Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

cubano spaghetti modern western

 Η γειτονιά του στην Θεσσαλονίκη ήταν αγνώριστη

Την βάδιζε τώρα  στα  70 του. Τα  χαμηλά φτωχικά σπιτάκια με τις αυλές και τους κήπους είχαν δώσει την θέση τους  σε ψηλά  άχρωμα  απόκοσμα  κτίρια

Οι δρόμοι που  άκουγες από παντού μουσικές απ τα  ραδιόφωνα των σπιτιών τώρα παρήγαγαν μια  οχλοβοή από  τις μηχανές των  4τρόχων και των 2τρόχων

Εν τούτοις  αντίκρισε κάτι γνώριμο του

Το παλιό σχολείο και έναν τοίχο που με έναν  σουγιά είχαν χαράξει μαζί με την Ελευθερία  τα αρχικά  τους . Ήταν ακόμη εκεί...απ το 1970

Ο νους τους έτρεξε πίσω  σε κείνη την νύχτα, 24 ώρες πριν  την απόλυτη καταστροφή. Ήταν η τελευταία φορά που την φίλησε...


Κατηφόρισε  προς την πλατεία. Εκεί  ήταν κάποτε το σπίτι του  Λεωνίδα, φίλου και συντρόφου του, στα χρόνια της  φωτιάς...κυριολεκτικά

Μαζί μεγαλώσαν από παιδιά, μαζί μπήκαν στην εδα, μαζί  στήσαν ένοπλη αντιστασιακή οργάνωση μετά την επιβολή της χούντας

Θα τον έβρισκε άραγε;

Όλα αυτά τα χρόνια καθόταν στην παραλία  του Κουβανικού  χωριού τα βράδια και τον σκεφτόνταν, όπως  σκεφτόνταν και την  Ελευθερία

Περπάτησε  20 μέτρα και εκεί που βρισκόνταν το χαμηλό  φτωχικό πατρικό του ΄τώρα ήταν μια πολυτελής οικοδομή με  μια  καφετέρια από κάτω

Ένας  ηλικιωμένος καθόνταν απ έξω  σε ένα απ τα τραπεζάκια της και έπινε το καφεδάκι του. Δεν είχε ακόμη κόσμο. Ήταν νωρίς

Κοντοστάθηκε  απέναντι του

Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν  για λίγο

-Καλημέρα , είπε χαμογελαστά ο  ηλικιωμένος που καθόνταν στο τραπέζι, ψάχνετε κάτι;

Ο Οδυσσέας  αναγνώρισε αυτή την φωνή. Αν και είχε να την ακούσει κοντά  50 χρόνια

Ο άντρας απέναντι του τον κοίταξε με νόημα βλέποντας τον  να μην απαντάει

-Την χαμένη...νιότη μου, απάντησε  τελικά ο Οδυσσέας

Τώρα και ο άντρας της καφετέριας  ένιωσε  κάτι γνώριμο στα αυτιά του  ακούγοντας την φωνή του

-Έχουμε γνωριστεί εμείς από κάπου; τον ρώτησε

-Προτού πολλές εποχές  να περάσουν πάνω απ αυτή την γη

-Που;

-Σε ένα μαιευτήριο

Ο άντρας του καφέ  σηκώθηκε όρθιος σαστισμένος

Ο Λεωνίδας και ο Οδυσσέας εκτός από γειτονόπουλα  που μεγάλωναν  μαζί  είχαν ένα ακόμη  κοινό. Είχαν γεννηθεί με διαφορά  τριών  ωρών στο ίδιο μαιευτήριο

-Σε ένα μαιευτήριο, μονολόγησε ο Λεωνίδας

-Εκεί  που γεννιούνται τα παιδιά, απάντησε  αμήχανα ο Οδυσσέας

-Ναι το ξέρω.Ήξερα κάποτε  κάποιον που  τον είχα γνωρίσει  σε ένα τέτοιο μέρος

Ο Οδυσσέας δεν μίλησε

-Όμως δεν είναι στην ζωή πλέον

-Τι συνέβη στον άνθρωπο;

-Σκοτώθηκε...χάθηκε...δεν ξέρω ακριβώς ποτέ κανείς μας δεν έμαθε

Ο Οδυσσέας  έμεινε αμίλητος και τον κοίταγε

-Αυτή την  φωνή , είπε τελικά  στον Λεωνίδα, την άκουγα, την είχα στο μυαλό μου  επί μισόν αιώνα

Ο Λεωνίδας δεν  μίλησε

-Δεν με γνώρισες ακόμη  Λεωνίδα; τον ρώτησε

-Οδ..Οδυ...αποκλείεται. Οδυσσέα; Εσύ είσαι;

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι

-Θα με κεράσεις έναν καφέ; ρώτησε


Το πρωί πριν το μοιραίο βράδυ καθίσανε  σε  ένα  φτωχικό λιτό καφενείο της γειτονιάς

-Έχω άγχος, είπε ο Λεωνίδας

-Εγώ δεν έχω; Όμως πρέπει να γίνει. Δυο καφέδες Μπάμπη, φώναξε 

-Είμαι στεγνός Οδυσσέα

-Θα τα κεράσω εγώ, την επόμενη  φορά όμως   είναι η σειρά σου ε;

Γελάσαν και πιάσαν ο ένας τα χέρια  του άλλου

-Αδέρφια για πάντα , είπε ο  Οδυσσέας

-Για μια ζωή, απάντησε ο Λεωνίδας


Τώρα περπατούσαν στην γειτονιά μέσα.

-Υπάρχει ακόμη το καφενείο του Μπάμπη; ρώτησε ο Οδυσσέας

-Όχι. Το γκρεμίσανε το 89 και το δώσανε αντιπαροχή, έχει μια πολυκατοικία και ένα  μαγαζί με γυναικεία  εσώρουχα από κάτω

-Και που θα πιούμε καφέ;

-Εκεί που πηγαίναμε  πάντα. Στην θάλασσα

-Για τα νιάτα μας ήταν 10 λεπτά  δρόμος ως την παραλία. Για την ηλικία μας  είναι  μαραθώνιος

-Αξίζει όμως  Οδυσσέα ε;

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι

-Ο Γιαννάκος τι απέγινε; ρώτησε ο  Οδυσσέας

-Τον πιάσανε εκείνο το βράδυ. Τον σπάσανε  στο ξύλο να μιλήσει. Δεν μίλησε. 

-Παλικάρι και καρδιά  μικρού παιδιού

-Τρελλάθηκε απ τα  ηλεκτροσόκ. Γυρνούσε για χρόνια στην γειτονιά  μέχρι που  η καρδιά του τον πρόδωσε πρόπερσι

 Ο Οδυσσέας ένιωσε ένα δάκρυ να κυλάει απ τα μάτια του. Κοντοστάθηκε και το σκούπισε

Ο Λεωνίδας  άναψε τσιγάρο και του το έδωσε. Μετά άναψε και για τον εαυτό του

-Τσιγάρο στην ηλικία μας; ρώτησε ο Οδυσσέας

-Οι τελευταίες απολαύσεις. Δεν είναι κακό που και που

-Όταν είχαμε όλη την ζωή μπροστά μας  δεν είχαμε λεφτά για τσιγάρα και τώρα που έχουμε λεφτά  μας το απαγορεύουν για λόγους υγείας

-Είναι άδικη  η ζωή Οδυσσέα, τώρα θα το μαθεις;

Ο Οδυσσέας κοίταξε  απέναντι απ το  πεζοδρόμιο. Έδειξε με το χέρι του

-Το σπίτι της  Μαρίκας. Δεν το γκρεμίσανε ακόμη

-Της πουτάνας του  χωριού

Γελάσαν

-Η Μαρίκα. Απ την Σμύρνη. Ορφανό, τι να έκανε για να ζήσει; μονολόγησε ο Λεωνίδας

-Θυμάσαι που πήγαμε  και μεις να...να μας...ξες;

-Και μας έδιωξε με τις κλωτσιές, 

Γελάσανε

-Είδες όμως ε; όλοι  την λεγάνε πουτάνα. Φτωχιά και αμόρφωτη. Εμείς πόσο θα είμασταν τότε; 13; σπάσαμε κουμπαράδες και πήγαμε να  γαμήσουμε και  αυτή  η γυναίκα είχε  το μυαλό να σκεφτεί πως είμασταν μικρά και έπρεπε να μας προστατεύσει, είπε ο Οδυσσέας

-Άλλες εποχές , άλλοι άνθρωποι

-Ωραίοι άνθρωποι

Συνέχισαν να περπατάνε

Κοντοστάθηκαν σε ένα   στενό

Ο Λεωνίδας κοίταξε   και ρώτησε

-Το θυμάσαι;

-Εδώ ήταν;

-Η γιάφκα μας επί χούντας. 

-Ένα σπίτι είχε όλο και όλο εδώ και αλάνες και τώρα...

-Και τώρα  πολυκατοικίες παντού...η αντιπαροχή

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι του

Φτάνανε στην παραλία

Καθίσανε σε ένα βραχάκι

-Τι έγινε εκείνο το βράδυ Οδυσσέα;

-Δεν γνωρίζεις;

-Μας περιμέναν. Ποιος   μας κάρφωσε;


O Οδυσσέας με τον Γιαννούλη και τον Λεωνίδα  προχωρούσαν μέσα στην νύχτα. ο Γιαννούλης κρατούσε  τον εκρηκτικό μηχανισμό που θα τοποθετούσαν κάτω απ το παρακρισμένο  αυτοκίνητο του  βασανιστή της εατ εσα. Η γειτονιά του κέντρου ήταν ήσυχη τα μεσάνυχτα.

Ο Λεωνίδας και ο Οδυσσέας θα φυλούσαν  τσίλιες πιάνοντας τις δυο γωνίες του δρόμου

Ο Γιαννούλης πλησίασε το αυτοκίνητο και τότε απ΄τα στενά ακούστηκαν σειρήνες  και  ένα τσούρμο αστυφυλάκων, ασφαλητών και χαφιέδων με πολιτών ξεχύθηκε στην γειτονιά  και τους κύκλωσε

Ο Οδυσσέας  τράβηξε το πιστόλι του και ξεκίνησε να ρίχνει στους διώκτες του φωνάζοντας τον Γιαννούλη  να  παρατήσει την ενέργεια και να έρθει προς το μέρος του να διαφύγουν

Ο  Γιαννούλης πιστός στο καθήκον του  του φώναξε να  φύγει  και  συνέχισε να προσπαθεί να συνδέσει τον  μηχανισμό μέχρι που  πέρσαν πάνω του  δέκα άτομα και ξεκίνησαν  να τον κλωτσάνε

Ο Οδυσσέας συνέχισε να πυροβολάει τους διώκτες τους και επιχείρησε να  πλησιάσει προς τον Γιαννούλη να τον απελευθερώσει όμως  τώρα βγάλαν και αυτοί πιστόλια και του έριχναν

Οπισθοχώρησε προς την  ανηφόρα και  ξεκίνησε να τρέχει  σταματώντας που και που  ρίχνοντας μερικές σφαίρες


-Κανείς δεν  γνωρίζει τι έγινε, απάντησε ο Λεωνίδας

-Στην ανάκριση τι σας λέγανε;

-Εμένα  δεν με πιάσανε. Ένας θεός ξέρει πως ξέφυγα  από εκείνη την κόλαση

-Έχεις ένα κόμη τσιγάρο; ρώτησε ο Οδυσσέας

Ο Λεωνίδας έβγαλε και του έδωσε

Ο Οδυσσέας  το άναψε και  κοίταξε την θάλασσα

-Την πλήρωσε ο  καημένος ο Γιαννούλης. Μόνο αυτός. Άδικα.. Ούτε οικογένεια  , ούτε παιδιά. Τον αποτρελάναν απ το ξύλο και γυρνούσε σαν την άδικη κατάρα στην γειτονιά ε;

-Σε έψαχνε. Πολλά βράδια  φώναζε το όνομα σου. Σε είχαμε για νεκρό μετά από εκείνο το βράδυ. Κάποιες στιγμές έλεγε "θα έρθω να σε  βρω αδερφέ"

-Και γω; Ήμουν και ζούσα...στην Κούβα

-Τι τα σκαλίζουμε τώρα; Αυτά είναι παλιά.Πάνε  άστα

-Η Ελευθερία μου; Τι απέγινε;

-Μετά που έφυγες...ήρθαμε πολύ κοντά. Σε ψάξαμε μετά την μεταπολίτευση κιόλας.  Πριν πάρουμε τα πτυχία μας. Κάποια στιγμή παντρευτήκαμε

-Δεν σας παρεξηγώ. Λογικό.Πως είναι σήμερα;

-Έχει  15 χρόνια που χωρίσαμε . Ζει στο χωριό της. Ασχοελέιτε με εναλλακτικές καλλιέργειες

-Γεωπονία σπούδαζε..., εσύ  τελείωσες πολιτικός μηχανικός;

-Με χίλια ζόρια. Αλλά τέλειωσα. Μετά ο πατέρας μου  ρίσκαρε από οικοδόμος να γίνει εργολάβος. Συνεργαστήκαμε και   με τα χρόνια έφτιαξα  δική μου τεχνική εταιρεία

-Μπράβο ρε Λεωνίδα, μπράβο

-Τώρα  έχουν αναλάβει ο μικρός μου γιος. ο μεγάλος είναι με την μάνα του. Γεωπόνος και αυτός. Εσύ αδερφέ; Έκανες  δική σου οικογένεια στην Κούβα;

-Όχι. Έμεινα μόνος

-Με τι ασχολήθηκες;

-Ιστορικός, παράλληλα δούλευα σε  ένα  τυπογραφείο και λίγο  σε ψαροκάικο. 

-Στην Αβάνα;

-Όχι σε ένα  νησάκι. Επαρχία

-Είχες καλή ζωή;

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι του

-Δεν μου είπες όμως πως ξέφυγες απ το μπλόκο  Λεωνίδα εκείνη την νύχτα;

-Τι τα γυρεύεις και γυρνάς σε αυτά; 

-Πες μου

-Ούτε εγώ ξέρω

-Ούτε έψαξες να μάθεις ποιος μας κάρφωσε  εκείνη την νύχτα;

-Ο Ταξίαρχος Μπίνος  που μας την έστησε ήταν ικανός  μπάτσος. Το ξες . Και μείς  παιδαρέλια  ακόμη που  νομίζαμε πως ήταν τόσο εύκολο να το παίξεις  επαναστάτης

-Διάβαζα κάποτε  μια έρευνα όπου έλεγε πως το 85% των αστυνομικών   επιτυχιών έρχεται από πληροφοριοδότες που έχουν στην δούλεψη τους ή από προδοσίες

-Λες κάποιος μας κάρφωσε;

-Εκτός από εμάς τους τρείς και την Ελευθερίας που ήταν η καθοδηγήτρια μας δεν γνώριζαν άλλη για την επιχείρηση

-Δεν γίνεται να  υπονοείς πως  η Ελευθερία  το έκανε;

-Όχι. Το σκέφτηκα αλλά μετά φρόντισα να το ψάξω λίγο καλύτερα

-Και;

-Διαπίστωσα πως  κακώς  σκέφτηκα κάτι τέτοιο

-Ε φυσικά. Αν είναι δυνατόν

-Μετά ψάχνοντας το λίγο παραπάνω   βρήκα πως  ο πατέρας σου  πήρε το πρώτο του δάνειο να  χτίσει  με αντιπαροχή την πρώτη του οικοδομή το  1972 Δυο χρόνια μετά την αποτυχημένη ενέργεια μας και  5 μετά την  απόλυση του απ την εξορία

-Τότε δίνανε  δάνεια

-Θαλασσοδάνεια  σε   μεγιστάνες , όχι σε  αριστερούς και κομουνιστές που  είχαν κάνει εξορία και ήταν χαρακτηρισμένοι

-Με κατηγορείς για κάτι; Εξαφανίστηκες και γύρισες μισόν αιώνα  να  ζητήσεις τα ρέστα; Ξες τι περνούσαμε εμείς εδώ με την φτώχεια  και την  χούντα όσο εσύ έκανες τις διακοπούλες σου στην εξωτική Καραϊβική;

-Και κάποιοι αποφάσισαν να γίνουν ρουφιάνοι, όπως κάποιοι  αποφασίσαν να  συνεχίσουν να ζουν  δύσκολα αλλά με αξιοπρέπεια

Ο Λεωνίδας σηκώθηκε να  φύγει και του είπε

-Γύρνα πίσω  στον χαμένο παράδεισο σου. Δεν έχεις καμιά  θέση εδώ μπάσταρδε

Καθώς έκανε μεταβολή  ένιωσε την κάνη ενός πιστολιού στον κρόταφο του

Ο Οδυσσέας τον σημάδευε με αυτό και ο Λεωνίδας ψέλλισε

-Τι πας να κάνεις;

Ο Οδυσσέας τον γύρισε  και τώρα κάρφωσε το όπλο στον λαιμό του Λεωνίδα

-Πούλησες τα όνειρα μας, κατέστρεψες τις ζωές μας για  τα λεφτά 

-Και διασφάλισα ένα αξιοπρεπές μέλλον για τα παιδιά μου και την Ελευθερία

-Καταδικάζοντας στην τρέλα τον Γιαννούλη

-Για όλα  υπάρχει ένα κόστος στην ζωή. Εσύ; Πιστεύεις ακόμη στην επανάσταση;

-Δεν έχω λόγο να μην το κάνω

-Βλάκας...ονειροπόλος παρόλο που  τα πάντα κατέρρευσαν εδώ και 30 χρόνια

-Δεν πειράζει. Ας κατέρρευσαν. Την επόμενη  φορά θα ναι καλύτερα και διαφορετικά

-Πάτα την σκανδάλη μπάσταρδε. Σε νίκησα. Η ίδια η ζωή σε νίκησε. Ήρθες εδώ ως  ένα ανθρώπινο ναυάγιο να ζητήσει εκπρόθεσμη εκδίκηση

-Θα το έκανα αν δεν σκεφτόμουν τι πόνο θα προκαλέσει η πράξη μου στην Ελευθερία και τα παιδιά σας, είπε και τράβηξε το πιστόλι του, τράβα ζήσε  την ζωή που σου απομένει μέσα στην ντροπή

-Άντε γαμήσου, είπε ο Λεωνίδας κα;ι κίνησε μέσα στην αμμουδιά να  φεύγει

Ο Οδυσσέας έκατσε πάλι στον βράχο και συνέχισε να κοιτάει τον ορίζοντα στο βάθος της θάλασσας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά