Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

crime-στις εσχατιές της γης

 


Βάδιζε μοννάχη  μέσα στο σκοτάδι στις αποβάθρες

Ακόμη  ένα βράδυ ένιωθε την ανάγκη να σπάσει  την μοναξιά της και να έρθει σε  επαφή με κάποιον άνθρωπο

Αυτός την πλησίασε. Την καλησπέρισε και αυτή του χάρισε ένα γλυκό  χαμόγελο

Της μιλούσε ευγενικά και  γλυκά

Δεν ήταν όπως οι άλλοι, ήταν διαφορετικός και εξέπνεε μια θετική αύρα

Της άρεσε αυτό

Δέχτηκε όταν της πρότεινε  να  της κάνει το τραπέζι  λίγο παραπέρα στο κέντρο της πόλης σε ένα  καλό εστιατόριο

Όταν καθίσανε  ξεκίνησε να  της μιλάει και αυτή να τον ακούει χαμογελώντας

Παράλληλα  έβλεπε με την ικανότητα που είχε  εδώ και καιρό πως στο σπίτι τον περίμενε μια στρίγγλα σύζυγος και δυο παιδιά

Ένα μικροαστικό σε καλή περιοχή διαμέρισμα , μια γυναίκα  που αδιαφορούσε πλέον για αυτόν , αλλά και αυτός δεν νοιαζόταν μετά από τόσα χρόνια για εκείνη

Ο έρωτας που χαν νιώσει στις αρχές του milenium καιτους ένωσε είχε πλέον ξεθυμάνει

Τα ενδιαφέροντα αυτής πλέον περιοριζόταν σε ότι της προσέφερε  η τηλεόραση και το tik  tok

Τα ενδιαφέροντα τα δικά του πως θα ανελισσόταν στην εταιρεία  που εργαζόταν στο λιμάνι, πως θα  αγόραζε νέο αμάξι και πως "θα πηδούσε αυτό το ξέμπαρκο πουτανάκι που βρέθηκε στον δρόμο του"

Τον κοιτούσε με την ματιά της ερωτευμένης στο βλέμμα της

Άκουγε και  βυθιζόταν στα  γλυκόλογα του

Αλλά  πιο βαθιά άκουγε  τις σκέψεις του

Παρά τα όσα έλεγε το στόμα του  η καρδιά και η  ψυχή του  την έβλεπαν ως ένα  ξεφτιλίσμενο  τρόπαιο που έπρεπε να κατακτήσει πριν το φτύσει και το παρατήσει το χάραμα

Ένας λόγος που δεν είχε βρει όπως οι  παλιές φίλες της   σύντροφο ακόμη ήταν  το υψηλό αίσθημα αξιοπρέπειας  που την διακατείχε

Έγειρε προς  την πλευρά του τραπεζιού που καθόταν αυτός και του  ψιθύρισε

"πάμε να με  γαμήσεις;"

Το πρόσωπο του φωτίστηκε

Την άρπαξε και επέστρεψαν στις αποβάθρες που εκείνη την ώρα ήταν έρημες

Πήγε να σκίσει το ρούχο της  βίαια αλλά δεν πρόλαβε

Το χέρι της σφιγμένο σε  γροθιά τον χτύπησε  με  δύναμη μια  φορά στην καρωτίδα.

Κοκάλωσε μερικές στιγμές πριν  τα πόδια του λυγίσουν και καταρρεύσει στο τσιμέντο

Το πρωί τον  βρήκε ένας  οδοκαθαριστής  και κάλεσε την αστυνομία

Ο  Επιθεωρητής  Γεωργίου  στεκόταν μαζί με τον Στέλιο το πουλέν του πάνω απ το πτώμα και  αναρωτιόταν

"ποιος και γιατί να σκοτώσει έναν φιλύσυχο μεγαλοστέλεχος  ναυτιλικακής  εταιρείας   σε αυτό τον χώρο χωρίς καν να τον ληστέψει; Ε Στέλιο;"

"ποιος ή ποια  κύριε  Επιθεωρητά;"

-Πιστεύεις το έκανε  γυναίκα;

-Τελευταία φορά τον είδα να  δειπνεί με μια γυναίκα  σε ένα εστιατόριο λίγο παραπάνω από εδώ

Ο Επιθεωρητής άρπαξε απ το μανίκι τον Στέλιο και  κατευθύνθηκαν προς το εστιατόριο. Πήραν  το υλικό απ τις κάμερες του μαγαζιού και μετά  τραβήξαν για  την "τράπεζα  αναλύσεων και δεδομένων οπτικοακουστικού υλικού" της πανίσχυρης πλέον  υπηρεσίας  τους

Εκεί  τους βρήκε το μεσημέρι  να κοιτάνε στην οθόνη ενός  υπολογιστή  το πρόσωπο της

Ο διευθυντής του τμήματος   όπου βρισκόταν τους πλησίασε από πίσω και  αναφώνησε

-Η γυναίκα αυτή δεν υπάρχει  πουθενά

-Τι εννοείς δεν υπάρχει;  τον ρώτησε ο Επιθεωρητής

-Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Στα δεδομένα μας  δεν υπάρχει καταχωρημένη

-Επιχειρήσατε να διασταυρώσεται με υπηρεσίες από  άλλες χωρές; ρώτησε ο Στέλιος

-Ναι και απλά είναι  σαν να μην έχει  υπάρξει

-Δεν γίνεται να μην είναι καταχωρημένη πουθενά, μονολόγησε ο Επιθεωρητής  Γεωργίου

-Ούτε η εικόνα της, ούτε  τα αποτυπώματα της , ούτε το dna  της  μας δώσανε τίποτα. Καλή  τύχη, τους είπε και έφυγε

Ο Στέλιος κοίταξε τον  Γεωργίου

-Κύριε επιθεωρητά είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό;

Ο  Επιθεωρητής  κούνησε το κεφάλι  του

-Θεωρητικά  ναι, αν  αυτή  η γυναίκα  ζει  από πάντα εκτός κόσμου , έξω απ την κοινωνία, τότε ναι  είναι δυνατόν να μην έχει καταχορηθεί πουθενά. Μπορεί όμως κάτι τέτοιο να συμβαίνει  στα 2040 όπου  τα πάντα για την επιβίωση εξαρτώνται απ την υποταγή του ατόμου στον σύγρονο  τρόπο ζωής;


Το σπίτι ψηλά  στο βουνό καλύπτονταν απ τα  ψηλά  δέντρα

Εκεί κατέλυσε ξανά κουρασμένη. Ξάπλωσε στο κρεββάτι της χωρίς να  ξεντυθεί και την πήρε αμέσως ο  ύπνος απογοητευμένη

Ακόμη μια νύχτα προσπάθησε να εντεχθεί στον κόσμο όμως ο κόσμος αυτός  την απώθησε και την κλώτσησε πάλι πίσω στις  εσχατιές της γης




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γυναίκα ντελίβερυ 1

Είχε πάει 10 και μισή το βράδυ. Αυτή την ώρα  , τις καθημερινές οι δρόμοι αδειάζαν  από τα αυτοκίνητα Της άρεσε αυτή η ώρα. Μπορούσε να δουλέυει πιο άνετα.  Καβαλούσε  το παπάκι της και  πήγαινε τις παραγγελίες  πιο γρήγορα  χωρίς να είναι αναγκασμένη να τρέχει. Μια τέτοια  ώρα  μέσα στο ψιλόβροχο  οδηγούσε  ακούγοντας  στα ακουστικά την αγαπημένη της  μουσική απ τα  80ς   Φτάνοντας με τις πίτσες στα χέρια   στον όροφο που ήταν ο πελάτης,  χτύπησε το κουδούνι του Της  ανοίξαν  δυο έφηβοι που χαμογελούσαν σαν χαζοί Από μέσα της ήρθε η μυρωδιά του μπάφου. Γνώριμη μμυρουδιά. Στην ηλικία τους  τα ίδια έκανε με τις φίλες της ή με το  τότε  αγόρι  της, που μετά έγινε σύζυγος της  , μετά  την κεράτωσε και μετά την χώρισε  αφήνωντας της  άφραγκη να συνεχίσει την ζωή της Τα πιτσιρίκια  της κοιτούσαν εντυπωσιασμένα. Ακόμη και στα  37 της ...

Μπίστας και Μπαρτάς-μικρό θεατρικό

  Το μπαρ  βιτρίνα για τον μαφιόζο Μπαρτά ήταν κλειστό   τις πρωινές ώρες και  για αυτό τον λόγο αποτελούσε το καλύτερο μέρος για να συναντηθεί  και να συζητήσει τις διαφορές του με τον  κύριο ανταγωνιστή του Μπίστα Στο κέντρο του μαγαζιού στήθκε ένα  τραπέζι και ο Μπαρτάς περίμενε στωικά την άφιξη του Μπίστα Ο Μπίστας μαζί με δυο ακόμη άντρες μπήκαν στο μαγαζί Ήταν ο Νικολάκης  ο μπράβος του και ο Στούκας ο σύμβουλος του Ο Σώστης και ο Λέλος ήταν το αντίστοιχο δίδυμο του Μπαρτά και σπεύσαν να παρουν θέση όρθιοι από πίσω του Ο Μπαρτάς του είπε -Καλώς τους , και έκανε με το χέρι του νόημα να καθίσει, κάτσε -Δεν σηκώνεσαι καν να με  υποδεχθείς; ρώτησε ο Μπίστας -Αν θες πρωτόκολλο τράβα στο προεδρικό μέγαρο Ο Μπίστας έκατσε χαμογελώντας Ο Μπαρτάς έκανε έναν  μορφασμό  σαν να τον ρωτούσε τι σήμαινε το χαμόγελο του Ο Μπίστας σήκωσε το γάντι και του απάντησε -Καλά λένε  πως  γερνάς, σε  πεθαίνει η μέση σου και δεν μπορ...

Τι έκανες;(σύντομο διήγημα)

 Στο  εγκαταλελειμμένο  υπόγειο  πάρκινγκ υπήρχε μια καρέκλα. Σε αυτήν καθόνταν ένα  δεμένος πισθάγκωνα άντρας.Ο Οδυσσέας και απέναντι του υπήρχε μια άλλη  καρέκλα στην οποία καθόνταν ο επιθεωρητής Νικολάου Οι δυο άντρες  κοιτάζαν ο ένας τον άλλον αμίλητοι πριν ο επιθεωρητής σπάσει την σιωπή -Χαμογελάς. Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας συνέχιζε να τον κοιτάζει και να χαμογελάει -Είσαι  ξυλοκοπημένος, χρειάζεσαι άμεσα  γιατρό, είσαι σ τα χέρια μας. Κανείς δεν γνωρίζει που βρίσκεσαι. Ίσως ναι να  μην είσαι ζωντανός σε λίγες ώρες ή λεπτά και συ  χαμογελάς; -Ναι. Για την ακρίβεια σε κοιτάζω και χαμογελάω -Γιατί; Πιστεύεις πως  εγώ βρίσκομαι σε δεινή  θέση και συ πως είσαι καλύτερα από εμένα; -Εσύ πιστεύεις κάτι διαφορετικό; Ο επιθεωρητής ξεφύσηξε -Να σου πω. Εγώ έχω μια σταθερή  δουλειά. Στην αστυνομία. Έχω μια πολύ καλή ανώτερη θέση. Στην αστυνομία. Πληρώνει καλά αυτή η  θέση. Σύντομα θα πάρω και προαγωγή και ίσως  στις επό...