Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έξαλος-salonikas story

 'Ετρεχε με την μηχανή μέσα στην Όλγας ο Οδυσσέας

Το βλέμμα του είχε πάλι εκείνη την σκοτείνια  του τρελού

Το μάτι του είχε γυρίσει

Δεν σταματούσε  σε κανένα  κόκκινο φανάρι στις διασταυρώσεις της κεντρικής  λεωφόρου της Θεσσαλονίκης

12 ώρες νωρίτερα καθόταν  πάνω στα κάστρα  στην δεξιά  πορτάρα και αγνάτευε την πόλη

Προσπαθούσε να ηρεμήσει ώσπου εμφανίστηκαν ένας  τουρίστας από  εράσμους και ένας idie  dealer κάθιε είδους πρέζας

Είχαν όρεξη για κουβεντούλα.

Εκείνη την γνωστή απ΄την δεκαετία του 90 γεμάτη  τετριμμένες  και χιλιοειπωμένες εκφράσεις  κουβεντούλα που αναπτύσει ο underground και alternative όχι όμως και ριζοσπαστικός  κόσμος της  ευρωπαϊκής νεολαίας

-Δεν έχω  κουβέντα για κουβέντα παιδιά, τους είπε , αλλά ο εράσμιακός μεταπτυχιακός τουρίστας και ο  indie ντήλερ  δεν καταλαβαίνανε  Χριστό και συνέχιζαν να μιλάνε και νατου απευθύνουν τον λόγο καθώς  οι τρεις  τους καθόταν στο στενό πεζούλι απ τα κάστρα με τα πόδια τους να κρέμονται στο κενό

Ο Οδυσσέας δεν θα  τους το ζητούσε ευγενικά για δεύτερη φορά

Σηκώθηκε όρθιος ισσοροπώντας πάνω  στο πολύ στενό  πεζούλι και έβγαλε το πιστόλι του σημαδεύοντας τους

Μια  τον έναν , μια τον άλλον

Οι δυο τυπάδες σαστίσαν

-Τι κάνεις ρε  μπρό;  τρελλάθηκες

-Δεν μας γέννησε η ίδια μάνα  για να είμαι ο μπρο σας, είπε  γουρλώνοντας τα μάτια ο Οδυσσέας και και μετά συνέχισε  βγαζοντας την ασφάλεια απ το πιστόλι  με τον  μεταπτυχιακό ξανθό ισπανό  ερασμιακό τουρίστα να αναφωνεί "oh my  god", και όχι δεν τρελλάθηκα.  Σας φαίνομαι για τρελός;

-Όχι , όχι

-Τι; επειδή σας σημαδεύω με  ένα πιστόλι πάνω στα κάστρα επειδή μου είπατε   καλημέρα δεν πάει να πει πως είμαι και τρελός. όμως ξέρετε  τι γίνεται; ρώτησε με την  λαβή του πιστολιού χτύπησε  δυο τρεις φορές τον κρόταφο του, μερικές φορές  ναι. Τρελαίνομαι , νιώθω  σαν να  έχεισ τραφεί όλος ο κόσμος εναντίων μου. Ή μάλλον όχι. Ο κόσμος μια χαρά είναι, εγώ νιώθω πως πρέπει να στραφώ εναντίων του. Αλήθεια  ποιος ο  λόγος να ζεις αφού θα πεθάνεις σωστά;

-Ναι, ναι

-Χαίρομαι που συμφωνείτε. Ας πατήσω λοιπόν την σκανδάλη  να σας γλιτώσω από τα περιττά  σας βάσανα

-Μη, μη

-Ή μάλλον καλύτερα να  σημαδέψω τον εαυτό μου να δούμε αν θα  πεθάνω και θα ησυχάσω από κάτι μαλάκες σαν εσάς, είπε και έστρεψε την κάνη στον κρόταφο του κοιτώντας τους; στα μάτια και  πιέζοντας λίγο παραπάνω αλλά όχι αρκετά την σκανδάλη, τι λετε; Θέλετε να  δείτε λάηβ το πέρασμα στον άλλον κόσμο; Αντέχεται; 

-Ρε φίλε;  είπε ο indie ντήλερ  , άσε μας να φύγουμε και δνε θα μας ξαναδείς μπροστά σου

-Δρόμο, είπε και οι δυο τους σύρθηκαν  μέχρι τα  σκαλοπάτια και ξεκίνησαν να τρέχουν


Τώρα 12 η ώρα τα μεσάνυχτα  ήταν ο Οδυσσέας που έτρεχε με την μηχανή του

Πριν μισή  ώρα  τον πήρε  η Νάντια  κλαίγοντας

Το αγόρι της  δούλευε ντελίβερη  ως τις 12

Στις 12 το μαγάζί έκλεινε 

Όμως στο μαγαζί ήρθαν δυο παραγγελίες  στις 12,01 , το αφεντικό ξαναάνψε τους φούρνους και τον έβαλε να της πάει

Το  αγόρι της  έτρεχε να τις προλάβει. Είχε πάει 12,30 και  είχε τραντεβού με την Νάντια στις  12,15

Πηγαίνοντας την τελευταία  παραγγελία κουρασμένος και  βιαστικός  να μην περιμένει άλλο η Νάντια δεν πρόσεξε. Ούτε ο  φορτηγατζής πρόσεξε

Όταν η Νάντια πήρε το αφεντικό του κλαίγοντας να τον ενημερώσει πως το αγόρι της σκοτώθηκε αυτός ρώτησε "οι παραγγελίες πήγαν στους πελάτες;"


ΤΓώρα η μηχανή του  Οδυσσέα έφτανε στο ΄ραδιο σίτυ

Έμεναν  ακόμη 500 μέτρα

Σε  τρία λεπτά περνούσε την κεντρική  είσοδο της δεθ και πα΄ρκαρε κάτω απ τον Πύργο του Οτε

Το αφεντικό του αγοριού της Νάντια είχε  βγει εκείνο το βράδυ με μια  σερβίδα  βίζιτα και απολαμβάναν το ποτό του ς στην καφετέρια στην κορυφή του πύργου

Ο Οδυσσέας  μπήκε στο ασανσέρ  και ανέβηκε μέχρι την καφετέρια

Μόλις οι πόρτες ανοίξαν έβγαλε το πιστόλι του

Η πρώτη σερβιτόρα που τον είδε της έπεσε ο δισκός

Της έκανε νόημα με το ελεύθερο του χέρι να μην ανυσηχεί

-Ήρεμα  αγάπη μου, δεν ήρθα για  σένα, της είπε καικιινήθηκε  στον οβάλ  χώρο φ΄τανοντας ως το τραπέζι του αφεντικού 

Αυτό τον κοίταξε  με το πιστόλι στο χέρι και τον ρώτησε

-Και συ τώρα ποιος σκατά είσαι; 

Μετά κοίταξε την σερβίδα  βίζιτα και μονολόγφησε

-Δεν θα με αφήσουν σήμερα  ήσυχο οι καργιόληδες

Ο Οδυσσέας  σήκωσε το πιστόλι και  πήγε να του ρίξει  στο κεφάλι

Δίστασε και γύρσει το πιστόλι προς την τζαμαρία. Πυροβόλησε δυο φορές και την έκανε  θρύψαλα

Μετά άρπαξε το αφεντικό απ τον γιακά τον σήκωσε όρθιο  και τον έσυρε με φόρα ως το παράθυορ  σπρώχνοντας τον στο κενό

Η Σερβίδα β'οζιτα με το υπεροπτικό αυτοκρατορικό βλέμμα τον κοίταξε και του  είπε

-Παντουσμανίτσου πμλιούμπετ μαλάκα, δεν πρόλαβε να με πληρώσει

-Σάλτα και  γαμήσου και συ  σαλούφα του Δούναβη, της είπε και γύρισε να φύγει ενώ κρατούσε ακόμη στο χέρι το πιστόλι του

Αντίκρισε μπροστά του τον μπάρμαν της καφετέριας να χει πάρει θέση  μάχης  και να του λέει

-Έχω μάυρη  ζώνη  στο  ziao kin do 

-Ναι  ε; Πάρε και έναν μάυρο νάρθηκα για παράσημο, είπε και τον πυροβόλησε στοπόδι τινάζοντας τον κάτω

Βάδισε αργά προς τις σκάλες και η σερβιτόρα που είχε αντικρίσει στην αρχή τον κοιτούσε άφοβα στα μάτια 

-Ποιος είσαι;  τον ρώτησε

-Θυμάσαι τον Μουσλερίμοβιτς;

Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της  θετικά

-Εκείνος τα  χε 400, εγώ όχι 

είπε και  ξεκίνησε να κατεβαίνει απ τις σκάλες





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά