υπόλοιπους πετάξαν  τις καραμπίνες τους κάτω

Εκείνη την στιγμή οι  χωροφύλακες είδαν όλη την γειτονιά να  βγαίνει από παντού και να τους κυκλώνει

Άντρες , γυναίκες  γέροι και γριές με  τζουγκράνες και στυλάρια  στα χέρια έκαναν έναν κύκλο γύρω απ τους χωροφυλάκους

-Πάει το πιστόλι μου, το χάσαμε,μονολόγησε ο χωροφύλακας που ο Οδυσσέας του είχε αρπάξει το όπλο, αν δεν μας σκοτώσουν  οι Καυκάσιοι θα με γδάρει ο διοικητής

Ο Τότκης με τους 4 φίλους του τους πλησίασε

-Τι συμβαίνει ρε παλικάρια; Ακούσαμε  πυροβολισμούς στην γειτονιά μας. Έγινε  τίποτα;

-Τον αλητάκο με το πιστόλι στα χέρια που πέρασε από μπροστά σας δεν τον είδατε; αποκρίθηκε ο πιο έμπειρος απ τους χωροφύλακες

-Ποιον  αλητάκο;

-Ένας αλητάκος, μικρό παιδί άρπαξε απ τον συνάδελφο  το όπλο του. Ας μην παίζουμε παιχνίδια. Δεν θέλουμε τίποτα από εσάς ,  μόνο τον πιτσιρίκο θέλουμε

-Ωραία, απάντησε ο Τότκης, πιάστε τον . Δουλειά σας είναι. Στην γειτονιά μας τι  θέλετε;

-Μα εδώ μπήκε. Κάπου θα τρύπωσε

-Μπα. Αποκλείετε. Θα τον βλέπαμε  άμα  ήτανε

Ο χωροφύλακας  νευρίασε

-Μπορώ να φύγω και επιστρέψω με έναν  στρατό και να σας κάνω  φύλλο και φτερό. Το ξες. Και επειδή είστε  σταμπαρισμένοι και η γειτονιά  σας μας και όλη η συνοικία καλό είναι να ξες πως τα πράγματα τελευταία  έχουν άλλαξει . Πολύ

-Για τοι Γερμανάντς  λες; Όντως έχουν αλλάξει τα πράγματα...πολύ. Πως θα τους φαινόταν αν τους λέγατε πως ένας  μπόμπιρας σας έκλεψε το όπλο σας απ την θήκη του ; Σίγουρα θα ερχόταν να μας κάνουν φύλλο και φτερό αλλά πρώτα  θα  ξεσκίζαν  εσάς τους ίδιους  για την ανικανότητα σας, οπότε πριν φοβερίξεις  εμένα σκέψου πόσα έχεις να χάσεις εσύ

Και τώρα  δρόμο

Ο χωροφύλακας τον κοίταξε

-Δρόμο είπα. Σε αντίθεση με εσάς τους τεμπελχανάδες  εμείς έχουμε και δουλειές να κάνουμε

Οι χωροφύλακες  έκαναν μεταβολή και φύγανε αλλά πρώτα ο πιο έμπειρος εξ αυτών  του  φώναξε

-Εμείς δεν τελειώσαμε


Ο Βλαδίμηρος  πλησίασε τον Τότκη και του  ψιθύρισε

-Όντως κρατούσε πιστόλι  ο πιτσιρικάς

-Ναι το είδα. Είναι αλήθεια λοιπόν πως το βούτηξε απ  το καρακόλι

-Τι  είναι πάλι αυτό;

-Δεν ξέρω αλλά θα  τα χαλάσει όλα. Βρείτε  τον και  φέρε τον να τον πάμε στον Λεωνίδα. Σίγουρα θα  θέλει να ακούσει την ιστορία του


Μερικές στιγμές αργότερα πάνω στο αράνι μέσα στα στάχυα ξετρυπώναν οι καυκάσιοι τον Οδυσσέα

-Περιμέντε να σας εξηγήσω, απολογούνταν ο  Οδυσσέας

-Τι να εξηγήσεις ρε  αφορεσμένον; Φωτιά  μας έβαλες  δεν το  πήρες  χαμπάρι; του  φώναζε ο Βλαδίμηρος που ι κρατώντας τον απ τον γιακά  τον έσερνε  μέσα  στους δρόμους της περιοχής  μέχρι το προσφυγικό σπίτι του Λεωνίδα

Εκεί τον περίμενε  ένας  ηλικιωμένος ασπρομάλλης  που καθόταν στο τραπέζι με  καλοξυρισμένη   γενειάδα

Ο ηλικιωμένος  κοίταξε τον  Οδυσσέα και του χαμογέλασε

Του έκανε νόημα να καθίσει

Ο Οδυσσέας περιεργάστηκε το φτωχικό σπίτι το οποίο όμως ήταν γεμάτο βιβλία στα ρώσικα και στα  ελληνικά

-Θαυμάζω το θάρρος σου, του είπε ο Λεωνίδας, αυτό που άκουσα μου θύμισε  ιστορίες απ την πατρίδα  και έφερε στο μυαλό μου αρκετούς  φίλους απ όταν ήμουν νέος 

-Κύριε Λεωνίδα, μπορώ να σας  πω πως εγώ...

Ο Λεωνίδας  χαμογελώντας του έκανε νόημα με το χέρι να μην συνεχίσει

-Τι θα μου πεις; Τι θα ακούσω; Δικαιολογίες που έχω πει και εγώ στην ηλικία  σου;

-Μα δεν πρέπει να εξηγήσω;

-Εγώ πρέπει να εξηγήσω και  να σε εμπιστευτώ πως ότι πούμε  θα μείνει εδώ μέσα στους 4 αυτούς τοίχους

Άρπαξες ένα πιστόλι

Να το κάνεις τί;

-Οι κατακτητές πατήσαν το πόδι τους στην γη μας και μαζί τους  συμμαχήσαν και αυτοί που κυνηγήσαν τον πατέρα , τους θείους μου, τους ανθρώπους της γειτονιάς μας

-Και; Με ένα πιστόλι θα τους διώξεις;

-Θα μπορέσω να πάρω  τουλάχιστον εκδίκηση

-Συμφωνώ. Όμως και  η εκδίκηση έχει ημερομηνία λήξης...μέχρι να σε  φάνε. Και ξες γιατί θα σε φάνε σαν το σκυλί στο αμπέλι;  Γιατί θα δράσεις ανοργάνωτα...μόνος

-Ποιος είπε πως θα δράσω μόνος. Έχω  την ομάδα μου

-Αλήθεια; Και ποιοι είναι αυτοί στην ομάδα σου; Πόσοι είναι; Γιατί ξέρεις φτιάχνω και εγώ την δική μου ομάδα

-Σε σέβομαι  θείο Λεωνίδα  αλλά δεν γίνεται να σου αποκαλύψω. Έχουμε πάρει όρκο...

Ο Λεωνίδας χαμογέλασε

-Εντάξει, εντάξει δεν θα σε πιέσω. Άκου παιδί μου. Θέλω το πιστόλι που άρπαξες. Ο κατακτητής όπως είπες πολύ ορθά πάτησε το πόδι του στην καινούργια μας γη και οι άνθρωποι της εργατιάς , της αγροτιάς και του μόχθου δεν θα μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια

Ετοιμάζουμε κάτι πολύ μεγάλο που προσωπικά πιστεύω  θα μιλάει σε λίγο καιρό όλη η Ευρώπη για αυτό και εσύ και οι φίλοι σου θέλω να κάνετε λίγο ακόμη υπομονή και να  ενταχθείτε σε αυτό το μεγάλο κοινό μας εγχείρημα

-Εγω και οι φίλοι μου πήραμε τις αποφάσεις μας θείο. Όταν με το καλό γίνει το εγχείρημα σας  δεν θα αρνηθούμε να συνεργαστούμε  μαζί σας αλλά μέχρι τότε θα τραβήξουμε τον δρόμο που αποφασίσαμε

Ξέρω πως έχεις την δύναμη  να μας εμποδίσεις όμως ο πόνος μου για τους ανθρώπους που έχασα  είναι μεγάλος όσο και το μίσος μου για τον κόσμο αυτό που θέλει να με κρατήσει δέσμιο στην φτώχεια

Ο Λεωνίδας κούνησε το κεφάλι του

-Οι από πάνω κανονικά θα μου έλεγαν τώρα  να σου αστράψω δυο χαστούκια και να σε συνετίσω μα δεν θα το κάνω αυτό. Δεν θα μαι εγώ αυτός που θα σβήσει την φλόγα που καίει μέσα σας.

Θέλω όμως να  είστε προσεκτικοί και θέλω ότι κάνετε πρώτα να σκεφτείτε αν αυτό θα χει επιπτώσεις  στον κόσμο μας

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι του

-Και δεν θέλεις να σου παραδώσω το πιστόλι που ψάχνετε;

Ο Λεωνίδας έβγαλε  απ την τσέπη του ένα πιστόλι

-Τίποτα δεν ψάχνουμε. Αυτό δεν είναι; Οι άνθρωποι μου αμέσως καταλάβαν που το έκρυψες. 

Το ακούμπησε στο τραπέζι και το έσπρωξε προς το μέρος του

-Πάρτο. Είσαι ελεύθερος να κάνεις αυτό που νιώθεις όμως σκέψου τα λόγια μου  πριν πράξεις 

Ο Οδυσσέας σηκώθηκε και πήρε το πιστόλι. Το έχωσε στην ζώνη του  και  κοίταξε τον Λεωνίδα στα μάτια

-Όταν πιάσανε τον πατέρα μου  με τον Μεταξά  στα μπουντρούμια  της πόλης ήταν κάποιος Γιώργης  μπάτσος. Ο Γιώργης , ο Κρητικός

-Γνωστός. Είχε ανέβει το 12 με τους Βενιζελικούς  όταν απελευθερώθηκε η πόλη. Είχε  σχέσεις μετέπειτα με βενιζελογενείς   φασιστικές ομάδες όπως η  Τρία Έψιλον

-Βασάνισε  πολύ άσχημα τον πατέρα μου να καρφώσει τον πυρήνα  του.

-Το παλικάρι μας ο Ιβάν δεν μίλησε, το ξέρω

-Ουσιαστικά τον σκότωσε  εδώ στα μπουντρούμια  της  χωροφυλακής πολύ πριν τον στείλουνε εξορία

-Το ξέρω γιέ μου

-Αυτός ο Γιώργης ο Κρητικός έρχεται  σε 15 μέρες  γαμπρός στην Αρετσού. Του γυάλισαν τα μάτια της  κόρης  του μπακάλη του Νίκου

Ο Λεωνίδας κοίταξε τον Οδυσσέα

-Για αυτό άρπαξες το όπλο  σήμερα; Σκέφτεσαι να τον φάς στον γάμο; 

-Όχι μέσα στην εκκλησία. Στο γλέντι που θα στήσουν  μετά  στην αυλή του μπακάλικου

-Δεν μπορείς να  απλά να περπατήσεις ανάμεσα σε τόσο κόσμο και να  τον πυροβολήσεις, θα σε δουν και...

-Και μπορώ και δεν θα με δει κανείς...θείο πρέπει να το κάνω αυτό και θα το κάνω...και κανείς δεν θα  υποψιαστεί τίποτα γιατί ο Γιώργης ο Κρητικός είναι μπλεγμένος  σε πολλά και έχει ανοιγμένα πολλά τεφτέρια

Ο Λεωνίδας κούνησε το κεφάλι του και  ψιθύρισε

-Καλή τύχη τότε















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά