Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Salonika-Η πόλη που δεν φαίνεται(κεφάλαιο 1)

 Στο πλακόστρωτό  στενό του ιστορικού κέντρου της πόλης, μέσα στα σκοτάδια  η μαυρομάλλα κοπέλα  ξεκίνησε να χορεύει. Και χόρευε αισθησιακά. Το σιντριβάνι  παραδίπλα συνέχιζε να αναβλύζει  τα νερά  του και η κοπέλα χόρευε πάνω στον ρυθμό της μουσικής.

Χόρευε και ξεντυνόνταν. Αργά και αισθησιακά. Τα χείλη της  μισάνοιχτα καθώς σε κοιτούσε με αυτά τα κατάμαυρα μάτια  της καθώς απ την κίνηση  τα τσουλούφια απ  την φράντζα της πέφταν  στο μέτωπο

Δεν άργησε να μείνει ολόγυμνη  , φορώντας μόνο τις μαύρες  αρβύλες της και  συνέχιζε να χορεύει πάνω στον ρυθμό και τις μελωδίες της μουσικής η οποία  δεν σταματούσε να  δονεί τα στενά της έρημης πόλης

Τότε ήταν που εμφανίστηκαν μπροστά της  5 άντρες. Σταθήκαν  σε  ημικύκλιο κυκλώνοντας την  έχοντας τον  τοίχο με γκράφιτι πίσω της

Ξεκίνησαν να περπατάνε αργά κλείνοντας και άλλο την διάμετρο του ημικύκλιου. Η μουσική σταμάτησε απότομα. Η κοπέλα σταμάτησε τον χορό. Τράβηξε απότομα  πιστόλι, τους σημάδεψε και ακούστηκαν 4 πυροβολισμοί και μια έκρηξη....

Ο  Οδυσσέας τινάχθηκε απ το κρεββάτι του ιδρωμένος  και  κοίταξε τριγύρω του  το δωμάτιο του. Απ τις τρύπες στα στόρια  ξεκίνησε να μπαίνει το πρώτο  φως της μέρας

Έφερε την παλάμη του στο μέτωπο και σκούπισε τον ιδρώτα του

"Πάλι το ίδιθο όνειρο", σκέφτηκε 

Τι να σήμαινε άραγε αυτό το όνειρο;

Δεν το έβλεπε κάθε νύχτα , αλλά το έβλεπε συχνά. Είχε σχεδόν ερωτευτεί αυτή την κοπέλα και πάντα το όνειρο  τέλειωνε με τους πέντε  άντρες που την πλησιάζαν έτσι όπως χόρευε  ολόγυμνη μέσα στην πόλη  για να την βιάσου. Αυτή τραβούσε πιστόλι. Έριχνε 4 φόρες και στο τέλος  ακουγόνταν μια έκρηξη και...ξυπνούσε

-Οδυσσέα; Κοιμάσαι;  ακούστηκε η  φωνή της μητέρας του, θα αργήσεις

Η μάνα του σκέφτηκε...πριν λίγους μήνες  η τράπεζα τους ειδοποίησε για το δάνειο.Παρακοκκίνισε και το αχούρι που είχε αγοράσει με τόσο κόπο ο πατέρας του  για  να στεγαστούν θα βγαίνε στο σφυρί.

Δουλειά  δεν υπήρχε. Ο πατέρας του οδηγός ήταν μια ζωή αλλά τι να έκανε; Πήγε οικοδομή να  κάνει μεροκάματα να σώσει το σπίτι.

Πως πας  οικοδομή; Αφού δεν την ξες την δουλειά; Θα την μάθεις στα 65 σου; Θα ανέβεις στην σκαλωσιά, τόσα μέτρα πάνω απ την γη και  δεν θα πέσεις;

Κάθε μέρα πριν πάει στην δουλειά περνούσε με το μηχανάκι απ το σημείο εκείνο που ακούμπησε ζωντανός στην γη για τελευταία  φορά ο πατέρας του. Κοιτούσε  το κτίριο  και προσπαθούσε να σκεφτεί ποια θα ήταν η τελευταία του σκέψη πριν ακουμπήσει το σώμα του για  τελευταία  φορά στην γη  ζωντανό

Μετά έβαζε μπροστά και πήγαινε στο  φαστφουντάδικο που δούλευε κουζίνα

Το χαν σώσει  το σπίτι όμως το  αντίτιμο ήταν σαν οικογένειά να παραδώσουν την ψυχή του πατέρα του σε αυτό το πράγμα που λεγόνταν καπιταλισμός και εξουσία και κατέτρωγε  οποιονδήποτε ολιγωρούσε  έστω και για μια στιγμή

Το σπίτι  , σκεφτόνταν τώρα  καθώς έψηνε  τα ψευτο-μπίφτέκια που ονομάζαν χάρμπουργκερ , το έσωσαν όμως  οι λογαριασμοί τους πιέζαν συνεχώς

Ότι έβγαζε συν η σύνταξη του πατέρα που λάμβανε η μάνα του πηγαίναν σε φως, νερό, τηλέφωνο και  τροφή. Άντε κάνα μήνα να περίσσευε ε κάνα  50ευρω 

Ήταν 25 ετών και δεν είχε ζωή. Δεν είχε φίλους, δεν έβγαινε, δεν διασκέδαζε, δεν έπινε, δεν ξενυχτούσε

Έβλεπε διάφορους συνομηλίκους του, αγόρια και κορίτσια. Παρκαίρναν τα φτιαγμένα αμάξια τους ή  τις cafe racer πανάκριβες ολοκαίνουργιες μηχανές τους  για να  κάτσουν στο μαγαζί να φάνε

Τους άκουγε να μιλάνε  για  ακριβά ψώνια, ακριβά  γούστα,  λούσα. 

-Έδωσα 1500 ευρώ χτες και πήρα αυτό το κινητό...., άκουσε μια κοπέλα 19 ετών να λέει  προχτές καθώς  έτρωγε με τις φίλες και τους φίλους του, περάσαν  6 μήνες όμως πάλιωσε

Άλλος κόσμος, ανθρώποι από άλλον πλανήτη

Πέρασε η ώρα. Μεσάνυχτα. Σχολάσαν. Βγήκε απ το μαγαζί και περπάτησε μέχρι  το σημείο που είχε παρκάρει το μηχανάκι του. Σάστισε. Έλλειπε.

Γαμώτο. Του το κλέψανε

Δεν ήταν δυνατόν. Του κλεψανε  το παλιό χαλασμένο μηχανάκι.Το μόνο που  είχε για να μετακινείτε  χωρίς να χρονοτριβεί απ το σπίτι  για την δουλειά και τανάπαλιν

Ποιος στον διάολο θα  έκλεβε ένα τόσο παλιό μηχανάκι;

Στο τμήμα ένας 35 χρόνος ασφαλήτης  που  φορούσε  ζωστήρα με τα όπλα του  στην πλάτη τον αγνοούσε επιδεικτικά

-Θέλω να κάνω  δήλωση...μου κλέψαν το μηχανάκι

-Περίμενε είπαμε, απαντούσε ο ασφαλήτης με ένα ύφος λες και ο Οδυσσέας του χρωστούσε την ύπαρξη του

Ο Οδυσσέας μετά από μια  ώρα  που του ξανάπε το ίδιο πράγμα και πήρε την ίδια απάντηση   του ανταπάντησε

-Κοίτα να δεις έχω άρρωστη μάνα  σπίτι και με περιμένει. Πόσο δύσκολο  είναι να το δηλώσω και να φύγω

-Δεν σου είπα να περιμένεις;

-Περίμενα  μια ώρα

-Θα περιμένεις και άλλο,έχω  δουλειά

-Δεν μπορείς  για ένα λεπτό να κάνω  την δήλωση

-Όχι δεν μπορώ. Αν δεν σου αρέσει σήκω  φύγε

-Αυτό θα κάνω

-Και άμα τα γυφτάκια που στο πήραν κλέψουν κάτι με αυτό θα μαντρώσουμε εσένα, του φώναξε ο ασφαλήτης  βλέποντας τον να φεύγει

-Θα μου κλάσεις τα αρχίδια μαλάκα, είπε ο Οδυσσέας

-Τι είπες; ούρλιαξε ο ασφαλήτης και σηκώθηκε και έτρεξε  από πίσω του

Ο Οδυσσέας βγήκε απ το γραφείο στον διάδρομο και ο ασφαλήτης έτρεχε πίσω του  επαναλαμβάνοντας

-Τι είπες; Ξαναπέστο αυτό

-Παράτε με μαλάκα

-Μαλάκας εγώ ρε; είπε ο ασφαλήτης και έκανε ένα σάλτο σαν παίκτης του ράγκμπυ και έπεσε με ολη του την δύναμη πάνω στον Οδυσσέα ρίχνοντας τον κάτω στο έδαφος μπρούμυτα

Όλο το τμήμα μαζεύτηκε από πάνω τους

-Εξύβριση  αρχής. Σε συλλαμβάνω  βλάκα


Μερικά λεπτά αργότερα τον Οδυσσέα τον κλείναν στο κρατητήριο

Εκεί καθόνταν ο Παντελής και τραγουδούσε  μόνος του ένα  σκυλογύφτικο τραγούδι

Σταμάτησε για λίγο το τραγούδι του. Κοίταξε τον Οδυσσέα . Του είπε  ευγενικά

-Καλησπέρα

Και μετά  συνέχισε στα τσιγγάνικα το  τραγούδι του

Μετά διέκοψε λίγο και τον ρώτησε

-Έχεις αδερφέ ένα  τσιγάρο;

-Καπνο

-Θα μου στρίψεις; 

Ο Οδυσσέας τον κοίταξε παραξενεμένος και κάπως παρεξηγημένος  σαν του έλεγε το βλέμμα του "εμ θα μου κάνεις τράκα εμ με  διατάζεις να σου στρίψω;"

Ο Παντελής  χαμογέλασε. Ήταν λίγο μικρότερος του, γύρω στα 21

-Έλα συγνώμη. Δεν θέλω να σε χώσω. Δεν ξέρω να στρίβω

Ο Οδυσσέας χαμογέλασε

-Θα σου στρίψω. Δεν έχω και πολλά πράγματα να κάνω εδώ πέρα, είπε και έβγαλε τον καπνό και έστριψε δυο τσιγάρα.

Ο Παντελής συνέχισες να τραγουδά το τραγούδι του

Ο Οδυσσέας τον πλησίασε και του το πρόσφερε μαζί με τον αναπτήρα του

-Μην μου ζητήσεις να σου το ανάψω κιόλας

-Όχι αλοίμονο. Αυτό ξέρω να το κάνω και μόνος μου

Γελάσαν

Ο τσιγγάνος άναψε το τσιγάρο και του επέστρεψε τον αναπτήρα

Ο Οδυσσέας τώρα άναβε το δικό του  ενώ ο Παντελής τον ρωτούσαν

-Γιατί σε φέραν  εδώ μέσα;

-Γιατί μου κλέψαν το μηχανάκι. 

-Λάθος το είπες. Σε κλείσανε επειδή έκλεψες μηχανάκι;

-Όχι σωστά το είπα.Ήρθα να δηλώσω  την κλοπή και με  μπουζουριάσανε

-Κατάλαβα. Είδαν πως εκκρεμούσε  κάτι για σένα; Κάποια παλιά υπόθεση;

-Είμαι πεντακάθαρος σαν σεντόνι που  μόλις βγήκε απ το πλυντήριο...έχετε πλυντήριο στο τσαντίρι; 

-Χαχαχα  γελάσαμε. Έλα πες. Έτσι κι αλλιώς μέσα είσαι και το πρωί θα περάσεις ανακριτή. Και ρουφιάνος να είμαι  δεν έχω κάτι να σε ρουφιανέψω. Τι φοβάσαι;

-Την αλήθεια σου λεω. Ήρθα να δηλώσω την κλοπή.Με είχαν δυο ώρες στο περίμενε . Του λέω τι θα γίνει;  Και με μάζεψε μέσα

-Ώπα αδερφέ. Είσαι ρομά; 

-Όχι καμιά σχέση. 

-Τσιγγάνος; Γύφτος;

-Όχι , πόντιος

-Μπαλαμός μαλάκας  δηλαδή σαν και αυτούς. Και σου κάνανε  τέτοιο πράγμα;

-Τι σου λέω;

-Να σουν  δικός μας  θα το καταλάβαινα. Αλλά εσένα γιατί στο κάνανε;

-Έλα ντε. Εσύ να μου πεις. Τι να μου πεις δηλαδή; Βγάζεις άκρη με αυτά τα  αρχίδια;

-Αυτό ξαναπέστο

-Εσένα  γιατί σε μαζέψανε;

-Γιατί έκλεψα  ένα μηχανάκι.

-Εμένα μου κλέψανε , εσύ έκλεψες

-Ναι αλλά δεν το χάρηκα. Με το που το πήρα  στο επόμενο  στενό είχε  μπλόκο και με σταματήσανε

Που ναι τα χαρτιά σου; Σπίτι τα ξέχασα

Πες την πινακίδα, λέει ο πιο νταγλαράς

Που να ξέρω την πινακίδα

-Σωστά όταν κλέβεις δεν κοιτάς την πινακίδα

-Εγώ το χα και κλειδωμένο

-Καλά άμα  ξέρει ο άλλος ούτε  η κλειδαριά , ούτε ο συναγερμός μπορούν να  τον σταματήσουν

-Εσύ ξες να ανοίγεις κλειδαριά;

-Κλειδαριά; Κλειδαριές να λες. Καλύτερα και από ρουμάνους

-Ναι ε;

-Κάτι σκέφτεσαι εσύ. Κάτι έχεις στο μυαλό σου ε; τσογλανάκο χαχαχα

Ο Οδυσσέας σάστισε λίγο αλλά μετά κούνησε το κεφάλι του

-Όχι, όχι τίποτα. Άστο θα μπλέξουμε

-Έχει πολύ χρήμα μέσα αυτό που θες να ανοίξουμε

-Καθόλου. 

-Καθόλου;

-Για αυτό σου λέω. Άστο

Εκείνη την ώρα πλησίασε στα κάγκελα του κρατητηρίου μια γυναίκα  αστυνομικός με ακόμη πιο αυταρχικό  ύφος απ του ασφαλήτη που  μπουζούριασε  τον Οδυσσέα

-Ποιος είναι ο Οδυσσέας Παντουσμανίδης;

-Κοπελιά; Σου φαίνομαι για Παντουσμανίδης; ρώτησε  περιπαιχτικά ο Παντελής

-Εσύ σκάσε  γιατί την πάτησες πολυ άσχημα  σήμερα

Λοιπόν ποιος είναι ο Παντουσμανίδης;

Ο Οδυσσέας κοίταξε τον μικρό χώρο του κρατητηρίου

-Εμείς οι δύο είμαστε μέσα. Αν δεν είναι αυτός, είπε  δείχνοντας με το βλέμμα τον Παντελή, ποιος θα μπορούσε να είναι;

-Απάντησε στην ερώτηση, είπε η  γυναίκα ακόμη πιο  επιτακτικά και θυμωμένα, ποιος είναι ο Οδυσσέας Παντουσμανίδης; Δεν θα ρωτήσω τρίτη φορά

-Εγώ

-Πόντιοι, μουρμούρισε η  γυναίκα καθώς σημείωνε κάτι  σε ένα χαρτί

-Τι έχουν οι πόντιοι;

-Η μάνα μου , μου είπε να μην παντρευτώ πόντιο...μυρίζουν πολύ

-Και συ δεν είσαι πόντια δηλαδή;

-Χαλκιδικιώτισσα...γιατί με πέρασες  για πόντια;

Ο Οδυσσέας δεν απάντησε. Χαμογέλασε ειρωνικά και  έφερε το χέρι του στην μύτη . Η αστυνομικίνα είχε όντως μεγάλη μύτη

-Δεν σε παίρνει για μαγκιές εδώ μέσα, του είπε και έφυγε


Μπήκε στο γραφείο του διοικητή

-Λοιπόν; ρώτησε ο διοικητής

-Ο τσιγγάνος έκλεψε την υπ αριθμόν νν999μοτοσυκλέτα μεσαίου κυβισμού  που ανήκει  στο όνομα Οδυσσέας Παντουσμανίδης

Ο άλλος κρατούμενος  λέγεται Οδυσσέας Παντουσμανίδης και  ήρθε να δηλώσει την κλοπή της μηχανής του αλλά ο Βαγγέλης  από δίπλα τον έδειρε και τον μπουζούριασε

Ο 58χρόνος διοικητής ξεφύσηξε  και  φώναξε στην γυναίκα

-Τα γυμναστήρια, τα αναβολικά  και η κόκα  σας έχουν  χαζέψει το μυαλό

-Εγώ κάτι πιλάτες κάνω μόνο και δεν  το πολύ πολύ να πιω  και ένα δεύτερο τσάι μέσα στην μέρα μόνο

-Αν ο μικρός  το  ψάξει θα μας εκθέσει και αν βρει  έναν καλό δικηγόρο θα μας γαμήσει και  από πάνω

Η αστυνομικίνα δεν μίλησε

-Πως σκατά θα ξεμπλέξουμε απ αυτή την μαλακία; Φώναξε μου τον Βαγγέλη

Η αστυνομικίνα έφυγε και  σε λίγο μπήκε ο ασφαλήτης μέσα

-Κύριε διοικητά;

-Πόσες φορές σου είπα να μην είσαι μαλάκας;

-Εξύβρισε κύριε  διοικητά και ο νόμος...

-Βαγγέλη; Όχι σε  μένα αυτά τα χρυσαυγίτικα. Όχι σε μένα

Είπαμε να δέρνουμε αυτούς που  παρανομούν και τους αναρχικούς...άντε και κάνα  φοιτητή, θα δέρνομε και αυτούς που τους κλέβουν;

-Κανονικά κύριε διοικητά, τέτοιοι που είναι όλοι ξύλο θέλουν

Ο διοικητής τον αγριοκοίταξε και ο ασφαλήτης έκανε ένα νεύμα με το χέρι

-Καλά, καλά. Για αστείο το είπα



Ο  Παντελής μονολογούσε

-Ρε φίλε τι να το έκανα το μηχανάκι; Μια βόλτα ήθελα να κάνω μόνο . Θα το παρατούσα κάπου και θα του το βρίσκανε του ανθρώπου

-Δεν θα το πήγαινες στο σόι σου να το κάνετε βίδες να το πουλούσατε;

-Όχι ρε, χαχαχα, ποιο σόι μου;

-Έτσι δεν δουλεύεται εσείς; Μη το πάρεις ρατσιστικά ρωτάω απλά

-Έτσι δουλεύουν κάποιοι.Άλλοι δουλεύουν αλλιώς και κάποιοι απλά δουλεύουν.  Εγώ είμαι απ αυτούς που δουλεύουν

-Που δουλεύεις εσύ;

-Σερβιτόρος. Στην παραλία. Στο 69 αν το ξες. Καλά άστο. Αν το μάθουν πως είμαι μέσα θα με  απολύσουν . Γάμησε τα. Για μια βόλτα

-Τι να πω λυπάμαι  ρε φίλε

-Εσύ που δουλεύεις;

-Στα ανατολικά  στο Μπαμ Μιαμ

-Το μπεργκεράδικο;

-Ναι μέσα, ψήνω και ετοιμάζω

-Έλα ρε; Από κει κοντά  βούτηξα  το μηχανάκι σήμερα

-Βουτήξανε και δεύτερο  μηχανάκι σήμερα;

-Δεν ξέρω, εγώ ένα  μαύρο αυτόματο πήρα

Ο Οδυσσέας τον κοίταξε απορημένος

-Μαύρο ε; μονολόγησε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του

-Τι; απόρησε ο Παντελής αλλά πριν προλάβει να συμπληρώσει   την πρόταση του ο Οδυσσέας τον άρπαξε απ τον γιακά και σήκωσε απ τον πάγκο που καθόνταν

-Εμένα  βρήκες να κλέψεις ρε μαλάκα; Θα σε  γαμήσω ρε

-Τι λες μωρέ;

-Μόνο ένας  έχει μαύρο μηχανάκι  στην  περιοχή εκείνη  

-Και που να το ξέρω εγώ;

-Εξαιτίας  σου μαλάκα  με μπαγλαρώσαν  εδώ μέσα

Εκείνη την  ώρα η  αστυνομικός πλησίαζε το κελί και άκουσε την φασαρία. Κοίταξε μέσα και είδε  τον Οδυσσέα να χει αρπάξει τον Παντελή απ τον γιακά

-Τι γίνεται εδώ; φώναξε αλλά δεν πήρε απάντηση

Αμέσως  έβγαλε τα κλειδιά να ξεκλειδώσει  ενώ παράλληλα  φώναζε  και άλλους συναδέλφους της να την συνδράμουν

Ένα τσούρμο από στολές πέσανε μέσα  στο κελί και  τραβήξαν  τον Οδυσσέα  απ τον  Παντελή.

Ο διοικητής που άκουσε  την φασαρία  πλησίασε το κελί και φώναξε

-Τι γίνεται  εκεί ;

-Πλακώνονται, απάντησε η  αστυνομικός

-Φέρε  τον Παντουσμανίδη στο γραφείο μου


Ένα λεπτό αργότερα ο διοικητής άκουγε τον Οδυσσέα να σιχτιρίζει τους πάντες και τα πάντα

 -Τον είχατε μέσα. Είχατε το μηχανάκι  μου και  δεν με αφήνατε να κάνω  δήλωση κλοπής. 

Αν κάνατε την δουλειά σας όλο αυτό θα είχε κρατήσει 3 λεπτά και  εδώ και 5 ώρες θα ήμουν σπίτι μου

Και  του  είπα του δικού σας "είναι η μάνα μου άρρωστη" και μου απάντησε "αυτό είναι δικό σου πρόβλημα. περίμενε"

-Ναι αλλά τον έβρισες

-Μετά από δυο ώρες που με περιέπαιζε  χωρίς λόγο

-Δεν έχει σημασία. Και να σε  σκότωνε  δεν κάνει να τον βρίζεις γιατί είναι παράνομο

-Αν με σκότωνε  χωρίς λόγο και τον έβριζα  πάλι παράνομο θα ήταν;

-Πάλι

-Δεν βγάζουμε άκρη  κύριε διοικητά 

-Είσαι νέος και βράζει το αίμα σου το καταλαβαίνω. Τα ίδια και ο γιος μου. Αυτό που  προσπαθώ να σου εξηγήσω είναι πως έτσι είναι ο κόσμος μας. Αν πας με τανερά του κόσμου θα  τα πας καλά

-Μπορώ να πάρω το μηχανάκι μου και να φύγω;

-Ελεύθερος. Θα κάνεις μήνυση  στον τσιγγάνο;

-Αν δεν του κάνω;

-Θα  αφεθεί ελεύθερος αφού του  απαγγελθεί κατηγορία αυταπάγγελτα

-Μπορώ  να δώσω κατάθεση;

-Φυσικά

Λίγο αργότερα  έδινε σε  έναν άλλον αστυνομικό κατάθεση

-Όλα είναι μια παρεξήγηση, έλεγε, του  έδωσα το μηχανάκι αλλά  ξέχασα να του δώσω τα χαρτιά. 

Ο αστυνομικός σταμάτησε να γράφει και τον κοίταξε

-Γιατί βγάζεις λάδι τον τσιγγάνο; τον ρώτησε

Ο Οδυσσέας δεν μίλησε

15 λεπτά  αργότερα  κάπνιζε περιμένοντας έξω απ το τμήμα  

Κρύφτηκε πίσω από μια κολώνα μόλις είδε τον Παντελή να βγαίνει. Τον ακολούθησε και μόλις αυτός μπήκε σε ένα στενάκι έτρεξε από πίσω του και του όρμηξε. Ξεκίνησε να τον βαράει. Ο Παντελής  απάντησε στις μπουνιές με μπουνιές  αμυνόμενος

Ο Οδυσσέας κάποια στιγμή τον έριξε κάτω και πήγε να τον κλωτσήσει όμως χτύπησε το κινητό του

-Η μάνα μου . Άραξε, του είπε κάνοντας του νόημα να μείνει κάτω, έλα μάνα. Ξέρω , έμπλεξα και δεν ήρθα σπίτι. Τώρα ξεκινάω. Εσύ πως είσαι; Πίεση; Πήρες χάπι; Γαμώτο. Ναι  σου είπα θα σου έπαιρνα αλλά το ξέχασα.Που να βρω τέτοια ώρα;Κάνε ένα  χυμό λεμόνι να πέσει. Μάνα  5 τα χαράματα κλειστά είναι τα φαρμακεία και έτσι όπως τα έχουν κάνει  εφημερεύει ένα εδώ και ένα εκεί. Που να βρω  να σου πάρω και χωρίς  συνταγή. 

Έκλεισε  το κινητό και κοίταξε τον Παντελή που ήταν πεσμένος στο έδαφος

-Φύγε. Τυχερός είσαι

-Τι  δεν θα  βγάλεις το άχτι σου; ρώτησε ο τσιγγάνος καθώς σηκωνόντανε

-Έχω  πιο σοβαρές   δουλειές

-Για  τη μαμά  σου;  Θέλει χάπια;

-Τέτοια ώρα. Ανέβασε πίεση.

-Δεν θα βρεις ανοιχτό και  αν εφημερεύει  κάτι μπορεί να είναι χιλιόμετρα μακριά 

-Θα βρω

-Έχει ένα εδώ δίπλα.Πες μου το  όνομα απ το χάπι και θα στο φέρω

Ο Οδυσσέας τον κοίταξε

-Θα καθυστερείς ή θα γίνει η  δουλειά σου; Τι  θέλεις;

-Θες να με βοηθήσεις;

-Χεσμένο σε έχω μαλάκα , του είπε ο Παντελής, αλλά η μαμά σου δεν μου φταίει σε τίποτα


Τρία λεπτά αργότερα από  ένα εγκαταλελειμμένο  κτίριο  ο Παντελής  έβρισκε μια τρύπα και έμπαινε μέσα σε ένα κλειστό φαρμακείο. Μετά από λίγο  έβγαινε με το χάπι στα χέρια

-Αυτό είναι;

-Το χεις ξανακάνει; 

-Είναι καλή καβάτζα αυτό. Όταν η γιαγιά   θέλει χάπι έρχομαι και παίρνω, αλλά θέλει μυαλό. Αν σηκώσεις όλο το μαγαζί θα καταλάβουν  την δουλειά , θα  ψαχτούν και θα βρουν την τρύπα...και θα χαθεί η  καβάτζα

Ο Οδυσσέας έβαλε  μπροστά το μηχανάκι του

-Ανέβα  γύφτο

-Ρομά είμαι

-Ναι οτιδήποτε. Ανέβα. Πάμε σπίτι . Κερνάω  καφέ

Ο Παντελής ανέβηκε και ξεκίνησε

Οι πρώτες αχτίδες του  ήλιου ξεκίνησαν να κάνουν την εμφάνιση τους  στην άσφαλτο. Το μηχανάκι του   Οδυσσέα κυλούσε στην άσφλατο. Απ τα στενά σαν αγουροξυπνημένα εμφανιζόταν με  φώτα νυσταγμένα κάποια  οχήματα. ΙΧ και  βανάκια. Η πόλη ξύπναγε και πρώτοι οι πληβείοι της βγαίναν έξω  για να πάνε στις δουλειές  τους.

Το μηχανάκι περνούσε από γειτονιές. κάτω από γέφυρες , μπροστά από  έρημες  περιοχές που  το real estate τώρα αποφάσιζε να  αλώσει με μπετόν  το φυσικό κάλος

Οι δυο αναβάτες της μηχανής διασχίζαν την Θεσσαλονίκη  αμίλητοι. Η ψύχρα  της εποχής και της νυχτιάς τους μαστίγωνε τα πρόσωπα  όμως οι πρώτες αχτίδες του ήλιου σπάγανε την κυριαρχία της  ζεσταίνοντας ελαφρά το μέτωπο τους. Ανεπαίσθητα και φευγαλέα  ζεστασιά όπως η ζωή στην  πόλη για όσους  γεννηθήκαν  φτωχοί  δηλαδή άτυχοι

Μπήκαν στο  φτωχικό διαμέρισμα της  ετοιμόρροπης πολυκατοικίας , αυτό  που κόστισε πολλά και  ο πατέρας τυ Οδυσσέα έχασε την ζωή του για να το σώσει απ τον Γρεβενιώτη κεντροαριστερό  πολιτευτή που φλέρταρε με τον ναζισμό  και είχε συστήσει ένα  fund για να τους  το φάει  με την υποστήριξη της κεντροδεξιάς δημοκρατικότατης  χουντικής κυβέρνησης

Η μάνα  του  , τους καλωσόρισε

Αφού πήρε το  χάπι τους έφτιαξε καφέ και τους  σέρβιρε στο μπαλκόνι

-Φραπεδάκι  γιέ μου, είπε στον Παντελή, δεν έχω μάθει να φτιάχνω αυτά τα καινούργια, τα  τρέντο πως τα λένε

Ο Παντελής χαμογέλασε

-Σαν το φραπεδάκι δεν έχει  θεία,να σαι πάντα καλά, της απάντησε

-Είσαι μαλάκας, του είπε ο Οδυσσέας όταν έφυγε  η μάνα  του

-Σου έμοιαξα, του ανταπάντησε ο Παντελής

Ήπιαν  μια τζούρα  φραπέ

-Θα πάω μέσα να ξεραθώ. Αν σου πω να την πέσεις  πόσο σίγουρος μπορώ να μαι πως όταν ξυπνήσω  δεν θα λείπει το μισό σπίτι;

-Σαν τι να κλέψω από δω μέσα ρε μαλάκα; Ούτε  καν play  station δεν έχεις 

Γελάσανε

Ο Οδυσσέας τον κοίταξε σοβαρός

-Ευχαριστώ...για το χάπι

-Μπορεί να κλέβω μηχανές για να κάνω  βόλτα . Πες με  ότι θες για αυτό. Δεν θα αφήσω όμως ποτέ  γιαγιά και παιδάκι ανυπεράσπιστο. Έτσι είμαι

-Πάμε να ξεραθούμε και το μεσημέρι  θα φάμε. Θα κάτσεις;

Το βλέμμα του Παντελή κόλλησε στο τζάμι του απέναντι διαμερίσματος. Ο ήλιος τώρα έπεφτε πάνω του και η αντανάκλαση  έφτανε ως το μπαλκόνι του διαμερίσματος του Οδυσσέα

-Σκέφτομαι μερικές φορές, θα καταφέρουμε ποτέ κάτι; ρώτησε τον Οδυσσέα, σου περνάνε τέτοιες σκέψεις  και σένα;

-Πιο παλιά ίσως. Πλέον σκέφτομαι μέχρι του τι θα συμβεί ως την άλλη εβδομάδα.

-Νιώθεις πιεσμένος  ε;

-Μας πιέζουν από παντού, Παντελή

-Αυτό ένιωθε η φυλή μου από πάντα.

-Εμείς πάλι είχαμε τη ψευδαίσθηση για  δυο δεκαετίες πως  τα δύσκολα  μείναν  πίσω αλλά μας  επιστρέψαν ξανά πίσω σε αυτά

-Και να σου πω και το άλλο; Με την δουλειά  δεν σωζόμαστε. Το σόι μας μας έκανε πέρα επειδή ο πατέρας μου μας ήθελε  νόμιμους. Δεν λέω τίμιους. Σχετικό είναι το τίμιος

Τίμιους και νόμιμους, αν μην ζήσουμε τα δικά του που μπαινόβγαινες  φυλακές...πότε επειδή  έφταιγε και πότε επειδή  έφταιγε το χρώμα του 

Και σου λένε πάρε 600 ευρώ και ζήσε και φτιάξε και το μέλλον σου

Κοιτάχτηκαν και γελάσαν, Μετά κοιτάξαν ξανά την αντανάκλαση στο τζάμι απ το απέναντι  μπαλκόνι

Ο Οδυσσέας  πήρε μια ανάσα και του είπε

-Βλέπεις πόσο κοντέ είναι τα απέναντι σπίτια; Σχεδόν κολλητά  χτίσανε τις  οικοδομές. Να βλέπουμε ό ένας την  μιζέρια του άλλου

-Σου αρέσει η Σαλονίκη; Εγώ πότε την μισώ και πότε  την αγαπώ

Ο Οδυσσέας έδειξε με το δάχτυλο του και συνέχισε

-Αν δεις εκεί, οι οικοδομές κάνουν μια ρωγμή...σαν χαραμάδα και φαίνεται η θάλασσα στο βάθος.Φαντάζει σαν μια  μικρή διέξοδος προς το μέλλον





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά