Ο Σταμάτης απ το χωριό Σαρπαδακάτ Καρδίτσας ήταν η ψυχή του κάμπου. Όλοι όταν ζητούσαν μια συμβουλή απευθύνονταν στον Σταμάτη
Σπεύδαν στο χωράφι του , με τόσο αγάπη δούλευε την γη-σχεδόν έκανε έρωτα μαζί της, έναν αγνό ιδεατό πνευματικό έρωτα- για να ζητήσουν την γνώμη του
Και αυτός πάντα καθόταν να ακούσει με αγάπη τους συγχωριανούς του
Το βλέμμα του στωικό,δωρικό και παγκόσμιο
Αν τον έβλεπες σίγουρα θα σκεφτόσουν πως δεν είναι αληθινός αλλά ένας ήρωας βγαλμένος από σοσιαλιστική γιουγκοσλαβική ταινία της Τιτοϊκής περιόδου
Θα σκεφτόσουν πως επρόκειτο για ένα πλάσμα που προέκυψε από κάποια μυθική συνουσία θεών και τιτάνων με τον Κοστουρίτσα , τον Αγγελόπουλο, τον Αζενστάιν και τον Αριστοτέλη
Κι όμως ήταν τόσο γήινος όσο τα χωράφια μέσα στα οποία κυριολεκτικά γεννήθηκε σε μια εποχή που δεν υπήρχαν μαιευτήρια κοντά στο Σαρδαπακάτ Καρδίτσης
Στα χρόνια της πιότερης νιότης του σπούδαζε στην νομική της Αθήνας. Μάλιστα την τελείωσε με άριστα, όμως ποτέ του δεν θέλησε να ασχοληθεί με αυτήν. Του έλλειπε η πατρώα γη, τα καρπερά χώματα και τα αρώματα που ανέδυε τούτος ο Άγιος Κάμπος.
Ήταν και παρέμεινε στο ΠΑΣΟΚ.Μάλιστα λένε πως απ το 1981 ως το 1993 ερχόταν κρυφά στο Σαρδαπακάτ οδηγώντας ένα παλιό lada για να μην δίνει στόχο ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου και τον παρακαλούσε να κατέβει ως υποψήφιος μαζί του.
Σίγουρα θα εκλεγόνταν και σίγουρα θα γινόνταν υπουργός, όμως πως θα αποχωριζόταν τα μπαμπάκια και το στάρι;
Μια μέρα του Αυγούστου λίγο πριν το μάζεμα της ετήσιας σοδειάς, στο λυκαυγές της μέρας οι χωριανοί ορκίζονταν πως τον είδαν να στέκεται αμίλητος, αεικίνητος μέσα στο χωράφι τους σαν να αποχαιρετά την γη του κρατώντας μια βαλίτσα στο χέρι
Δεν έδωσαν σημασία τότε, όμως μετά από δυο μέρες που είχε να δώσει σημεία ζωής πάλι δεν δώσαν σημασία και τραβήξαν για το καφενείο να παίξουν τάβλι και πρέφα
Σημασία έδωσε όμως η γυναίκα του η Σταμάταινα, κατά κόσμο Νιματίτσα Βούλκαγια Μπάμπεσκα. Ήταν κοριτσόπουλο ακόμη όταν την συνάντησε στο χωριό της στην Αριδαία να οργανώνει γεμάτη εθνική υπερηφάνεια την γιορτή για την 25η Μαρτίου και να απαγγέλλει στην πλατεία του χωριού ένα δικό της εμπνευσμένο ποίημα για τις αρχέγονες αρετές του ελληνισμού
Το ποίημα κατέληγε
"είμαι Ελληνίς μα αν δεν ήμουν δεν θα την ήθελα την ζωή" και συνέχιζε στην μητρική της γλώσσα "ζουζ νταριούτ ματζεσκα ντα παριέτ παντουσμανίτσου ζιγκντανάγια"
Όταν έμαθε η Νιματίτσα πως ο Σταμάτης την κοπάνησε βγήκε στους δρόμους ανήμερα του 15 Αύγουστου και ούρλιαζε σαν παλαβή
Οι γειτόνισσές της που είχαν απλώσει εδώ και χρόνια ένα δίκτυο πληροφοριών σε όλο τον νομό Καρδίτσης είχαν πληροφορηθεί από φίλες τους στην πόλη πως εθεάθει ο λεγάμενος με μια Βουλγάρα στα κτελ
Φροντίσαν και μάθανε πως η εν λόγο παστρικιά δούλευε στο καμπαρέ του μαφιόζου του Μεμά στην περιοχή όπου τα βράδια έπινε ποτάκια με πελάτες και τους χάριζε το γλυκό της νοτιομογγόλικο χαμόγελο
-Νιματίτσα; μαρή Νιματίτσα; Αυτή στον τύλιξε. Πουλήσαν και τα χωράφια σας και φύγανε απάνου στην Σόφια μαρή; της μηνήσανε
και η γυναίκα ξεχύθηκε σαν τρελή στους δρόμους ανήμερα της Παναγίας ουρλιάζοντας
Ωρυόντανε και καταριόντανε τον Σταμάτη, την Βουλγάρα και το ΠΑΣΟΚ με το οποίο την έπρηζε απ την μέρα που την γνώρισε-Ανεπρόκοπε, φαφλατά. Νερό να πίνεις και αίμα να φτύνεις. Αει ντουμπρε μπιτζα σλοτε μπάμπικου, φώναζε
Και οι γειτόνισσες αντί να την ηρεμούν την πληροφορούσαν πως οι φήμες τον θέλανε να χει ξανανιώσει σαν εραστής με την Βουλγάρα, οπότε η Νιματίτσα τρελαινόντανε ακόμη πιο πολύ
Όταν κουραζόνταν απ το να καταριέται τον "σκατόγερο" πήγαινε στις εκβολές του Πηνείου και τον ξανακαταριόνταν και ούρλιαζεΚαι αυτή η ιστορία κράτησε καθημερινά για 5 χρόνια ώσπου το πήρε απόφαση πως "ο σκατόγερος εν τέλει ήταν σκατόγερος"
Μόνο μερικές φορές όταν έβλεπε κάποιον ΠΑΣΟΚΟ του όρμαγε και του πετούσε πέτρες ενώ φημολογείται πως έναν υποψήφιο δήμαρχο του είχε ξεσκίσει τα ρούχα και τον πέταξε μέσα σε έα χοιροστάσιο
Εν τω μεταξύ ο Σταμάτης με την 25χρόνη Βουλγάρα ζούσε μια ήρεμη ζωήΖούσε ξανά την εφηβική του ηλικία
Ζούσε μια δεύτερη νιότη και ζούσε στιγμές που μόνο οι μεγάλοί εραστές της ιστορίας βιώναν
Στην Σόφια δεν δούλευε. Καρπωνόνταν τα λεφτά απ τις πωλήσεις των χωραφιών του στον κάμπο μαζί με την συμβία του
Το ζευγάρι ζούσε αγαπημένο. Οι κατά 20 χρόνια νεότεροι γονείς της κοπέλας αποδέχθηκαν τον Καρδιτσιώτη γαμπρό που είχε τα πεθερικά του σαν παιδιά του
Τα χρόνια κυλούσαν και ο Σταμάτης έπλεε σε πελάγη ευτυχίας έχοντας βρει μια γαλήνια ηρεμία την οποία όμως δεν είχε χάσει και ποτέ του
Κάποια στιγμή του τελειώσαν τα λεφτά απ τις πωλήσεις των χωραφιών και η κοπέλα του είπε πως "η σχέση τους δεν μπορεί να συνεχιστεί μιας και διαπίστωσε πως υπάρχει αυτό που λέμε χάσμα γενεών"
Του έδωσε στο χέρι την βαλίτσα με την οποία τον είχαν δει πριν χρόνια να αποχαιρετά τα χωράφια και τον τόπο του, του ομολόγησε πως θα τον αγαπά και θα τον σκέφτεται για πάντα, τον έβαλε σε ένα τρένο και τον έστειλε πίσω στα ΠαλαιοΦάρσαλα
Ο Σταμάτης επέστρεψε στο Σαπαρδακάτ Καρδίτσης , βάδισε στα στενά σοκάκια του χωριού του όμως κανείς δεν τον θυμόταν γιατί έλλειπε καιρό ως άλλος Σαν Μιγκέλ που είχε και ένα σκύλο τρομάρα τουΧτύπησε την πόρτα της Νιματίτσας όμως και αυτή σαν απάντηση χτύπησε το κεφάλι του με μια κατσαρόλα ξεστομίζοντας βρισιές στην μητρική της γλώσσα
Ο Σταμάτης μην έχοντας που να πάει κίνησε έξω απ το χωριό για τα χωράφια που είχε πουλήσει
Αν περάσετε ποτέ έξω απ το Σαρδαπακάτ Καρδίτσης θα τον δείτε να στέκετε ακίνητος μέσα στην μέση ενός χωραφιού. Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού δεν τον ενοχλεί αφού η παρουσία του λειτουργεί σαν σκιάχτρο για τα πουλιάΣτέκεται εκεί ακίνητος με χιόνια, βροχές και καύσωνα και συλλογάτε
Το βλέμμα του συνεχίζει να παραμένει παγκόσμιο και να θωρεί το άπειρο του ορίζοντα μέσα στον Θεσσαλικό Κάμπο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου