Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μαύρη Κόλαση μέρος 1ο

 


Κεντρική Μακεδονία 1911

Τα στάχυα είχαν θεριέψει στον κάμπο  δίπλα στον βάλτο

Στο βάθος του κάμπο ήταν το χωριό

Ο Λευτέρης περπάτησε λίγο στα στενά πλακόστρωτα του χωριού

Βγήκε στην πλατεία και  κοντοστάθηκε  κρατώντας την καραμπίνα του

Απέναντι  του στεκόταν ο Μπόρις κραδαίνοντας στα χέρια του επίσης μια καραμπίνα

Πίσω απ τον Μπόρις  κρεμόταν με τα χέρια  δεμένα  σε ένα χοντρό κλαδί  δέντρου ο Γιώργης απ τα Τρίκαλα φανερά  ταλαιπωρημένος με τα σημάδια του βασανισμού στο πρόσωπο και το σώμα του


-Υποσχέθηκες να τον αφήσεις , φώναξε ο Λευτέρης

-Το υποσχέθηκα  όντως,  απάντηξε  φωναχτά ο Μπόρις και γέλασε δυνατά,όμως ένας αξιωματικός του ελληνικού στρατού είναι ένα πολύτιμο  λάφυρο. Αν τον θέλεις  πρέπει να με σκοτώσεις για να τον πάρεις

Οι δυο άντρες είχαν πιάσει τις δυο άκρες της παλτείας

Από την πάνω άκρη της πλατείας εμφανίστηκε ο  τούρκος  λοχαγός ο Ιμπραήμ κρατώντας δυο πιστόλια  στραμμένα το καθένα προς το μέρος τους

Ο Λευτέρης κοίταξε τον τούρκο και του  φώναξε στα τούρκικα

-Εσύ με ποιανού το μέρος είσαι;

-Με αυτό της Οθωμανικής  αυτοκρατορίας , του απάντησε ο Ιμπραήμ

Εδώ και  καιρό  έλληνες και βούλγαροι είχαν συνειδητοποιήσει πως η  αυτοκρατορία έπνεε  τα λοίσθια και τα κράτη τους  στέλνανε  ομάδες ανταρτών  να αναπτύξουν δράση  μαζί με  τους ντόπιους  κατοίκους  σε περιοχές της Μακεδονίας

Το ιδιότυπο αυτό αντάρτικο εξελισσόταν υπό το άγρυπνο  βλέμμα των τούρκων επικυρίαρχων της περιοχής

Στόχος και των Βουλγάρων και των Ελλήνων ήταν  απ την μια οι νίκες επί  του αντιπάλου  σε στρατιωτικό  επίπεδο και ο προσυλητισμός όσων περισσότερων εκκλησιαστικών ενορίων στο  πατριαρχείο των  χωρών τους

Πολλες φορές  δεν μπορούσες να  ξεχωρίσεις τον αντάρτικο απ τον θρησκευτικό αγώνα για προσυλητισμό

-Θα τελειώνουμε καμιά ώρα; Πείνασα, φώναξε ο Μπόρις και  ξαναγέλασε δυνατά

-Η Βασιλική που είναι; ρώτησε ο Λευτέρης

-Θα το πω για τελευταία φορά έλληνα. Αν θες τον λαοχαγό σου, την Μακεδονία και την Βασιλική, θα πρέπει να περάσεις από πάνω μου.

Ο Λευτέρης. Μετά ξαναέστρεψε το βλέμμα του  προς τον Ιμπραήμ

-Οι δυο μας έχουμε από μια σφαίρα  στις καραμπίνες μας. Εσύ κρατάς δυο γεμάτα πιστόλια. Τι θα κάνεις μόλις ένας απ τους δυο μας πέσει κάτω;

Ο Ιμπραήμ χαμογέλασε φευγαλέα

-Υπάρχει ένα πράγμα που εκτιμούν παντού  στον κόσμο. Το λένε τούρκική διπλωματία, μην περιμένεις να  σου την αναλύσω μέσα στα επόμενα  λεπτά. Και να μπορούσα δεν θα το έκανα

-Τούρκε; Την Μακεδονία την χάσατε , πάρτο χαμπάρι. Ή εγώ ή αυτός θα την πάρει. Το καλύτερο που χεις να κάνεις είναι να μην ανακατεύεσαι, φώναξε ο Μπόρις

-Ούτε σε σένα  έχω καμιά διάθεση να  εξηγήσω το μεγαλύτερο όπλο της αυτοκρατορίας

-Και εδώ τι ήρθες να κάνεις; ρώτησε ο Λευτέρης

Ο Ιμπραήμ ΄σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον Γιώργο που κρεμόταν απ το δέντρο,ο Γιώργος  φανερά καταπονημένος  τον κοίταξε και αυτός.

Μετά ο Ιμπραήμ  γύρισε μια προς την μεριά του  Λευτέρη και μια προς την μεριά του Βούλγαρου και  φώναξε

-Ο ήλιος έφτασε στην κρουφή του ουρανού τελειώνεται

Οι δυο άντρες  στράφηκαν ο ένας προς τον άλλον

Σηκώσαν τις καραμπίνες τους και σημάδεψαν

Σταθήκαν μερικά  δευτερόλεπτα και ύστερα ο Μπόρις πάτησε την σκανδάλη

Ο Λευτέρης επέλεξε να μην κάνει το ίδιο αλλά ένα  σάλτο προς τα αριστερά

Η σφαίρα του Μπόρις  θα έβρισκε τον στόχο της αν και ο Λευτέρης παρέμενε στην θέση του και στόχευε. Καθώς προσγειώθηκε στο έδαφος  σήκωσε το όπλο του με γρήγορες κινήσεις και  σημάδευσε τον Μπόρις που χε σαστίσει

Πάτησε την σκανδάλη και  η  σφαίρα διέσχισε  αστραπιαία  την απόσταση πριν καρφωθεί στο σώμα του  Βούλγαρου και τον τινάξει  στον αέρα πριν πέσει στο έδαφος 

Ο Λευτέρης τον παρατήρησε

Το σώμα του δεν κουνιόταν και απ το σώμα του  είχε αναβλύσει μια μικρή  λίμνη αίματος  στο πλακόστρωτο

Γύρισε και κοιτάχτηκαν με τον Ιμπραήμ

Ο Τούρκος χαμογέλασε ξανά  φευγαλέα. Μετά κοίταξε τον Γιώργο και  χωρίς να στραφεί προς τον Λευτέρη  μονολόγησε

-Σπεύσε να ελευθερώσεις τον σύντρφο σου και συνάδελφο μου

Ο Λευτέρης γύρισε και τον είδε να κάνει μεταβολή και να  χάνεται ανηφορίζοντας ένα απ τα καλντερίμια του χωριού

-Και  η Βασιλική; του φώναξε

Ο Τούρκος συνέχιζε να  βαδίζει ψχωρίς να του απαντήσει

-Που είναι η Βασιλική; Εσύ θα ξέρεις, του ξαναφώναξε

Σλαβόφωνοι χωρικοί που γνώριζαν τον Μπόρις από παιδί  άρχισαν να βγαίνουν και  κλαίγοντας να πλησιάζουν  το σώμα του

Ο  Λευτέρης  στράφηκε προς αυτόυς και με  τις λίγες λέξεις που χε μάθει όλο αυτόν τον καιρό απ το  σλάβικο ιδίωμα που μιλούσαν οι κάποιοι κάτοικοι της Μακεδονίας τους ρωτούσε

-Η Βασιλική; Που  την έχουν; Την είδατε. Πείτε μου.Το ξέρετε πως δεν θα της κάνω  κακό. Πείτε μου

Κανείς απ τους  χωρικούς και τις γυνίκες που περνούσαν από μπροστά του δεν του απάντησε παρά ένας 

-Το παλικάρι σου εκεί πάνω  βασανίστηκε σκληρά. όπως κάνανε οι δικοί σου πριν χρόνια στον αδικοχαμένο γιό μου. Τράβα  πάρτον και πάντον σε ένα  γιατρό μπας και σωθεί

Ο Λευτέρης έπαισε με τις χούφτες του  τις παλάμες και  κοίταξε τον γέροντα στα μάτια του. Μέσα τους είδε έναν ολόκλρο κόσμο, την κούραση και την λύπη 

-Θείο, του είπε, λυπάμαι  για  τον γιο σου. Αυτό που κάναν στον σύντροφο μου και στον γιο σου δεν είναι ο  δικός μου αγώνας

Ο γέροντας  κούνησε το κεφάλι του 

Μετά  γύρισε και τράβηξε προς  την μεριά που κείτονταν ο Μπόρις

Ο Λευτέρης  έφερε το άλογο του και   πλησίασε στον λοχαγό απ τα Τρίκαλα

Ξεκίνησε να τον λύνει και  τον ανέβασε πάνω στο άλογο του


Τραπεζούντα 1914

Το πλοίο  επιτέλουν προσσέγγιζε τις ακτές της πατρίδας του

Ο Λευτέρης  στεκόταν στην προκυμαία και αντίκριζε την πόλη του ξανά μετά από 3 χρόνια

Στο λιμάνι  μόλις πάτησε  το πόδι του στο έδαφος άκουσε μια γνώριμη  φωνή

-Αδερφέ μου; 

Ήταν μικρότερος αδερφός του, ο Δήμος

-Δήμο; φώναξε και δεν πίστευε πόσο είχε μεγαλώσει μέσα σε τρία χρόνια ο αδερφός του

Οι δυο τους αγκαλιαστήκανε

-Αδερφέ μου, πόσο χαίρομαι που γύρισες, φώναξε ο Δήμος

Δεν  έφυγαν αμέσως για το χωριό

Ο Δήμος τον πήγε σε ένα απ τα καινούργια  γαλλικά καφέ

Καθίσανε να απολαύσουν  σαν ευρωπαίοι τον καφέ τους

-Η Ελλάδα μας μεγαλώνει αδερφέ μου, του είπε όλο ενθουσιασμό, και εσύ έπαιξες  ενεργό  ρόλο  σε όλο αυτό. Όλοι στο χωριό είμαστε περήφανοι για σένα

Ο Λευτέρης δεν μίλησε

-Κοντοζυγώνει η ώρα να  φτάσει και η λευτεριά και στα δικά μας μέρη

-Η λευτεριά  σημαίνει πόλεμος

-Έτοιμος είμαι αδερφέ μου. Για την Ελλάδα ακόμη και την ζωή μου δίνω όταν φτάσει εκείνη η ώρα

-Καλύτερα να μην φτάσει πο΄τε. Μ ακούς;

-Δεν σ αναγνωρίζω. Εσύ το λες αυτό;

-Ναι εγώ. Αυτά που είδα τρία χρόνια  δεν θέλω να τα ξαναδώ

Άσχημο πράγμα ο πόλεμος. Σε αλλάζει για πάντα. Σκοτώνει κάθε φορά και κάτι μέσα σου και ελπίζεις  μέχρι να τελειώσει να χεις καταφέρει  να σώσεις , να χεις καταφέρει να κρατήσεις κάτι ζωντανό απ την ψυχή σου

Ο Δήμος σάστισε και έμεινε με το στόμα ανοικτό. Δεν περίμενε  αυτή την αντίδραση από έναν  ήρωα, έναν μακεδονομάχο, τον αδελφό του

-Ακόμη ο παπά-Ιωσήφ σας κάνει κήρυγμα  για την  λευτεριά που κοντοζυγώνει;  Για την ένωση με την μαμά πατρίδα;   

Ο  Δήμος  κούνησε το κεφάλι

-Αυτά του  τα λόγια  θυμάμαι σε κάνανε να βγάζεις φλόγες απ τα μάτια  όταν τον άκουγες

Ο Λευτέρης άναψε τσιγάρο και πήρε μια  βαθξιά  τζούρα

-Τα λόγια αδερφέ μου είναι διαφορετικά απ τις πράξεις

Η  μέρα με την νύχτα. Η μέρα...με την νύχτα

-Τι σου συνέβη στην Μακεδονία; 

-Άλλαξα αδερφέ μου. Άλλαξα

Δεν μου λες; Ακόμη με  το κάρο πηγαινοέρχεστε  στο χωριό;

-Ναι, δεν μας βάλανε τρένο που λέγανε

-Θα χουμε πολύ ώρα να  τα  πούμε  στον δρόμο. όλα



Θεσσαλία 1911

Το στρατόπεδο  βρισκόταν στην μέση του πουθενά και λειτουργούσε ως κέντρο εκπαίδευσης των εθελοντών που έσπευδαν από διάφορα  μέρη του κόσμου

Ο Δήμος  κρατούσε τα γκέμια πάνω στον καρό καθώς   οδεύαν προς το χωριό

Ο Λευτέρης ξεκίνησε να τγο διηγήτε

"Εκεί  στην μέση του πουθενά σε έναν  τόπο που τον έλεγαν  Θεσσαλία και συνόρευε με την Μακεδονία ερχόταν άντρες απ όλο τον κόσμο. Καύκασος , Αμερική , Γαλλία, παιδιά αμούστακα από όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας. Όλοι ενθουσιασμένοι να  δώσουν το αίμα τους για  λευτεριά  της Μακεδονίας όπως και γω άλλωστε

Μας παρέλαβε ένας λοχαγός απ τα Τρίκαλα, ο Γιώργος. Γίναμε   φίλοι αργότερα. Μας έδωσε από μια  καραμπίνα και  μας έβαλε να  ρίξουμε να δει τι ξέρουμε από σημάδι και από όπλα

Ε, φαντάζεσαι εμένα μαζί με άλλα 5-6 άτομα μας ξεχώρισε

Μπορεί να μην  είχα πάει στρατό αλλά με τον πατέρα  έμαθα καλό σημάδι   βγαίνοντας για κυνήγι

Την επόμενη μέρα μας φώναξε  στην σκηνή του  εμάς τους 5-6. Μας έδωσε  τα απαραίτητα και μας είπε "πάμε"

Βγήκαμε και περπατούσαμε 2 ώρες μέχρι που φτάσαμε στους πρόποδες ενός βουνού.

Το ανεβήκαμε , το κατεβήκαμε απ την άλλη μεριά. Ως το απόγευμα  περπατούσαμε  μέσα από μονοπάτια, σκαρφαλώναμε  λόφους, κατεβαίναμε πλαγιές περνούσαμε πλαγιές

Όταν σουρούπωσε δεν αντέχαμε να πα΄ρουμε τα πόδια μας. Ακόμη και γω  είχα  ξεθεωθεί

Ο Γιώργος  φώναζε

"πάμε, άλλα 15 χιλιόμετρα έχουμε"

Ο Βασίλης , ένα παιδί από Αθήνα, δάσκαλος  βγήκε μπροστά και  του πε

"εμείς  ήρθαμε να πολεμήσουμε  για την λευτεριά, αυτό εδώ τι νόημα έχει. αν καταστρέψουμε την υγεία μας  στην εκπαίδευση πως θα  ριχτούμε στην μάχη;"

Ο Γιώργος  γύρισε και μας κοίταξε όλους πριν μας ρωτήσει

"αρνείστε να  υπακούσετε διαταγές αξιωματικού του ελληνικού στρατού;"

Ο Βασίλης όμως είχε  δίκιο. Δενάντεξα και βγήκα μπροστά να τον  υπερασπιστώ  με ότι συνέπεις μπορούσε να έχει αυτό

Τοι ξες εξάλλου, τι μας έμαθε ο πατέρας από παιδιά ε;

Ο Δήμος απάντησε

"το δίκιο είναι δίκιο και το σωστό , σωστό, αυτό μας έλεγε πάντα"

"Ακριβώς" , απάντησε ο Λευτέρης

Βγαίνω μπροστά και λέω στον  Λοχαγό πως από κάθε άποψη ο Δασκαλάκος  έχει δίκιο

Συμφώνησαν και οι  υπόλοιποι

Ο Λοχαγός εκεί που μας κοιτούσε με σκληρό αυστηρό  βλέμμα  γέλασε

"Αυτό ήθελα  να ακούσω" μας είπε "στήστε  τις σκηνές και μαγειρέψτε να  φάμε έχω να σας πω. βάλτε και ποτό, να ξέρετε σήμερα θα πιούμε πολύ  γιατί ένας θεός ξέρει πότε θα ξαναβάλουμε κρασί στο στόμα μας"

Σε λίγο  είχαμε στήσει το τσιμπούσι 

Είχε  βραδιάσει

Την θυμάμαι εκείνη την νύχτα, είχε ολόγιωμο  φεγγάρι και ο λοχαγός μας μιλούσε για ώρα

"ο  στρατός ακολουθεί συγκεκριμένουν  κανόνες  και  τακτικές.  εσείς δεν προορίζεστε για αυτό. Μου αναθέσαν οι ανώτεροι μου την  αποστολή να βρω ικανούς ανθρώπους και να  φτιάξω μια ομάδα όπου θα περάσει τα σύνορα με την Μακεδονία  και θα  δράσει σε μια ευρεία περιοχή προετοιμάζοντας τον λαό  και το έδαφος για  την  εκστρατεία της Ελλάδος στην περιοχή

Ο κύριος εχθρός μας  απ όσο  ίσως ξέρετε δεν είναι  οι Τούρκοι. Αυτοί το χουν χαμπάρι πως θα  την χάσουν την περιοχή. Ο κύριος εχθρός μας είναι οι Βούλγαροι όπου εδώ και καιρό έχουν  αντίστοιχες  ομάδες με την δική μας και προσυλητίζουν με το καλό ή με την βία  έλληνες  στην Εξαρχία"

κάποιος  ρώτησε "τι είναι  η Εξαρχία;" και γω δεν γνώριζα

"Η Εξαρχία" μας εξηγούσε ο  Γιώργος " είναι  η αποσχιστική απ το πατριαρχείο  εκκλησία  που φτιάξαν οι Βούλγαροι για να   τραβήξουν  τον πληθυσμό της Μακεδονίας  με το μέρος τους  ώστε όταν έρθει η ώρα  να  πάρουν  την περιοχή  χωρίς κόπο.

Δουλειά μας περνώντας τα σύνορα θα είναι να  εξολοθρεύσουμε με κάθε τρόπο  τις  αντάρτικες ομάδες των  βουλγάρων, τους λεγόμενους κομιτατζήδες  και να βοηθήσουμε τους πιστόυς στην Ελάδα παπάδες της Μακεδονίας στο έργο τους

Στην Μακεδονία  υπάρχουν   ήδη αντίστοιχες ομάδες  ντόπιων  που είναι πιστές  στην Ελλάδα  αλλά και  άλλες ομάδες  υπό την ηγεσία ελλήνων  αξιωματικών που  δρουν  αντάρτικα όπως θα δράσει και η δική μας ομάδα

Προσέξτε. Περνώντας τα σύνορα θα  λογάμε σαν  κλέφτες και όχι σαν μέλη του ελληνικού  στρατού. Δεν θα υπάρχει καμιά σύνδεση με το ελληνικό κράτος . Αν μας πιάσουν δεν θα  μεσολαβήσει κανένα κράτος για την απελευθέρωση μας. Είμαστε μόνοι μας και χωρίς καμιά ιδιότητα. Για το  επίσημο Οθωμανικό κράτος  που  έχει την εξουσία ακόμη στην περιοχή θα μετράμε ως ληστές"

"Και οι κομιτατζήδες μετράνε   για τους Οθωμανούς ως ληστές ή μόνο εμείς;"

"Όλοι αν και να σας πω την αλήθεια. Οι τούρκοι μας κλείνουν λίγο το μάτι στην περιοχή  γιατί  για τους δικούς τους λόγους δεν  θέλουν η Μακεδονία να πέσει σε βουλγάρικα χέρια. Μην το δέσετε όμως κόμπο , αρκετοί  τούρκοι αξιωματικοί και άτακτοι  χτυπάνε   το ίδιο και εμάς και τους  βουλγάρους. Το απόλυτο χάος δηλαδή. Σε αυτό το χάος  εμείς καλούμαστε να  υπηρετήσουμε τους σκοπούς της πατρίδας. 

Σε αυτό το χάος έχω υπηρετήσει άλλες δυο φορές και η εμπειρία μου   μου λέει πως πρέπει να λειτουργήσουμε  σαν ομάδα. Ο βαθμός  εκεί  δεν θα έχει πολύ σημασία. Ας πούμε πως θα μαι κάτι σαν πρώτος μεταξύ ίσων.

Θέλω όπως νωρίτερα  για οτιδήποτε  έχετε ενστάσεις ή απορίες να τις εκφράζετε "

"Απίστευτό", είπε ο Τότκης απ τον Καύκασο  που είχε υπηρετήσει  στους Κοζάκους του Τσάρου "ποτέ δεν θα περίμενα να  λειτουργεί με τόση δημοκρατία ο ελληνικός στρατός"

Ο Γιώργος τον διέκοψε

"Αδελφέ μου δεν κατάλαβες καλά. Κανέναν  στρατό σε όλο τον κόσμο δεν θα βρεις να λειτουργεί με  αυτή την δημοκρατία. Αυτό είναι μια δική μας συμφωνία. Μένει ανάμεσα σε μας τους 7. Μπροστά σε άλλους θα  παριστάνω  τον αξιωματικό σας και θα σας φέρομαι με  αυστηρότητα αλλά πίσω απ τις γραμμές του εχθρού θα ισχύσει αυτό  που σας λέω

Η εμπειρία  απ τις προηγούμενες φορές  που πέρασα τα σύνορα  με κάνει να πιστεύω πως μόνο αν λειτουργήσυμε σαν ομάδα και σαν ίσοι  μεταξύ μας έχουμε  πιθανότητες να  πάμε 7 και να γυρίσουμε 7 και  αυτή την φορά  δεν θέλω να φήσω πίσω κανέναν"

Ο Τότκης ξαναπήρε τον λόγο  Δήμο και τον ρώτησε

"Τις προηγούμενες φορές πόσοι  γυρίσαν πίσω;"

"Μόνο εγώ" , απάντησε ο Γιώργος και όλοι παγώσαμε ακούγοντας τον να λέει τέτοιο πράγμα  και μετά συμπλήρωσε "μας στέλνουν  στην Μαύρη Κόλαση. Εγώ πιστεύω πως μπορούμε να επιστρέψουμε πίσω όσοι πάμε. Φτάνει να το πιστέψετε και εσείς"

Ο Δήμος  κοίταξε τον  Λευτέρη που τα  διηγούνταν

Ο Λευτέρης σταμάτησε την  αφήγηση και τον κοίταξε και αυτός

-Στην ουσία  μπήκαμε στην Μακεδονία να προετοιμάσουμε το έδαφος για τον πρώτο βαλκανικό  πόλεμο. Ένας πόλεμος  που διεξήγαγε μια συμμαχία  που πατούσε πάνω σε πολύ λεπτές ισσοροπίες. Με πρωτοβουλία  Σέβων και Βούλγαρων δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός  αυτών των δυό  μαζί με το Μαυροβούνιο και  την Ελλάδα όπου θα χτυπούσαν  συγχρόνως από  την πλευρά της η κάθε μία χώρα την Τουρκία

Όμως  η συμμαχία  ήταν πολύ εύθραστη γιατί μόλις αποχωρούσαν  οι Τούρκοι πολλά απ τα  εδάφη που θα εγκατέλειπαν  ήταν διαφιλονικούμενα μεταξύ των συμμάχων.

-Μπέρδεμα μεγάλο ε;

-Έτσι είναι ο κόσμος τους και τα  κράτη τους. Έπρεπε να  το μάθω με τον δύσκολο τρόπο αυτό αδελφέ μου. Έθνη, σύνορα,  θρησκείες μπλέκονται το ένα με το άλλο και  δύσκολα μπορεί κάποιος να διαλέξει στρατόπεδο. Μόνο  το συμφέρον και το χρήμα καθαρίζουν  και καθορίζουν την στάση του καθενός

- Μου λες πως...μου λες μπορεί κάποιςο να πουλήσει την πατρίδα και το έθνος του για  το χρήμα;

Ο Λευτέρης κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε

-Το ξέρεις πως με την πλευρά μας πολεμούσαν σλαβόφωνοι και  με τους  κομιτατζήδες  δικοί μας;


Ο Μπόρις  μαζί με  την ομάδα του μπήκανε στο χωριό του κάμπου των Γιαννιτσών έφφιποι

Σταμάτησαν έξω  από μια ετοιμόροπη καλύβα

Κατέβηκε  μαζί με δυο  δικούς τους και εισήλθαν εντός της

Ο Γιάννης περίμενε μέσα κρατώντας στα χέρια του μια κανάτα  από όπου έπινε κρασί

Ο Μπόρις κοίταξε το μέρος

-Εδώ ζεις;

-Εδώ

-Δεν το λες και ζωή όλο αυτό

-Αυτήν έχω

-Και  θρησκεία; Έχεις;

-Πίστη στο πατριαρχείο

-Πατρίδα;

-Την Ελλάδα Μπόρις. Το ξέρεις

Ο Μπόρις κούνησε το κεφάλι του. Μετά έφερε το χέρι του μέσα  στο ξεκούμπωτο πουκάμισο και τράβηξε ένα πουγγί με  λίρες που χε στερεωμένο στο παντελόνι του. Το τίναξε μια φορά στον αέρα και το έπιασε

-Κάποια πουλάκια  Γιάννη μου είπαν πως κάποτε ήσουν άριστος στο σημάδι. Κυνηγούσες  πουλιά σε αυτά εδώ τα μέρη

-Δεν σου τα πάνε καλά. Έφτανε μέχρι  την Βέροια πάνω στα βουνά

-Μέχρι την Βέροια.Και όλα αυτά οσότου πούλησες το ντουφέκι σου   για να παίξεις χαρτιά

-Και  για λίγο κρασί

Ο Μπόρις τίναξε ξανά παιχνιδιάρικα το πουγγί με τις λίρες στον αέρα και το έπιασε

-Περάσαν και τα χρόνια. Το χέρι σου απ το πιοτό  δεν θα ναι όπως ήταν σταθερό. ΄Παλιά μεγαλεία, είπε και γύρισε  στους δυο δικούς του, πάμε παιδιά  χάνουμε την ώρα μας

Ο Γιάννης  τινάχθηκε απ το ράντσο του και με αστραπιαίες κινήσεις  άρπαξε  αρχικά το  μαχαίρι του  Μπόρις απ την ζώνη του παντελονιού του  και το τίναξε πάνω  στον έναν  σύντροφο του  κόβοντας του  ξυστά μια τούφα απ τα μαλλιά πριναυτό καρφωθεί στον τοίχο

Παράλληλα  τραβούσε το πιστόλι του κομιτατζή και σημάδεψε και πυροβόλησε το γούνινο  καπέλο του δεύτερου συντρόφου του πετυχαίνοντας  χωρίς να  λαβώσει το κρανίο του

-Σκούριασα  λίγο είναι η  αλήθεια, ξεστόμισε κοιτώντας τους και τείνοντας το όπλο στο χέρι του Μπόρις

Οι τρεις τους σαστίσανε. Μετά από μερικές στιγμές κερδίζοτας ξανά τον αυτο- έλεγχο του ο Μπόρις ξεστόμισε

-Παναθεμά σε  σατανά

Άπλωσε το χέρι και πήρε το πιστόλι και τον σημάδευσε

-Πυροβόλησες  άντρες μου;  Πας καλά; του φώναξε

-Πυροβόλησα. Δεν τους έφαγα όμως. Μπορώ να το επαναλάβω όσες φορές  θέλεις για να δεις  πως  δεν ήταν απλή τύχη

Ο σύντορφος του Μπόρις που έχασε απ το μαχαίρι μια τούφα απ τα μαλλιά του  έβγαλε το πιστόλι του και φώναξε

-Άσε με τον  φάω εδώ και τώρα καπετάνιο

Ο Μπόρις έκανε νόημα να σταματήσει

-Όχι ρε. Τέτοιο αγρίμι το θέλουμε μαζί μας , όχι εχθρί μας.

Μετά γύρισε  σημαδεύοντας τον Γιάννη και τον ρώτησε

-Το ερώτημα φίλε μου είναι εσύ  πως μας προτιμάς; Φίλους ή εχθρούς;

Ο Γιάννης κοίταξε το  πουγγί  που κρατούσε στο ένα χέρι  ο Μπόρις

-Ποιος πληρώνει; ρώτησε τον Βούλγαρο

-Η Σόφια

-Και από κρασί;

-Αυτό στο ασκέρι μας ρέει τζάμπα

-Και το πουγγί;

-Μπορώ να το  τινάξω στον αέρα και να πέσει στην χούφτα σου

-Και κάθε πότε θα πέφτει  ένα  τέτοιο στα χέρια μου

-Κάθε τρεις μήνες για την ώρα. όμως σε λίγο που θα  παρουν φωτιά στα βαλκάνια θα μπορείς να βγάλεις μια περιουσία

Αρκεί να δηλώσεις Βούλγαρος και να πίστη στην Εξαρχία

-Θα με  φτύσουν οι δικοί μου

-Γιάννη  οι δικοί σου σε έχουν φτυσμένο εδώ και χρόνια. Μεθύστακα σε ανεβάζουν  χαρτόμουτρο σε κατεβάζουν

Ο Γιάννης κούνησε το κεφάλι του  κοίταξε μια το έδαφος και μετά  σήκωσετο  κεφάλι του και είδε τον Μπόρις στα μάτια

-Πότε ξεκινάω; 

-Και τώρα αν θέλεις. Έχω μια δουλιά που πρέπει να  τελειώσει σήμερα στην Αριδαία

-Δεν έχω άλογο και σέλα

Ο Μπόρις γέλασε

-Η Σόφια  φίλε μου  όλα τα  χει προβλέψει. Έξω είναι και σε περιμένουν  με το τουφέκι και τις σφαίρες σου

Να βιαστούμε; Ως το βράδυ πρέπει να   βγάλουμε απ την μέση κάτι απομεινάρια του Ίλλιντεν  


Ο Δήμος κοίταξε τον Λευτέρη

-Απομεινάρια του ποιού;

-Του προφήτη Ηλία. Ίλλιντεν είναι ο προφήτης Ηλίας στα βουλγάρικα ή κάπως έτσι τέλος πάντων.

Στο Ίλλιντεν πριν χρόνια Βούλγαροι αναρχικοί πείσανε  τους  χωρικούς της περιοχής να μπούνε  σε  εξέγερση κα΄τα όχι των τούρκων επειδή ήταν τούρκοι αλλά  κατά των  τούρκων που ήταν καταπιεστές

Οι εθνικιστικοί  κύκλοι στην Σόφια ποτέ δεν τους είδαν με καλό μάτι 

-Γιατί; Ομοεθνείς δεν ήταν;

-Και γω  εκεί στην Μακεδονία  τα έμαθα αυτά. Ήταν ομοεθνείς  όμως αυτοί πιστεύαν σε μια  εξέγερση όλων των εθνών και των φτωχών τούρκων  κατά  των πλουσίων

-Ποιων πλουσίων; Κια των βουλγάρων πλουσίων;

Ο Λευτέρης γέλασε

-Σου ακούγεται παλαβό ε; Κι όμως  ναι. Δεν θέλαν  τους πλούσιους όχι  τους  αλλόδοξους. Η εξέγερση τους έγινε  αλλά  πνίγηκε στο αίμα.

Δες τώρα. Η Σόφια  ενώ  δεν συμφωνούσε με το πνεύμα της  την πήρε και την παρουσίασε ως εθνικιστική  για να  καρπωθεί  διπλωματικά  οφέλη  απ τη θυσία του φτωχού κόσμου

-Και αυτός ο κομιτατζής που  λες , όταν  έλεγε  "απομεινάρια του Ίλλιντεν;"

-Μπορεί οι  αναριχκοί να έχασαν στο Ίλλιντεν όμως δεν εξαφανίστηκαν

Παραμονές του  βλακνικού πολέμου γυρνούσαν στην περιοχή και  κάνανε την δική τους κατήχηση στους φτγωχούς χωρικούς

Κάτι τέτοιο ερχόταν σε αντίθεση και έκανε  ζημιά στον βουλγάρικο εθνικισμό και αν  οι διδαχές τους περνούσαν και στους δικούς  μας θα  έκανε  ζημιά και στον ελληνικό εθνικισμό

Τότε εκείνο το βράδυ συνάντησα τον Μπόρις και τον τρομερό  τον Γιάννη τον μεθύστακα- έτσι τον ξέραν όλοι- στην Αριδαία

Είχαμε  μεαβεί εκεί  με την ομάδα μας  και παριστάναμε τους έλληνες της διασποράς. Υποδυόμασταν εμπόρους   από την Βιέννη που ψάχναμε δήθεν να κλεισουμε  συμφωνία  για κεράσια και άλλα αγαθά που βγάζει ο τόπος τους αλλά στη νουσία  θέλαμε να δούμε τι δύναμη και επιρρόή είχαν οι κομιτατζήδες στην περιοχή


Στο καπηλειό  καθόντουσαν ο Λευτέρης με τον Τότκη και τον δάσκαλο τον Βασίλη

Πίνανε κρασί και  παρακολουθούσαν μια κοπέλα χανουμάκι να χορεύει  υπό τους ήχους μιας  ορχήστρας - ο θέος να την έκανε ορχήστρα

-Υπάρχει μια παρέα  στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Μην κοιτ΄λατε. Δεν μου φαίνονται πολυ σόι, είπε ο Τότκης

-Κομιτατζήδες; ρώτησε ο  Λευτέρης

-Βούλγαροι ναι αλλά δεν μοιάζουν  μέσα στα ξεφτισμένα τους σακάκια με κομιτατζήδες. Αυτοί συνήθως φοράνε προβιές   για  πανοφώρια, απάντησε ο Τότκης

Ο Βασιλης ο δάσκαλος κοίταξε με τρόπο

-Περισσότερο με φτωχούς  φοιτητές μοιάζουν,τους είπε

-Και που βρήκανε το πανεπίστημιο στην Αρδαία;

-Δεν ξέρω , μπορεί να ναι από αυτά τα μέρη

-Εμένα με νοιάζει να μην αποκαλυφθούμε εμείς, είπε ο Βασίλης, όταν έρθουν οι τσιφλικάδες αφήστε να μιλήσω εγώ


Έξω απ το καπηλειό  στα  στενά  σοκάκια  της κωμόπολης και  μέσα στις φυλωσσιές ήταν κρυμμένος ο Γιώργος με τους   υπόλοιπους του καπετανάτου του έτοιμοι να επέμβουν αν κάτι πήγαινε  στραβά για τους συντρόφους τους στο μαγαζί

Καθώς  καθόταν σε ένα  σκοτεινό σοκάκι οι αισθήσεις του βαρέσαν κόκκινο βλέποντας τον  Μπόρις με την δική του ομάδα να φτάνουν  και να σταματάνε έξω απ το καπηλειό

-Να πάρει  ψιθίρισε

-Τι συμβαίνει καπετάνιο; ρώτησε χαμηλόφωνα ο Νίκος, ένας  πιτσρικάς εθελοντής απ την Κρήτη

-Δεν έχω καλό πριαίσθημα με δαύτους  Νικολιό, να στε έτοιμοι  για  πανηγύρι


Ο Μπόρις μαζί με  την ομάδα του μπήκαν μέσα στο καπηλειό

Σάρωσε με το  βλέμμα του το μαγαζί

Παντού καθόταν ανάκατα έλληνες  τούρκοι και  βούλγαροι

Δεν έδωσε σημασία  παρά μόνο κολλησε το βλέμμα του  στο τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού

-Κομιτατζήδες, ψιθίρισε ο Τότκης και έφερε το χέρι του στο σακάκι του να πιάσει το όπλο του

-Όχι ακόμη Τότκη, είπε  ατάραχος ο  Λευτέρης και μετά κοίταξε τον Βασίλη που  είχε τρομάξει, έχεις ξαναβρεθεί σε  τέτοια κατάσταση;

-Ποτέ, του απάντησε

-Ψυχραιμία  θέλει

-Πάρε μερικές βαθιές ανάσες, συμπλήρωσε ο Τότκης


Ο Μπόρις  με τους συντρόφους του περπάτησαν ως το τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού και στάθηκαν πάνω απ τα 3 παιδιά που καθόταν εκεί

-Πάμε ΄έξω, τους είπε

-Και ποιος είσαι εσύ που μας διατάζεις; του απάντησε με αυθάδεια το ένα παιδί

-Έχετε  μεγάλη γλώσσα έμαθα, αάντησε ο Μπόρις, και  ήρθα να σας την κόψω

Οι τρεις βούλγαροι φοιτητές χαμογέλασαν και μετά  αστραπιαία  τινα΄χτηκαν όρθιοι  τραβώντας  τα  μαχαίρια τους μέσα απ τα σακάκια τους

Ο πρώτος κατάφερε και  το έμπηξε  στον έναν σύντροφο του Μπόρις , οι άλλοι δυο όμως δεν κατάφεραν  να κάνουν κάτι αφού με περισσότερη ταχύτητα ο Γιάννης  πήδηξε στον αέρα τραβώντας τα μαχάιρια του και πριν πατήσει στο έδαφος τα έμπηξε  στους λαιμούς τους

Ο πρώτος αναρχικός φοιτητής βλέποντας τος συντρόφους  νεκρούς έστρεψε το σώμα και το μαχάιρι του προς τον Μπόρις ο οποίος όμως είχε ήδη βγάλει το πιστόλι του και τον σημάδευε. Πάτησε την σκανδάλη και  η σφαίρα  βρήκε το παιδί στην καρδιά τινάζοντας   πίσω

Μετά ο κομιτατζής έκανε  στους δικούς  νόημα να σταθούν πίσω. Περπάτησε μερικά βήματα και στάθηκε πάνω απ  τον  φοιτητή που ανάσαινε ακόμη

Έστρεψε το όπλο προς το κεφάλι του  να του δώσει την χαριστική βολή και  του είπε

-Θα πας να συναντήσεις τους βαρκάρηδες  μπάσταρδε


-Δε ξέρω  Δήμο γιατί. Μου φαινόταν τόσο άδικο. Θα  μου πεις δεν είχε σχέση με τον α΄γωνα μας, με την λευτεριά του υπόδουλου γένους μας , είχε σχέση όμως με τα λόγια του πατέρα "εμείς  ρωμιοί έμες το άδικον ξάι κι αγαπούματο"

Δεν κατάλαβα πως  σχεδόν μηχανικά  σηκώθηκα και σημάδευσα


Η σφαίρα  βρήκε το χέρι του  Μπόρις πριν πατήσει την σκανδάλη και τίναξε το πιστόλι του μακριά

Οι σύντροφοι του Μπόρις στρέψανε τα όπλα τους προς το μέρος του Λευτέρη και των συντρόφων του

Οι σύντροφοι του Λευτέρη σηκώθηκανε απ  το  τραπέζι με τα όπλα τους παρατεταμένα σημαδεύοντας  και αυτοί

-Ποιοι  σκατά είστε εσείς; φώναξε ο  Μπόρις

-Άσε μας να πάρουμε το παιδί και  όλα εντάξει, φώναξε ο Λευτέρς

-Ρωμιοί; Τι  σκατά δουλειά έχουν οι ρωμιοί και ανακατεύονται σε βουλγάρικες  υποθέσεις;

-Δεν ξέρω, απάντησε ο Λευτέρης


-Δεν ξέρω;  ρώτησε ο Δήμος, κάτι πιο πειστικό δεν βρήκες να πεις;

-Όχι, απάντησε ο  Λευτέης και γελάσανε


-Δεν  ξέρω;επανέλαβε ο Μπόρις, εγώ όμως ξέρω χίλιους λόγους για να σε σκοτώσω


Απ έξω ο Γιώργος έκανε νόημα και η ομάδα του  προσέγγιζε  το καπηλειό  με σκοπό να εισβάλλουν

Όμως  πριν  βγουν εντελώς απ το σκοτάδι τους έκανε νόημα να σταματήσουν

Ένα έφφιπο απόσπασμα της  οθωμανικής  χωροφυλακής  κατέφτανε  στο  μαγαζί και  εισέβαλλε αυτό μέσα

-Σταματήστε. Κατεβάστε τα όπλα σας τώρα, φώναξε ο  επικεφαλής των χωροφυλάκων

Ο Μπόρις αγριοκοίταξε τον χωροφύλακα

-Μπόρις σου είπα να  μην ξαναπατήσεις σε αυτά τα  μέρη

-Μόλις φάγανε έναν δικο μου καρακόλ. Δεν θα κάνεις  τίποτ αγια αυτό;

Ο επικεφαλής  κοίταξε  καλύτερα.

-Και σεις απ ότι βλέπω  φάγατε  δύο και  υπάρχει ένας στο πατωμα που αργοπεθαίνει

Πάτε όλοι μέσα και για κρεμάλα. Και αυτός που αργοεθαίνει...αν σωθεί

Ο Μπόρις κοίταξε τον Λευτέρη

-Κατάλαβες πως μόνο ένας τρόπος  υπάρχει να γλιτώσουμε την κρεμάλα  βλάκα ε;

-Να  ξεκινήσουμε να  ρ΄χνομυε στα καρακόλια;

Ο Μπόρις ξεφύσηξε

-Πόσο βλάκας μπορεί να σαι; Από που  μας ήρθες

-Είμαι έμπορος απ την Αυστρία. Είμαστε εδώ γφια  δουλειές

-Ακόμη καλύτερα. Αυτό που λέει ο καρακόλης είναι να τον πληρώσουμε, να πάρουμε και τα πτώματα και να εξαφανιστούμε και όλα καλά

Ο Δήμος διέκοψε πάλι την διήγηση

-Σοβωρά τώρα; Καρακωλ  θα άφηνε  τριες  φόνους έτσι;

-Η εξουσία τους κατέρρεε  στην Μακεδονία και το γνωρίζαν καλά. Ο καθένας  τους μπορούσε να  σώσει και να βγάλει ότι χρήμα μπορούσε για  ένα αβέβαιο μέλλον που ήταν μπροστά  για αυτούς


Ο Μπόρις και ο Λευτέρης πετάξανε από ένα πουγκί λίρες στον επικεφαλής των χωροφυλάκων και μετά  βγήκαν με τους συντρόφους τους έξω

Ο Τότκης και ο Βασίλης κουβαλήσαν ως την άμαξα τους τον  λαβωμένο  φοιτητή

Ο Μπόρις  κοίταξε τον Λευτέρη έξω  υπό το άγρυπνο βλέμμα των  χωροφυλάκων  πριν χωρίσουν

-Το καλύτερο που χεις να κάνεις  είναι να φύγεις για Αυστρία και να μην ξαναπατήσεις  σε αυτά τα μέρη. Αν σε πετύχω  πουθενά  δεν θα ζήσεις

Ο Λευτέρης τον κοίταξε και δεν μίλησε


-Και με τον φοιτητή τι έγινε;

-Μέσα στην νύχτα σε άγνωστη πόλη  ψάχναμε να βρούμε ένα γιατρό

Τίποτα. Και το παιδί έχανε πολύ αίμα 


Ο  Τότκης έτρεχε με την άμαξα με σα στην Αριδαία  ενώ  Λευτέρης και ο  Τότκης  είχαν δέσει προχειρα με ότι  ύφασμα  βρήκαν  την πληγή του

-Τον χάνουμε, φώναξε ο Βασίλης

-Τότκη  βρήκες νοσοκομείο πουθενά;

-Πλάκα μου κάνεις; 

ο φοιτητής με όσες δυνάμεις του απομέναν  τους  ψέλισε κάτι

-Είναι μάταιο φίλοι μου. Ο κομιτατζής  σημάδευσε καλά. τουλάχιστον ξέρω πως  βάδισα στον δρόμο του Μπακούνιν και εθαίνω μαχόμενος για  έναν  δικαιότερο κόσμο...μόνο...που θέλω...στην τσέπη απ το πουκάμισο μου έχω ένα γράμμα. Πάντε το στην αδερφή μου.

-Που μένει η αδερφή σου;

-Στην Έδεσσα. Βασιλική την λένε

-Θα ψάξουμε μια Βασσιλική στην Έδεσσα;

-Ρωτήστε για την μάγισσα. Οι βλάκες  νομίζουν είναι  μάγισσσα..., είπε το παιδί και έκλεισε τα μα΄τια του


-Μάγισσα; ρώτησε ο Δήμος

-Φοβήθηκα. Κι όμως αδερφέ μου ήταν μάγισσα, όχι όμως έτσι όπως την εννοούν οι άνθρωποι

-Και πήγατε να την βρείτε;

-Πρώτα  βρεθήκαμε με την ομάδα και ο Γιώργος μας κατσάδιασε. όλη η αποστολή κινδύνεψε να πάει στράφι επειδή  βάλαμε το συναίσθημα πάνω  απ  το δίκιο της  πατρίδας

Κι όμως  δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς

Υπερασπιστήκαμε το δίκιο

-Το δέχθηκε σαν δικαιολογία ο Γιώργος;

-Ναι, όχι εκείνη την ώρα αλλά μετά από πολύ καιρό



Ξαποστάσαν το ξημέρωμα σε μια  έρημη  δασώδη περιοχή

Ο  Γιώργης  ξέσπασε  φωνάζοντας

-Είστε ηλίθιοι; Ρισκάρατε τα  πάντα για να υπερασπιστείτε 3 άσχετους που ήταν ήδη καταδικασμένοι σε  θάνατο; Δεν το πιστεύω. Τζάμπα η  εκάιδευση , οι οδηγίες, η προετοιμασία

Ο Τότκης τον διέκοψε

-Λοχαγέ μην ανησυχει΄ς, κανείς δεν κατάλαβε τίποτα

-Νομίζεις. Νομίζεις,  ο  τούρκος χωροφύλακας δεν είναι χαζός  και ο Μπόρις   είναι αλεπού. Μπορεί να κάνανε πως  δεν  καταλάβαν  κάτι. 

Δεν μπορούμε να είμαστε   σίγουροι

Τα κάνατε σκατά αυτό είναι το μόνο ΄σιγουρο

Και όλα  καλά να πήγαν δώσατε μπαξίσι στον τούρκο , δώσατε μαπξίσι απ τα περιορισμένα λεφτά που έχουμε στη διάθεση μας

Καταστγροφή. Αυτό μόνο. Καταστροφή

Ο  Λευτέρης έκανε ένα βήμα μπροστά

-Με όλο τον σεβασμό κινδυνεύαν  τρεις άνθρωποι Λοχαγέ. Απ τα μέρη που έρχομαι εγώ όταν οι άνθρωποι είναι σε ανάγκη  δεν τους αφήνουμε μόνους και έρμους

-Και  τι καταφέρατε; Τους σώσατε; 

-Δεν έχει σημασία

-Έχει και παραέχει. Ρισκάρατε τα πάντα  για να μπλεχτείτε σε μια χαμένη  υπόθεση. Τα παιδιά ήταν χαμένα απ την στιγμή που μπήκε ο Μπόρις με το ασκέρι του μέσα στο καπηλειό. Καθίσατε και δώσαε σαν χαζοί  μια χαμένη μάχη η οποία μπορεί να  καταστρέψει όλα όσα σχεδιάζουμε

-Όπως και να χει  την ευθύνη για όλο αυτό την έχω  εγώ και μόνον εγώ. Τα παιδιά απρασύρθηκαν από εμένα. Κατά πως φαίνεται  αποδείχθηκα  κατώτερος  των προσδοκιών όλων σας και σας έθεσα σε κίνδυνο. Θα  δεχθώ  οποιαδήποτε  τιμωρία, ακόμη και την αποπομπή μου

Ο Γιώργης γύρισε και τον κοίταξε  παραξενέμενος

Έβγαλε απ την τσέπη του  ένα χαρτί και του  το έδωσε να  το διαβάσει

-Ξές  ελληνικά;Διάβασε. Είναι εντολές  που έχω απ το επιτελείο όποιος απ τους α΄ντρες μου θέσει την αποστολή σε κίνδυνο έχω την άδεια ακόμη και να τον εκτελέσω

Ο  Λευτέρης κοίταξε το χαρτί

-Αν αυτή είναι η απόφαση σου λοχαγέ θα την δεχθώ. Μόνο που θα ζητήσω μια μοναδική χάρη. Να  φτάσει το γράμμα του παιδιού στην αδελφή του

Ο  Γιώργος τρελλάθηκε

-Δεν το πσιτεύω. Ακόμη ασχολείσαι με αυτό το χαζό μπλέξιμο. Δεν το πσιτεύω

-Είναι λόγος τιμής  που δώσαμε σε έναν μελλοθάνατο, είπε ο Τότκης που έκανε ένα βήμα  μπροστά  και στάθηκε  δίπλα στον Λευτέρη, ότι και να λέει ο λευτέρης  αφορά και μένα. 

Ο Βασίλης ο Δάσκαλος  έκανε και αυτός ένα βήμα και στάθηκε μπροστά  δίπλα τους λέγοντας

-Δεν μας  απρέσυρε ο Λευτέρης. Ενήλικες  άνδρες είμαστε και  κρίναμε πως έπρεπε να  βοηθήσουμε  τρία πλάσματα που είχαν την ανάγκη μας.

Θέλουμε να απελευθερώσουμε την Μακεδονία μας γιατί  αυτό είναι το δίκαιο. Δεν είναι όμως μόνο η απελευθερώση της Μακεδονίας  που εμπεριέχεται στην έννοια του δικαίου. Πολεμάμε για το δίκαιο  για να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο

Ο Γιώργης   απαάντησε νευριασμένα

-Είδατε πουθενά στην ελεύθερη Ελλάδα να κυριαρχεί το δίκαιο; Μήπως στον Πόντο Λευτέρη; Εκτός κι αν  εσείς    Τότκη στον Καύκασο  αλλάξατε τον κόσμο και  εγκαθιδρύσατε μια πιο δίκαιη κοινωνία;

-Όχι, απάντησε ο Τότκης, αλλά για να μετράμε σαν άνθρωποι σε αυτό τον κόσμο πρέπει να πολεμάμε πάντα κατά της αδικίας

-Να πολεμάτε αλλά που ακούστηκε να ανακατευόμαστε στις υποθέσεις και τις εσωτερικές κόντρες των Βουλγάρων;

Κανείς  δεν μίλησε

Ο Γιώργης πήγε και  έκατσε  στο χείλος ενός  γκρεμού κοιτώντας κάτω την κοιλάδα

Ο Λευτέρης τον πλησίασε και στάθηκε λίγο ξοπίσω του

-Επέτρεψε μου να  πάω ως την Έδεσσα . Σε δυο μέρες θα επιστρέψω στον βάλτο στα Γιαννιτσά να  υποστώ τις συνέπειες των πράξεων μου

-Αν κάνω κάτι τέτοιο δεν θα επιστρέψεις ποτέ.

Ο Λευτέρης πήγε να τον διαβεβαιώσει πως θα τηρούσε τον λόγο του αλλά ο Γιώργης τον έκοψε με ένα νεύμα του χεριού του

-Δεν αμφισβητώ την τιμή σου, ούτε την δική σου , ούτε του Τότκη και του δάσκαλου άλλωστε.

Απλά  δεν ξέρεις τα μέρη εδώ και θα χαθείς  αν δεν πέσεις σε καρτέρια κομιτατζήδων και  σε σκοτώσουν αφού πρώτα σε βασανίσουν για να πεις όσα ξέρεις

-Και  έτσι να  είναι πρέπει να  τηρήσω την υπόσχεση μου στο μελλοθάνατο παιδί

Ο Γιώργης έβγαλε  απ την ταμπακιέρα του δυο τσιγάρα. Πρόσφερε το ένα   στον Λευτέρη και μετά  με σπίρτα τα άναψε

Αφού πη΄ρε μια δυο τζούρες  είπε

-Θα ήταν καλό να δούμε πως έχει η κατάσταση στην Έδεσσα και να στείλω μια πλήρη αναφορά  στο επιτελείο, μετά γύρισε και φώναξε σε όλους, σέβομαι που  φερθήκατε σαν ομάδα. Σέβομαι που  στηρίξατε ο ένας τον άλλον. Σέβομαι που  σαν καλοί χριστιανοί δεν ξεχωρίσατε τον σαμαρείτη. Δεν θα  υπάρξει  τιμωρία όμως θέλω από δω και πέρα να στε πιο προσεκτικοί σε  τέτοια  θέαματα

Έπρεπε να το πω   απλά. Δεν ζητάω τον λόγο σας γιατί απλά κατάλαβα πως  έμπλεξα  με  ηλίθιους ή τρελούς


-Και τι έγινε;  ρώτησε ο Δήμος που  σταματούσε τώρα το κάρο δίπλα σε ένα  ποτάμι για να πιει το άλογο νερό

-Καλπάζαμε όλο το βράδυ προς Έδεσσα μέσα από τα δάση

-Έδεσσα;

-Υπέροχος  τόπος. Γεμάτος  δάση και  καταρράκτες. Μυθικό  μέρος

-Και τι έγινε;

-Τραβούσαμε  όπως σου είπα προς την Έδεσσα με διπλό σκοπό. Να μαζέψουμε πληροφορίες για τις δυνάμεις των Βουλγάρων εκεί και  για να  τελέσουμε το χρέος μας προς τον νεκρό βούγλαρο αναρχικό 

Όταν φτάσαμε εκεί  συναντήσαμε έναν  σύνδεσμο μας όπου έδωσε  οδηγίες απ το επιτελείο στρατού  στην Ελλάδα


Ο Λευτέρης στάθηκε πίσω απ τον Γιώργη που διάβαζε το γράμμα και μετά έβγαλε σπίρτα και το έκαψε

-Τι λέει λοχαγέ;  τον ρώτησε

-Να επιφορτιστούμε και με  την συλλογή πληροφοριών σχετικά με τους τούρκους. Πλησιάζει η ώρα

-Θα ξεκινήσει πόλεμος; το λέει καθαρά; ρώτησε ο πιτσρικάς ο Νίκος

Ολοχαγός χαμογέλασε  φευγαλέα

-Όχι δεν το λέει. Αλλά απ το ύφος  του  γράμματος και απ την εμπειρία μου κατάλαβα πως φτάνει η ώρα

Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και νιώσανε  ξαφνικά μια χαρά

-Μην παίρνουν τα μυαλά σας αέρα, είπε ο λοχαγός, Λευτέρη, Δάσκαλε και Τότκη τραβάτε  βρείτε  αυτή την μάγισσα να τελειώνουμε με αυτό γιατί μας περιμένει πολύ  δουλειά. Νίκο; Εσύ μαζί μου, πάμε στο κέντρο της πόλης  να κάνουμε μια βόλτα και  να κόψουμε κίνηση


Ο Δήμος κοίταξε τον Λευτέρη

-Και μάθατε που ήταν αυτή;

-Μας είπαν κάτι  διγλωσσοι δικοί μας. Δικοί μας δικοί τους; Αξεδιάλυτο κουβάρι

Τραβήξαμε  για τα δάση. Η γυναίκα  ζούσε μέσα στις ερημιές αφού την αποκόψανε οι άνθρωποι απ την κοινωνία τους  θεωρώντας την μάγισσα

-Και  τι έγινε Λευτέρη; ρώτησε ο Δήμος ενώ ξαναξεκινούσε το κάρο
-Μέσα στο σκοτεινό δάσος  βαδίζαμε με προσοχή. Με αυτά που είχαμε ακούσει για μάγισσες  είχαμε σκιαχτεί και μεις. Μετά από πολύ δρόμο φτάνουμε σε ένα ξέφωτο. Εκεί υπήρχε μια καλύβα
Σουρούπωνε  ο ήλιος βασίλευε στο  βάθος πίσω απ την καλύβα και δημιουργούσε εκείνο το  πορτοκαλί χρώμα και μπροστά απ την καλύβα είχε ανάψει μια μεγάλη φωτιά
-Και;
-Και μπροστά απ την φωτιά μια γυνάικα με  μακριά μαύρα κατσαρ΄πα  μαλλιά  φορούσεένα μάυρο ξεσκιμένο  φόρεμα και χόρευε  γύρω απ την φωτιά 
Ταραχτήκαμε μόνο που  την είδαμε να κινείται με  την πλάτη της γυρισμένη. Πιάσαμε τις  καραμπίνες  μας και  τις σηκώσαμε. Από φόβο
Πριν καταλάβουμε τι  συνέβαινε  γύρω στα 30 μικρά κορίτσια μας κυκλώσαν. Άλλα κρατούσαν μεγάλα μαχαίρια και άλλα καραμπίνες και  μας σημάδευαν
Και τότε, αυτή έτσι όπως χόρευε γύρισε προς το μέρος μας και  είδα το πρόσωπο της. Τα μάτια της. Κατάμαυρα μάτια. Νόμισα πως κοιτούσαν κατευθείαν μέσα στα δικά μου. 
Εκείνη την στιγμή τα ξέχασα όλα. Μάγισσες, εθνικό αγώνα, Μακεδονία, αποστολή, το ίδιο το γράμμα του αδελφού της που έπρεπε ναπαραδώσω. Εκείνη την στιγμή για πρώτη φορά  και τελευταία  ένιωσα τι πά να πει "ερωτεύτηκα"

Τα έφηβα κορίτσια είχαν αφοπλίσει τους τρεις συντρόφους και τους οδηγούσαν  προς  την καλύβα
Η  Βασσιλική στράφηκε προς το μέρος τους
Μια κοπέλα που η κάννη της καραμπίνας της ακουμπούσε στην πλάτη του  Λευτέρη  της είπε
-Τους είδαμε να κατασκοπεύουν με  τα όπλα τους  στα χέρια
-Ήταν έτοιμοι να σου ρίξουν Βασιλική, φώναξε μια άλλη κοπέλα
-Να τους  σκοτώσουμε εδώ και9 τώρα. Είναι εχθροί, πρόσθεσε άλλη μια κοπέλα αλλά  η  Βασιλική σήκωσε το χέρι και φώναξε στα  κορίτσια  της
-Ήρεμα. Εμείς δεν ήμαστε  κτήνη όπως ο κόσμος των ανθρώπων. Εμείς έχουμε αρχές. Θα τους αφήσουμε να μιλήσουν πρώτα πριν αποφασίσουμε
Λοιπόν; ρώτησε κοιτώντας τον Λευτέρη με απειλητικό βλέμμα, τι έχετε να πείτε;
-Είμαι ο Λευτέρης. Πρέπει να μας πιστέψετε πως  δεν ήρθαμε εδώ  με σκοπό να σας βλάψουμε. Γιατί να το κάνουμε άλλωστε. Δεν ξέρουμε καν τι  είστε και τι κάνετε εδώ
-Και τα όπλα που κρατούσατε;
-Ο δρόμος ως εδώ  για να σας βρούμε είναι μακρύς και επικίδυνος
-Και  για ποιον λόγο  θέλατε να μας βρείτε;
-Μπορώ να  βάλω το χέρι μου στην τσέπη μου; Δεν κρύβω όπλο, απλά πρέπει να σου δώσω κάτι
η Βασιλική τον πλησίασε και βάζντας το χέρι της στην σέπη του έβγαλε το γράμμα
-Τι είναι αυτό;
-Σε ένα καπηλειό στην Αριδαία πριν  δυο βράδια πέσαμε πάνω στον αδερφό σου  και τους φίλους του. Δεν ξέρω για ποιον λόγο, δεν είμαστε από αυτά τα μέρη, μια ομάδα κομιτατζήδων τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν όλους
Ο αδερφός  σου ζούσε ακόμη, προσπαθήσαμε να  τον σώσουμε, να τον πάμε σε γιατρό όμως δεν τα κατάφερε. Μου ζήτησε να σου δώσω αυτό το γράμμα πριν αφήσει την τελευταία του πνοή 
Η Βασιλική έδειξε να ταράζεται όμως  προσπαθούσε να συγκρατήσει την ταραχή της
Έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε το χώμα . όταν το σήκωσε  τα μάτια  της  βγάζαν όλη την οργή της ψυχής της προς τα έξω
-Ποιος τον σκότωσε;
Ο Λευτέρης δεν μίλησε
-Ποιος; ξαναρώτησε, τούρκοι; καρακόλια;
Ο Λευτέρης αποφάσισε να της πει
-Κομιτατζήδες. Κάποιος Μπόρις
 Η Βασιλική έδειχνε να  γνωρίζει ποιος ήταν ο Μπόρις
Πήγε παραπέρα κοντά στην φωτιά και διάβασε το γράμμα
Δάκρυσε. Μετά  γύρισε προς το μέρος  των ελλήνων
-Προς τα που κίνησε ο Μπόρις μετά; τον ρώτησε
-Δεν ξέρω
-Προς τα που; φώναξε τώρα η γυναίκα
-Ειλικρινά δεν ξέρω
Η Β ασιλική κοίταξε τις κοπέλες της και έκανε νόημα με το χέρι της λέγοντας
-Αφήστε τους. Σας ευχαριστώ που κάνατε τόσο δρόμο και κόπο για να μου δώσετε το γράμμα
-Δεν  γινόταν να μην εκπληρώσουμε την τελευταία  επιθυμία του παιδιού, είπε από πίσω ο Τότκης
Η Βασιλική κοίταξε τον  Λευτέρη στα μάτια
-Δεν θα πείτε πουθενά για αυτό μέρος. Αν σε  βρω ξανά στον δρόμο μου και σένα και αυτούς τους δύο θα σας σκοτώσω
-Μα...εμείς...
-Εσείς όπως και οι κομιταΤζήδες όπως και τα τούρκικα ασκέρια δεν είστε  για καλό σε αυτόν τον τόπο. ΄όποιος από σας μπει στον δρόμο μας θα πεθάνει
Ο Λευτέρης πήγε να πει κάτι αλλά δεν τον άφησε. Κοίταξε τις κοπέλες της και  διέταξε
-Δώστε τους  φαϊ και  νερό για τον δρόμο. Δώστε τους πίσω και τα όπλα τους  και αφήστε να πάνε από εκεί που ήρθανε
Ο Λευτέρης την πλησίασε 
-Ερχομαι από πολύ μακριά.Οι άνθρωποι λένε  πως είσαι μάγισσα
Η Βασιλική δεν μίλησε
-Τι είσαι; 
-Δεν πσιτεύεις πως είμαι μάγισσα
-Πιστεύω πως  είσαι άνθρωπος
-Είσαι  σε λάθος μεριά 
-Και ποια είναι η σωστή μεριά;
-Εγώ δημιούργησα την δική μου σωστή μεριά Εδώ. Ψάξε και βρες τον δρόμο σου και αν δεν υπάρχει τότε φτιάξτον εσύ

Ο Δήμος  κοίταξε ξανά τον αδερφό του
-Ερωτεύθηκες αυτή την γυναίκα; τον ρώτησε
-Απ την πρώτη στιγμή  αδερφέ μου. Απ την πρώτη στιγμή
-Και τι έγινε;
-Εκείνο το βράδυ ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι μας.
Η πρώτη απ τις πολλές που θα ακολουθούσαν

συνεχίζεται 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά