Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Salonika-Η πόλη που δεν φαίνεται(κεφάλαιο 2)

 Ο Παντελής  έτρεχε  μέσα στην  νύχτα  στα πεζοδρόμια της Τσιμισκή. Από πίσω   οι 3 "γορίλες"  τον είχαν πάρει στο κατόπι και τον πυροβολούσαν. Σε κάθε κρότο της κάνης ο Παντελής ενστικτωδώς έσκυβε το κεφάλι του

Η κεντρικότερη λεωφόρος της πόλης   αυτή την ώρα  ήταν άδεια.Μεσάνυχτα Τετάρτης βλέπεις. 

Θα έπρεπε να είχαν διανύσει κοντά στα 200 μέτρα όταν ο Τσιγγάνος  αντίκρισε  στο δεξί του χέρι μια πόρτα ενός  κτιρίου ανοικτή

Έστριψε αμέσως  και  μπήκε μέσα.Έκανε να ανοίξει το ασανσέρ όμως  μετά  είδε μια ταμπέλα  κρεμασμένη  πάνω του που ανέγραφε

"Χαλασμένο...ξανά"

Βλαστήμησε και ξεκίνησε να ανεβαίνει τα κυκλικά σκαλιά του παλιάς αρχιτεκτονικής   κτιρίου

Από πίσω του  ακολουθούσαν και οι δυο "γορίλες"

Έφτασε στην ταράτσα όπου η πόρτα ήταν ανοικτή.

Βγήκε έξω και έτρεξε ως  την μια άκρη της. Ήλπιζε να υπάρχει κάποιο κτίριο  δίπλα να μεταπηδήσει  στην ταράτσα του. Δεν υπήρχε. Έτρεξε στην άλλη άκρη και κει   διαπίστωσε πως υπήρχε πολύ  ψηλότερο κτίριο

Έκανε να  τρέξει πάλι ως  την είσοδο της ταράτσας αλλά φτάνοντας στο  κέντρο αυτής  διέκρινε τους τρεις  "γορίλες" να καταφθάνουν  λαχανιασμένοι και να  την  φρακάρουν με τα  σώματα τους

Τώρα στεκόνταν εγκλωβισμένος  μπροστά τους.

Οι  "γορίλες" ζυγίζαν τα πιστόλια  στα χέρια τους  καθώς  τον πλησιάζαν χαμογελώντας ειρωνικά

-Νόμιζε θα  ξεφύγει, είπε ο ένας με τον άλλον να  απαντάει

-Μα μπορεί...αν πάρει   φόρα και πηδήξει  ευθεία μπροστά

Ο Παντελής  στεκόνταν  ακίνητος. Σχεδόν είχε παγώσει. Πίσω  του στο βάθος του ορίζοντα διακρινόντανε ο Θερμαϊκός  κόλπος  και τα φώτα απ το λιμάνι  της πόλης

Οι  τρεις "γορίλες"  υψώσαν τα πιστόλια τους και τον σημάδεψαν


24 ώρες  νωρίτερα...

Το αμάξι  ήταν αραγμένο στον Ποταμό της Επανωμής.Στην ακτή σκάγανε  με λύσσα τα κύματα καθώς φυσούσε  ο χειμωνιάτικος  Βαρδάρης 
Ο Παντελής απ την θέση του οδηγού  άνοιξε το ραδιόφωνο και  άρχισε να κουνιέται και να σιγοτραγουδάει πάνω στον ρυθμό του τραγουδιού "Είναι εντάξει μαζί μου"
Ο Οδυσσέας τον κοιτούσε
-Τι κάνουμε  εδώ Παντελή; Μέσα σε ένα  κλεμμένο αμάξι;
Ο Παντελής έβγαλε και άναψε ένα  μπάφο  συνεχίζοντας να σιγοτραγουδάει. Πήρε δυο καλές τζούρες και του έτεινε το τσιγαριλίκι
-Ευχαριστώ  δεν  μ αρέσει το χασίσι
Ο Παντελής  έσκασε  στα γέλια
-Χασίσι; Σιγά μη το  πεις και τσιγαριλίκι. Η γιαγιά μου το λεγε  χασίσι χαχαχαχα
-Παντελή ; Είμαστε σε  μέσα σε ένα κλεμμένο αμάξι. Θα μας κάνουν τσακωτούς και δεν θα βγούμε ούτε το 2000
-Α; το ποιο; Πέρασε  ρε το 2000 δεν πέρασε;  Τι χρονιά έχουμε;
Ο Οδυσσέας ξεφύσηξε. Ο Παντελής  συνέχισε την πλάκα 
-Μαλάκα; Κοιμήθηκα και ξ΄'ξύπνησα πίσω  στο 2000.Ούτε καν είχα  γεννηθεί  τότε
-Παντελή κόψε την πλάκα. Κλέψαμε ένα  αμάξι απ την Τριανδρία, διασχίσαμε όλη την πόλη και ήρθαμε στον Ποταμό να κάνουμε τί;
-Να συζητήσουμε
-Τι πράγμα;
-Το μέλλον μας
-Παντελή; Μας απολύσανε. Ποιο μέλλον να συζητήσουμε;  Να  ψάχνουμε για δουλειά έπρεπε  και να παίρνουμε τηλέφωνα
-Στους μαλάκες τους Σαλονικιούς  που πούλησε χωράφια  και τους  άνοιξε μαγαζάκι ο μπαμπάς τους. Δεν τα βαρέθηκες;
-Εδώ και καιρό όμως αν δεν μπει δεύτερος μισθός σπίτι  την κάτσαμε
-Και τι ψάχνεις ρε Οδυσσέα; Να  βρεις ξανά  δουλειά να  σε ξεζουμίσουν και να ξαναπολυθείς;
Ο Οδυσσέας τον κοίταξε
-Ε μα ποια;  είπε ο Παντελής, αυτή η δουλειά θα  γίνεται; Εγώ βαρέθηκα
-21  χρονών είσαι ρε , πότε πρόλαβες να  βαρεθείς;
-Βαριέμαι  γρήγορα τι να κάνουμε;
Ο Οδυσσέας σταύρωσε τα  χέρια του και τα έφερε στο πρόσωπο του
-Σε παρακαλώ. Φίλε. Μπορείς να μου πεις  τι έχουμε να συζητήσουμε;
-Το μέλλον φίλε. Το μέλλον
-Σ ακούω. όταν είσαι έτοιμος μου λες. Ποιο είναι το μέλλον μας
-Ο Φίόγκος
-Ποιος Φιόγκος
-Ο Φιόγκος
-Το  vip βαποράκι  ;
-Αυτός ο μαλάκας ο φλώρος. Ξές  τι χρήμα κουβαλά κάθε  βράδυ; Ερχόταν πουλούσε  στο μαγαζί που δούλευα
-Και μετά ερχόταν και ξόδευα  στο  δικό μας μαγαζί. Ξέρω
-Ε αυτόν τον μαλάκα. 28  χρονών ο φλώρος απ τις μεζονέτες της Πυλαίας  και μου το πάιζει γκάνγκστα με  σπορ  αμάξι
-Και τι θα κάνουμε; Θα του φάμε την πελατεία;  Αυτό μου λες;
Ο Παντελής  σοβάρεψε και γύρισε και τον κοίταξε
-Βγες έξω.
-Τι;
Ο  ίδιος άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Ο Οδυσσέας τον μιμήθηκε
-Θέλω να μαι ξεκάθαρος αδερφέ και συ το ίδιο. Μπορεί να κλέβω οχήματα για πλάκα, γιατί ο πατέρας όταν χώρισε  τα τσανάκια του απ το σόι μας είπε...
-Να  μην  ξανασχοληθείτε με  παρανομίες επειδή   δεν ήθελε να τραβήξετε τα ίδια με αυτόν,  γνωστά αυτά μας τα ξανάπες
-Ακριβώς. Μπορεί  να μην  έχω ξεκολήσει εντελώς απ το έγκλημα αν είναιέγκλημα να δανείζεσαι αμάξια και να κάνεις  βόλτες πριν τα επιστρέψεις....παρατώντας τα...άθικτα... αλλά ουδέποτε θα πουλήσω ναρκωτικά. Ούτε σε φτωχό , ούτε σε μαλακισμένο πλούσιο. Είμαστε ξεκάθαροι;
-Εντελώς
-Ωραία. Αφού συμφωνήσαμε  σε τι έιδους έγκλημα θα δραστηριοποιηθούμε  πάμε να  δούμε τις λεπτομέρειες  πως θα γαμήσουμε τον Φιόγκο
-Ε, ε,ε, τι λες; Εγώ δεν συμφώνησα στο να γίνω εγκληματίας
-Ρε πως κάνεις έτσι; Δυο  ρόπαλα  θέλουμε
-Τι να  τα κάνουμε;
-Να χτυπήσουμε τον Φιόγκο....στο κεφάλι
-Στο κεφάλι; Με ρόπαλα;
-Λίγο. Μετά θα του πάρουμε τα λεφτά  απ τις πωλήσεις και μετά θα αράξουμε για λίγο καιρό
-Εγώ δεν κάνω τέτοια. Λυπάμαι
-Βρε μαλάκα , για μια φορά θα ναι
-Θα μας  καταδώσει
-Που στην αστυνομια; χαχαχαχα, τι θα τους πει;  Πουλούσα κόκα  χωρίς να σας δίνω  το μερίδιο σας και με κλέψανε;
-Στα αφεντικά του ίσως;
-Θα την φάει από πίσω δεν θα μας δει
-Θα μας δουν οι κάμερες
-Και  τις μάσκες του σκι τι  τις  πουλάνε;
Ο Οδυσσέας θα μείνει δυο  δευτερόλεπτα σκεφτικός και μετά θα μονολογήσει
-Όχι ρε, όχι , όχι όχι. Δεν κάνω τέτοια εγώ
-Κολώνεις τον Φιόγκο ρε;
-Δεν κολώνω πουθενά. Απλά θα μας πιάσουν και η μάνα  θα μείνει μόνη
-Ποιος θα μας πιάσει ρε; Μόλις σου  εξήγησα το τέλειο σχέδιο
-Όχι. Λυπάμαι. Πάνε με πίσω. Να πάω να  ψάξω καμιά δουλειά. Να μοιράζω έστω διαφημιστικά μέχρι να βρω κάτι καλύτερο
-Σήμερα το βράδυ ο Φιόγκος μια που θα μπει στο Μιαμ με τα  τζής και μια που θα βγει με  15 χιλιάδες ευρώ. Και μια...λάθος  δυο ροπαλιές που θα φάει  και θα φύγουμε  με 5 χιλιάδες ευρώ ο καθένας
-Και τα  υπόλοιπα  5 που θα χει τι θα απογίνουν;
-Ποια  5; 15 θα  έχει. 5+5 μας κάνουν  15
-15 δια δύο μας κάνουν εφτάμιση χιλιάδες ευρώ
-Τόσο κάνουν; 
Ο Οδυσσέας  έμεινε για λίγο αμίλητος
-Οδυσσέα; Εσύ πήγες και σχολείο. Λέγε ρε; Θα  φύγουμε από εκεί με 7,5 χιλιάδες ευρώ  καθένας;
-Καθαρίζουμε  για πολλούς μήνες με αυτά τα λεφτά. Εγώ τουλάχιστον
-Ούτε άγχος τι λογαριασμοί θα έρθουν την άλλη βδομάδα, ούτε θα τρέμεις να ανοίξεις το αέριο  αν κάνει  παγωνιά
-Μαλάκα Παντελή; Γιατί με μπλέκεις  με μαλακίες;
-Γιατί με  αυτές τις μαλακίες θα ξελασπώσουμε
-Γαμώτο
-Δηλαδή είσαι  μέσα;
-Πρέπει να δούμε  διαδρομή , διαφυγή, όλα αυτά
-Άστα πάνω μου. Τα χω μελετήσει όλα
Εκείνη  την ώρα  το τραγούδι άλλαζε απ το ραδιόφωνο μέσα στο αμάξι και  ο Παντελής κοκάλωσε
-Κοματάρα; Κοματάρα; Μητσιάς ρε φίλε. που το θυμηθήκανε;

-Έλα  πάμε , φώναξε  ο Παντελής  τραγουδώντας με τον ιδιαίτερο τσιγγάνικο τρόπο του το τραγούδι μαζί με το ράδιο.
Μπήκε στο αμάξι και έβαλε μπροστά αλλά το αμάξι δεν προχωρούσε
Ο Οδυσσέας απ έξω του φώναξε
-Μόλις κολλήσαμε στην άμμο.
Ο  Παντελής βγήκε έξω και βλαστήμησε
Ένας 40 χρόνος περνούσε με το τρακτέρ από μπροστά τους και τους φώναξε
-Εεεεεε, μείνατε;
-Κολήσαμε στην άσφαλτο πατριώτη, του απάντησε ο  Παντελής
-Κλασσικά, απάντησε ο 40χρόνος,αυτό γίνεται όλο το καλοκαίρι αλλά τέτοια εποχή τι ήρθατε να κάνετε εδώ;
-Ο φίλος μου από εδώ. Ο  μπαμπάς του δηλαδή. Σκέφτεται να επενδύσει  και του πρότεινα την περιοχή
Ο  40χρόνος πλησίασε με το τρακτέρ και  το σταμάτησε. Πήδηξε κάτω και τους πλησίασε τείνοντας το χέρι του
-Καλημέρα. Γιώργος
-Καλημέρα, Θανάσης, είπε ο Παντελής και έτεινε το χέρι του, από εδώ ο φίλος μου ο Παύλος
-Είναι ωραία εδώ και μια ανάσα απ την πόλη. Τα  τελευταίας χρόνια με τα μπιτς μπαρ έχει πάρει πολύ ανάπτυξη η περιοχή.Αξίζει να επενδύσετε εδώ
-Ακριβώς αυτό του έλεγα και γω κύριε Γιώργο. Εσείς; Χειμώνα  αγρότης και το καλοκαίρι  φαντάζομαι  θα  δραστηριοποιήστε στον τουρισμό;
-Το σκεφτόμουν αλλά που χρόνος;Έχω τα χωράφια , έχω την υπηρεσία...δεν προλαβαίνω αν και το σκέφτομαι να  χτίσω σε ένα κτήμα μερικά  δωμάτια και να τα νοικιάζω
-Ποια υπηρεσία; ρώτησε διστακτικά ο Οδυσσέας
-Είμαι αστυνομικός  Παύλο μου και παράλληλα  όσο προλαβαίνω   βάζω και ελιές  στα κτήματα  του πατέρα μου
Λίγα λεπτά αργότερα το τρακτέρ  τραβούσε έξω απ την άμμο  το αμάξι τους
Ο Οδυσσέας με τον  Παντελή καθόταν μέσα στο αμάξι αμίλητοι 
-Καλά που έδωσα  ψεύτικα ονόματα,είπε ο Παντελής
-Μαλάκα, ήρθαμε σε τούτη την ερημιά. Βρέθηκε ένας άνθρωπος και αυτός ήταν μπάτσος.Δεν το πιστεύω. Το σύμπαν μας στέλνει μηνύματα
-Εγώ πάλι θέλω να βάλω  τα γέλια

Λίγο αργότερα οι δυο  φίλοι επέστρεφαν με το αμάξι τους στην Θεσσαλονίκη
-Να πεταχτούμε λίγο απ τα μέρη μου;
-Στα Διαβατά;
-Έχω μια δουλίτσα
Ο Οδυσσέας  τον κοίταξε
-Δουλίτσα;
-Κανονική. Μια πως το λένε; Κοινωνική υποχρέωση ρε
-Διασχίσαμε όλη την πόλη  με κατεύθυνση τέρμα ανατολικά με κλεμμένο αμάξι και τώρα λες να ξαναμπούμε στην πόλη και να την διασχίσουμε τέρμα δυτικά ενώ πριν 10 λεπτά ένας μπάτσος με τρακτέρ μας απεγκλώβιζε απ την άμμο; Πόσο  τυχεροί λες να  είμαστε ακόμη;
-Καμιά πόλη δεν θα  διασχίσω. Απ  τον περιφερειακό θα πάμε και τσουπ  στο πι και φι θα μαστε εκεί
Ο Οδυσσέας έφερε το χέρι του στο ραδιόφωνο και έψαξε να βρει άλλον σταθμό. Σταμάτησε όταν πέτυχε  ένα κανάλι που έπαιζε εκείνη την ώρα  blues

-Αυτά θα ακούμε τώρα; ρώτησε ο Παντελής
-Αν θες να  έρθω Διαβατά για παρέα και στο  69 το βράδυ, απάντησε ο Οδυσσέας που ξάπλωσε σχεδόν στο κάθισμα του συνοδηγού και έκλεισε  τα μάτια
-Και σου αρέσουν αυτά τα ξένα;
-Με ηρεμούν. Τράβα Διαβατά. Κάνε την δουλειά που έχεις και μετά πάμε κατευθείαν στις φυλακές. Μην χρονοτριβούμε....αφού εκεί θα καταλήξουμε
-Έτσι σε θέλω αισιόδοξο
-Είμαι. Θα κάνουμε την δουλειά λοιπόν. Υπό έναν όρο. Θα μου κάνεις μια χάρη μετά. Μέσα;
-Τι χάρη;
-Θα μου ανοίξεις μια κλειδαριά
-Αυτό;
-Αυτό
-Εντάξει. Θα μου πεις  τι φάση;
-Όταν έρθει η ώρα. όταν έρθει η ώρα

Το αμάξι περιμετρικά πέρασε απ τις δυτικές συνοικίες  βγήκε στην εθνική και έφτασε  στην συνοικία των ρομά  έξω απ τα Διαβατά.
Ο Παντελής  φτάνοντας έξω απ την μονοκατοικία  της οικογένειας του  κόρναρε πανηγυρικά
Κάτι πιτσιρίκια ανηψάκια του τρέξανε  φωνάζοντας
-Ήρθε ο  θείος Παντελής , με αμαξάρα
Ο Παντελής βγήκε χαμογελώντας  και πήγε να  τα αγκαλιάσει όμως δέχτηκε μια σφαλιάρα στον σβέρκο από πίσω. Γύρισε και είδε την πανέμορφη  Μαρία
-Αγάπη μου; της είπε
-Που είσαι βρε  άχρηστε; του απάντησε η κοπέλα, μια βδομάδα έχεις να  φανείς και που βρήκες αυτό το πράμα; είπε δείχνοντας  το αμάξι  στο οποίο ο Οδυσσέας καθόνταν μέσα
-Τον φίλο ή την κούρσα  λες "πράμα";
-Και τα δύο
-Θα σου εξηγήσω αν πάψεις να με κάνεις ρεζίλι  στην γειτονιά και στον φίλο μου
-Εγώ σε κάνω ρεζίλι; Που εξαφανίστηκες , όλοι ρωτούσαν που είσαι και γω δεν ήξερα τι να τους πω; Βλάκα;
Ο Παντελής  τώρα  πήρε δήθεν άγριούφος
-Άκου να σου πω; Είμαι ο άντρας σου. Σε παντρεύτηκα και ορκίστηκα να σε προστατεύω και να σε έχω  στα ώπα ώπα. Και συ οφείλεις να  είσαι δίπλα μου στα ωραία και τα άσχημα και να με στηρίζεις. Σου φαίνεται όλο αυτό που κάνεις  πως  ταιριάζει με τον ρόλο σου ως σύζυγος;
-Ήξερες με ποια λογοδόθηκες
-Πότε; Πριν 20 χρόνια;
-Άρχισες  τα χαζά σου πάλι;
Ο Οδυσσέας άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω  και φώναξε
-Μπορώ να σας εξηγήσω  τι συνέβη...
-Σκάσε και συ ρε τσουτσέκι, του απάντησε  η Μαρία μετά κοίταξε τον Παντελή, τι ναι αυτός ο χέστης ρε;
-Είναι φίλος μου
-Έχεις φίλους μπαλαμούς;
-Μόνο έναν
-Και τον εμπιστεύεσαι; 
-Αν ήξερες θα τον εμπιστευόσουν και συ
-Τον έκλεψες και δεν σε κατέδωσε;
Ο Παντελής  χαμογέλασε
Η Μαρία του έριξε  χαστούκι
-Δεν υποσχέθηκες στον πατέρα σου να μην  παρανομείς
Ο Παντελής πήγε να απαντήσει
-Άστο Παντελή. Μην μιλάς. Άστο, μετά κοίταξε τον Οδυσσέα, θα ρθεις μέσα να πιούμε  καφέ στο σπιτικό μας ή θα καθόμαστε  στην μέση του δρόμου μπαλαμέ;
-Οδυσσέα  με λένε, χάρηκα
-Όπως και να σε λένε μπαλαμός  είσαι

Καθίσανε μέσα στο  σπίτι το οποίο έμοιαζε με κέντρο διερχομένων. Γιαγιάδες, γειτόνισσές πιτσιρίκια της γειτονιάς πηγαινοέρχονταν συνεχώς ενώ από ένα mp 3  έπαιζε συνεχώς  τσιγγάνικα  τραγούδια
Οι τρεις τους καθίσανε στην κουζίνα και κλείσανε την πόρτα
-Και σας απολύσανε μπαλαμέ;
-Περικοπές λέει, απάντησε ο Οδυσσέας
-Και τώρα με τον φίλο μου ψάχνουμε για δουλειά. Για αυτό  δεν φάνηκα
-Και το αμάξι; ρώτησε η  Μαρία
-Να σου πω..., πήγε να απαντήσει ο Παντελής
-Εσύ; Πάλι ψέματα θα πεις. Ο μπαλαμός να πει. Φαίνεται καλό παιδί. Κλεμμένο  είναι; Ποιος το κλαίει;
-Τι να σας πω;
-Μία είμαι, δεν είμαι πολλές
-Τι να πω;  Εγώ  εξάλλου δεν ξέρω να οδηγώ αμάξι .Έπρεπε να πάμε σε κάτι αγγελίες για δουλειά, το μηχανάκι μου το έχω στο συνεργείο για σέρβις και...
-Και ξεκίνησες, απάντησε η Μαρία κοιτώντας τώρα τον Παντελή, να κλέβεις και κούρσες;
-Άμα σου πω  πως δεν  έβρισκα πουθενά μια μηχανή της προκοπής; Θα με πιστέψεις;
-Άμα σου πω πως κανείς δεν πιστεύει ποτέ κανείς απ όσα λες;
-Αφού σ αγαπάω ρε. Γιατί μου το κάνεις αυτό;
-Γιατί αν σου αφήσω τα γκέμια θα κάνεις όλο μαλακίες, είπε η Μαρία και μετά κοίταξε τον  Οδυσσέα, μπαλαμέ; Εσύ φαίνεσαι  σοβαρός άνθρωπος. Θα το κανονίσεις με το αμάξι;
-Υπόσχομαι ως το βράδυ να το χουμε παρατήσει κάπου να το βρει ο άνθρωπος το πρωί
-Ωραία, απάντησε η γυναίκα
-Και τώρα που τα πάμε πρέπει να φύγουμε, είπε ο Παντελής
-Δεν θα μείνετε για φαί;
-Πρέπει να πάμε σε μια αγγελία για δουλειά. Δίνουν πολύ καλό μισθό και δεν θέλουμε να πάρουν άλλοι την δουλειά
Η Μαρία κοίταξε στα μάτια τον Οδυσσέα
-Λέει αλήθεια;
-Όντως, τα λεφτά είναι πολύ καλά
-Η δουλειά;
-Σκατοδουλειά, για αυτό πληρώνουν καλά.
Ο Παντελής της έριξε ένα φιλί  στα πεταχτά και της είπε
-Όλα αυτά τα κάνω   για τα παιδιά μας
-Μόνο που  ξέχασες να μου κάνεις  παιδιά, του απάντησε η Μαρία
 καθώς  φεύγανε

To "Μαραμπού" ήταν underground  μεζεδοπωλείο  στο κέντρο της πόλης, κοντά στα πανεπιστήμια. Εκεί συχνάζαν  φοιτητές και μέλη ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και αναρχικών  ομάδων.
Εκεί καθόταν μόνος του σε ένα  τραπέζι ο Σήφης και έπινε  κρασί
Από ένα διπλανό τραπέζι έφυγε  ένα παιδί και πήγες και έκατσε στο τραπέζι του
-Πως είσαι; τον ρώτησε
Ο Σήφης έκανε ένα  νόημα  με το  βλέμμα του
-Πάνε μήνες  ρε   μαν. Έφυγε. Ξέχασε την. όλοι χωρίζουν και βρίσκουν μετά κάτι άλλο. Εσύ γιατί κόλλησες έτσι; Ούτε τα 15χρόνα  δεν κάνουν έτσι
Ο Σήφης τον κοίταξε χωρίς να απαντήσει και άναψε  τσιγάρο
-Δηλαδή αυτό ήταν; Δεν θα συνεχίσεις την ζωή σου; Θα μείνεις κολλημένος σε  αυτήν;
-Κάτι άλλο έχεις να μου πεις γιατί αυτά τα χουμε πει ξανά και ξανά  τους τελευταίους μήνες
-Αύριο έχουμε  παρέμβαση στα δυτικά. Στα εργοστάσια. Το χεις ακούσει φαντάζομαι πως  εδώ και δυο  βδομάδες  βγάζουν μια μυστήρια  μυρωδιά και οι κάτοικοι της περιοχής  είναι ανάστατοι. Ανησυχούν για την υγεία τους
-Το ξέρεις πως  δεν έχω  ούτε διάθεση, ούτε κουράγιο
-Αυτό που βλέπω είναι  πως μετά τον χωρισμό έχεις παραιτηθεί εντελώς, είπε το παιδί και επέστρεψε στην παρέα του
Ο Σήφης πήγε να βάλει απ το  καραφάκι  λίογ κρασί στο ποτήρι του όμως  συνειδητοποίησε πως αυτό  ήταν άδειο. Έψαξε τις τσέπες του να  βρει λεφτά να παραγγείλει  άλλη μια  γύρα όμως  δεν είχε  φράγκο.
Σηκώθηκε και βγήκε έξω
Κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό και ξεκίνησε να βαδίζει μέσα στην πόλη.
Αποφάσισε να κατηφορίσει προς Τσιμισκή και από εκεί για παραλία.
Ήθελε παρά την  παγωνιά να πάει να κάτσει σε ένα παγκάκι και να κοιτάει την θάλασσα
Έξω απ το κλαμπ 69 κοντοστάθηκε.Από μέσα φτάναν ως τον δρόμο  οι ήχοι μιας μουσικής που ποτέ δεν του άρεσε. Κυριλέ  κλαμπ ήταν, μουσική που δεν του άρεσε έπαιζε, λεφτά δεν είχε, οπότε αποφάσισε να μπει μέσα να τα πιει
Κίνησε προς την είσοδο  περνώντας  μπροστά  απ το παρκαρισμένο αμάξι που είχαν κλέψει το πρωί  ο Οδυσσέας και ο Παντελής
Δεν τους πρόσεξε  καν που  καθόταν μέσα και παρακολουθούσαν την είσοδο του  μαγαζιού



-Τι κάνουμε εδώ; ρώτησε ο Οδυσσέας μέσα στο αμάξι
-Περιμένουμε  τον Φιόγκο να βγει

Ο  Σήφης μπήκε μέσα  στο κλαμπ και  περνώντας μέσα απο τον κόσμο που χόρευε κατευθύνθηκε στο μπαρ
-Χέη μάν, γκριτζαρισμένος φαίνεσαι, του φώναξε ο μπάρμαν
Ο Σήφης δεν μίλησε
-Να βάλω κάτι να  πιείς να στανιάρεις;
-Βότκα
-Μπόμπα, απάντησε ο μπάρμαν και μετά γέλασε, όχι το ποτό, η επιλογή...μην παρεξηγηθούμε κιόλας ε; χαχαχα
-Χαχαχα, έκανε  και ο Σήφης ειρωνικά. Τελείωνε  βάλε μου και στρίβε. Δεν έχω όρεξη
Ο  Φιόγκος εκείνη την ώρα  περνούσε  από μπροστά τους και  πήγαινε να μιλήσει  σε τρεις  τύπους  που ήταν σαν "γορίλες"   και καθόνταν παραδίπλα στο μπαρ
-Έχετε  το κασέρι; τους ρώτησε
-Έχεις τις φέτες; απάντησε με ερώτηση ο ένας απ τους  τρεις
Ο Φιόγκος χαμογέλασε
-Με άδεια χέρια θα ερχόμουν;
Ο Σήφης εν τω μεταξύ  είχε στήσει αυτί και τους άκουγε
-Να τελειώνουμε; Μη το καθυστερούμε , είπε ο Φιόγκος
-Γιατί βιάζεσαι;
-Καλό είναι αυτές οι δουλειές να γίνονται  στα γρήγορα. Σας έχω  ρίξει ποτέ;
-Εμείς;
-Ποτέ. Να δω το κασέρι;
-Να δούμε τις φέτες;
-Πάμε. Από πίσω
Σηκωθήκαν και βγήκαν από μια πόρτα  που ήταν για το προσωπικό  στο πίσω μέρος  του μαγαζιού
Ο Σήφης εν τω μεταξύ άκουγε την μουσική και έπινε  μονορούφι το τρίτο ποτό του

Στο πίσω μέρος του μαγαζιού ο Φιόγκος έδινε  έναν σάκο με  κόκα  στους τρεις γορίλες και  αυτοί τηρώντας την συμφωνία  του έδιναν έναν σάκο λεφτά
-Ο από πάνω , είπε ο ένας  γορίλας, είναι ευχαριστημένος μαζί σου
-Και  γω μαζί σας
-Μην αυθαδιάζεις  χαζοτραπά. Δεν παίζουμε σε  βίντεο κλιπ εδώ πέρα
-Θα μιλήσεις μαζί του;
-Τι θες να του πω;
-Δεν είμαι εγώ για κούριερ. Πήρα τις φέτες  σας τις έδωσα, παίρνω το κασέρι να πάω να το παραδώσω στους  από κει. Και γω τι θα βγάλω; 
-1500 με  μια βόλτα. Δεν σου φτάνουν Φιόγκο;
-Η ζωή έχει έξοδα. Πολλά. Θέλω να μιλήσω με τον από πάνω
-Θα ζητήσεις πιο πολλά;
-Αφού μπορώ να δώσω πιο πολλά
-Τέλειωνε την δουλειά σήμερα  και  θα το κοιτάξω
Χωρίσαν και οι  τρεις μπράβοι  κινήσαν να μπουν μέσα στο μαγαζί ενώ ο  Φιόγκος  για το πάρκινγκ που βρισκόνταν μπροστά απ το κλαμπ
-Τού άνοιξε η  όρεξη του πιτσρικά ε;  ρώτησε ο ένας μπράβος τον άλλον
-Θέλει να  βγάλει δίσκο  το ψώνιο, και κοστίζει. Μαζί με την προώθηση  , τα βίντεο κλιπ και τα πληρωμένα κλικς στο  u  tube, είπε καθώς  κοντοστεκόταν  να σφίξει την ζώνη απ το παντελόνι του
Ο άλλος  μπράβος  είδε πως  είχε περασμένα στα πλευρά του δυο πιστόλια
-Μήπως είσαι λίγο  υπερβολικός;
-Ποτέ δεν ξέρεις  πότε μπορεί να μπλοκάρει το ένα, απάντησε, έτσι την πάτησε ο  ξάδερφος μου και τον χάσαμε
-Μια φορά γίνονται  τέτοια  πράγματα. Χαλάρωσε
-Των φρονίμων τα παιδιά ρε
-Καλά , τέλειωνε  και πάμε να χτυπήσουμε κάνα ποτό




Ο  Σήφης  τέλειωνε και το πέμπτο ποτό  του και έκανε να φύγει
Ο μπάρμαν του φώναξε
-Μεγάλε;  Κάτι ξέχασες;
-Γράψτα
-Τι λες ρε; 
-Και ανάποδα να με γυρίσεις  βλακάκο  φράγκο δεν θα  βρεις
Εκείνη  την ώρα επιστρέφαν στο μπαρ οι τρεις γορίλες 
Ο μπάρμαν με το βλέμμα του  τους έκανε ένα νόημα
και αυτοί χωρίς να ρωτήσαν αρπάξαν από πίσω με τρόπο τον Σήφη και του ψιθύρισε αυτός με τα δυο  πιστόλια
-Πάμε έξω, ήρεμα


Την  ίδια στιγμή ο Φιόγκος  είχε βγει έξω  απ την μπροστά  πλευρά του μαγαζιού και  πλησίαζε το αμάξι του
Απ το κλεμμένο αμάξι ο Παντελής  ψιθίρισε
-Να τος. Πάει στο αμάξι του. Κρατά τον σάκο με τα λεφτά
-Τον βλέπω.
-Βάζω μπροστά να χω έτοιμο το αμάξι. Πάνε
-Στα εύκολα εσύ στα δύσκολα εγώ ε;
-Πάνε  ρε , θα  μας φύγει
Ο Οδυσσέας φόρεσε  μια μάσκα  του σκι στο πρόσωπο, πήρε το ρόπαλο του και  βγήκε έξω. Προσπάθησε να το κρύψει ανάμεσα στην μασχάλη του  καθώς διέσχισε  το πεζοδρόμιο και μπήκε μέσα στο υπαίθριο πάρκινγκ

Οι  τρεις μπράβοι  βγάζαν απ την πίσω πλευρά του  μαγαζιού τον Σήφη. Τον κολούσαν στον τοίχο και αυτός με τα δύο πιστόλια  τον έπιασε απ τον λαιμό , τον έσφιξε και τον ρώτησε
-Πληρώνεις ή τρως ξύλο; Μην χασομεράμε;
-Δεν υπάρχει σάλιο μαλάκα, απάντησε ο Σήφης και οι τρεις  γοριλες ξεκίνησαν να τον κοπανάνε

Στο πάρκινγκ την ίδια στιγμή ο  Οδυσσέας πλησίαζε με γοργό βήμα  από πίσω τον Φιόγκο
Αυτός  τελευταία  στιγμή πριν μπει στο αμάξι  τον ακτάλαβε και γύρισε  να τον δει. Ο Οδυσσέας χωρίς να χρονοτριβήσει  σήκωσε  ψηλά το ρόπαλο  του και το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του ντήλερ

Οι  τρεις μπράβοι τελειώναν με τον Σήφη και τον παρατούσαν   σωριασμένο στον δρόμο μέσα στο σκοτάδι
-Μην ξαπατήσεις  εδώ. Την επόμενη  φορά θα σε αφήσουμε με κουσούρι, είπε ένας απ αυτούς  καθώς μπαίνανε ξανά στο μαγαζί

Ο Οδυσσέας δεν έριξε  δεύτερη  στον Φιόγκο. Άρπαξε την   τσάντα και ξεκίνησε να τρέχει προς το αμάξι
Ο Παντελής τον περίμενε  μαρσάρωντας την μηχανή  του

Ο Φιόγκος  σύρθηκε  ως εσωτερικό  του μαγαζιού  και  το μπαρ με όσες δυνάμεις είχε.
Οι  τρεις γορίλες  τον κοίταξαν 
-Τι έγινε; ρώτησε  αυτός με τα δυο πιστόλια
-Μου την έπεσε ένας με μάσκα
Οι τρεις  γορίλες  δεν περιμέναν να ακούσουν κάτι άλλο, ξεχύθηκαν με τα πιστόλια στα χέρια  έξω στο πάρκινγκ
Αυτός με τα δυο πιστόλια  βλαστήμησε καθώς  ψάχνανε να βρουν τον μασκοφόρο
-Κάπου μου έπεσε το εφεδρικό πιστόλι
-Θα το βρεις μετά. Βλέπετε τίποτα;
Ο ένας είδε έξω απ το πάρκινγκ  τον Οδυσσέα να  τρέχει  και να μπαίνει μέσα  στο αμάξι

Ο  Σήφης έκανε να σηκωθεί και τότε είδε πεσμένο το πιστόλι  του ενός απ τους γορίλες που τον έδερναν
Άπλωσε  το χέρι του και το άγγιξε
-Και γαμώ, μουρμούρισε  γελώντας.
Σηκώθηκε  κοίταξε τον σκοτεινό παγωμένο ουρανό και  έσφιξε το πιστόλι στα χέρια του

Ο  Παντελής έβγαζε την νεκρά ταχύτητα και έκανε να ξεκινήσει. Η μηχανή του  αυτοκινήτου "έβηξε" και έσβησε.
-Τι έγινε; ρώτησε ο Οδυσσέας, πάρε μας από εδω  Παντελή
-Προσπαθώ  αλλά  δεν παίρνει μπροστά . Γαμώτο
-Τι γαμώτο;
-Ο μαλάκας που το κλέψαμε δεν το χε γεμάτο  βενζίνη
-Και  τώρα το  είδες;
Ο Παντελής  τον κοίταξε  
-Πάμε με τα πόδια. Τι μπορεί να πάει στραβά;
Βγήκαν έξω  από το αμάξι και εκείνη την στιγμή μια  βροχή από σφαίρες άρχισαν να πέφτουν  δίπλα τους
Κοίταξαν προς το πάρκινγκ και είδαν τους τρεις γορίλες με τα όπλα ανά χείρας να τρέχουν προς το μέρος τους πυροβολώντας
O Παντελής έμεινε  για μια στιγμή ακίνητος. Σαστισμένος
-Γαμήθηκαν όλα και στο έλεγα, είπε ο Οδυσσέας σε κατάσταση πανικού
-Τρέξε  γωνία , ψιθύρισε ο Παντελής
-Τι;
-Από κει που είναι εσένα  δεν σε έχουν δει...ακόμα, τρέξε με τα λεφτά στην γωνία και εξαφανίσου, θα τους παρασύρω εγώ πάνω μου και θα τους ξεφύγω

ο Σήφης έβγαλε  την μπλούζα  του και την φόρεσα σαν κουκούλα δένοντας τα μανίκια της  γύρω απ το κεφάλι του  μετά ξαναφόρεσε το μπουφάν του και κουτσαίνοντας μπήκε στο κλαμπ έχοντας το όπλο στο χέρι αλλάχαμηλά για να μην το δουν οι πελάτες. 
Έψαξε στο μπαρ τους γορίλες  αλλά δεν τους  είδε. Πλησίασε τον μπάρμαν και έτεινε το πιστόλι  του
-Μαλακάκο, που είναι οι φίλοι σου να τους γαμήσω λίγο που θέλω;
Ο μπαρμαν πάγωσε.
-Βγήκαν έξω.
Ο Σήφης έκανε να  φύγει όμως επέστρεψε άνοιξε την ταμειακή μηχανή και άρπαξε όσα περισσότερα χαρτονομίσματα μπορούσε. 
Μετά κοίταξε τον μπάρμαν και του είπε
-Αν με κερνούσες  5 ποτά  τώρα δεν θα είχες   τόση  χασούρα
-Δεν ξέρεις ποιον κλέβεις
-la mafia; λες να με νοιάζει;
Βγήκε έξω κουτσαίνοντας και έψαξε να βρει  τους  γορίλες
Τους είδε  στο απέναντι  πεζοδρόμιο να φωνάζουν
-Από κει πήγε ο γύφτος
-Μόνος του είναι
-Τον έχουμε πάμε

Ο Παντελής έτρεχε μέσα στην άδεια  Τσιμισκή ενώ από πίσω του οι σφαίρες και οι  γορίλες τον κυνηγούσαν
Πίστευε πως έτρεχε γρήγορα και έτρεχε 
Πίστευε πως είχε  αντοχές και είχε
Όμως όλα αυτά  είχαν και τα όρια τους αι τώρα  είχε  φτάσει σε αυτά
Βρήκε μια πόρτα από ένα  γωνιακό παλιό  κτίριο  ανοιχτή
Μπήκε μέσα
Έτρεξε προς το ασανσέρ ΄κανε να ανοίξει την πόρτα του  αλλά είδε μια  ταμπέλα να  γράφει με μαρκαδόρο και να  είναι κολλημένη παραδίπλα
"χαλασμένο....ξανά"
Ξεκίνησε  να ανεβαίνει τα σκαλιά  ως την ταράτσα
Όταν έφτασε εκεί διαπίστωσε πως δεν είχε που να πάει
Οι γορίλες τώρα  στεκόταν στην είσοδο της  ταράτσας και τον πλησιάζαν
-Αν πηδήξει  στο κενό θα γλιτώσει, είπε ο ένας, απ τις σφαίρες μας
-Και θα  συναντήσει τον δημιουργό του στο πεζοδρόμιο, απάντησε ο άλλος
-Και θα πρέπει να  ψάξουμε τις τσέπες του  μέσα στα αίματα να βρουμε το κασέρι
Ο Παντελής δεν μιλούσε
-Μόνο ένας γύφτος θα  σκεφτόνταν τόσο χαζό  σχέδιο. Να κλέψει από εμάς
-Μην καθυστερούμε βλακάκο. Δώσε τα λεφτά που άρπαξες  να τελειώνουμε
Ο Παντελής χαμογέλασε
-Όσο και να ψάξετε λεφτά δεν υπάρχουν
-Λεφτά υπάρχουν, ανταπάντησε ο  ένας γορίλας
-Έ τότε  τράβα στον Γιωργάκη (τον Παπανδρέου)να στα δώσει
-Έχεις και χιούμορ. Μ αρέσει. Θα λυπηθώ πολύ που θα σε σκοτώσω. Τώρα  κόψε τις μαλακίες και πέσε στο  χρήμα
-Αν δεν είχατε το  χοντρούς σβέρκους  και ξυρισμένα κεφάλια  δεν θα ήσασταν  τόσο στόκοι. Σου λέω  λεφτά δεν υπάρχουν. Κάπου μου πέσανε έτσι όπως έτρεχα να ξεφύγω απ τις σφαίρες σας
-Έλα να τον φάμε να τελειώνουμε. Γύφτος είναι ποιος θα  νοιαστεί  για πάρτυ του; Ούτε καν η αστυνομία  δεν θα το ψάξει
Οι τρεις  μπράβοι στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον και σημάδεψαν τον Παντελή
-Μπάη μπάη αησμπαλαμό, είπε  ειρωνικά ο ένας από αυτούς
-Τι νύχτα και αυτή  ε; ακούστηκε η φωνή του  Σήφη από πίσω τους , λεφτά πέφτουν στην Τσιμισκή, πιστόλια  στα στενά του 69
Οι μπράβοι πήγαν να  γυρίσουν αλλά ακούσαν το κλικ που απασφάλιζε το πιστόλι
-Όποιος  γυρίσει πεθαίνει, είπε ο Σήφης, και επειδή  χρειάζομαι λεφτά αφήστε κάτω  τα όπλα σας και αδειάστε τις τσέπες σας
-Αργά ή γρήγορα θα σας βρούμε ....και τους δυο, είπε ο ένας μπράβος καθώς αφήναν τα πιστόλια κάτω και αδειάζαν τις τσέπες τους
Ο Σήφης έκανε νόημα στον  Παντελή
-Εσύ , δεν ξέρω τι έχεις μαζί τους. Μάζεψε  τα  όπλα και τα λεφτά τους και φέρτα μου
Ο Παντελής   έκανε ότι του είπε ο Σήφης και περνώντας μπροστά απ τον έναν μπράβο τον κλώτσησε στα αρχίδια
-Αυτό για να μην κοροϊδέψεις  ξανά την γλώσσα μου
Πλησίασε τον Σήφη και του είπε
-Δεν ξέρω ποιος είσαι και τι είσαι  αλλά σε ευχαριστώ
-Κάνε πίσω , είπε ο Σήφης και  ξεκίνησε να πυροβολάει τους μπράβους στα πόδια
-Αυτό γιατί το έκανες;
-Για να μην μας ακολουθήσουν πάμε

Βγήκαν οι δυο τους έξω  στην Τσιμισκή ξανά
-'Εχεις  κάνα όχημα; ρώτησε ο Παντελής
-Ούτε καν
-Καλά  ,είπε και  έσκυψε πάνω από μια  μηχανή μεγάλου  κυβισμού
Σε 5 λεπτά οδηγούσε στην παραλιακή με τον Σήφη από πίσω
-Που πάμε;
-Κάπου  μακριά και ήρεμα

Στην εγκαταλελειμμένη  ακτή λίγο πριν την Περαία  καθόνταν ο Παντελής , ο Σήφης και ο Οδυσσέας και κοιτούσαν τον Θερμαϊκό και τα φώτα της πόλης απέναντι τους
-Θα γίνεται χαμός τώρα στην Τσιμισκή και σε όλο το κέντρο. Θα χει πλακώσει παντού μπατσαρία, είπε ο Σήφης, ούτε σπίτι μου δεν θα μπορέσω να πάω
-Δεν τους γουστάρεις  τους μπάτσους και εσύ ε;
Ο Σήφης δεν μίλησε
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε  μερικά χαρτονομίσματα
-Νομίζω σας χρωστάω  μερικά λεφτά. Χωρίς  εσάς  δεν θα τα έβρισκα αυτά τα καθίκια που με χτύπησαν. Τουλάχιστον όχι σε τόσο αδύναμη  θέση. Να εδώ, είπε και έδειξε τα λεφτά, θα ναι δεν θα ναι 500 ευρώ. Θα τα μοιραστούμε . Αυτό είναι το δίκαιο
-Θες να μοιραστείς τα λεφτά που τους άρπαξες; ρώτησε ο Οδυσσέας
-Να πα να γαμηθεί και το χρήμα , στα αρχίδια μου, είπε ο Σήφης
-Σοβαρά τώρα; απάντησε ο  Παντελής, μπορούσες να τα κρατήσεις
-Η φιλοσοφία μου σε αυτό τον κόσμο είναι να μοιράζεσαι ότι σου περισσεύει
Ο Παντελής κοίταξε τον Οδυσσέα. Κουνήσαν και οι δυο το κεφάλι
Ο Οδυσσέας έβαλε το χέρι στο μπουφάν του και είπε
-Ε τότε ας μοιραστούμε όλοι ότι έχουμε, αυτό είναι το δίκαιο
Έβγαλε τα  15 χιλιάδες ευρώ και τα έβαλε  πάνω  στα 500 ευρώ του Σήφη
-Τι ναι αυτά ρε είπε ο Σήφης
-Έχεις ποτέ τόσα πολλά  ευρώ μαζεμένα; ρώτησε ο Οδυσσέας
-Όχι ρε. Πλάκα κάνεις; 
-Ούτε εμείς, απάντησε ο Οδυσσέας
-Σήμερα, ο φίλος μου και εγώ αποφασίσαμε να πάρουμε από την πόλη ότι μας ανήκει, είπε ο Παντελής, δεν νομίζεις πως για όλο τον κόσμο  η ζωή  ειδικά τα τελευταία  15 χρόνια ήταν πολύ άδικη;
-Η ζωή από μόνη της όχι. Αυτή που της φοράνε χαλινάρια  την κάνουν άδικη, είπε ο Σήφης
-Από κάποιους από αυτούς  λοιπόν αποφασίσαμε να πάρουμε  πίσω ένα μέρος από αυτά που μας ανήκουν
Το σχεδιάσαμε στην εντέλεια όμως  δεν πήγαν όλα καλά και αν δεν εμφανιζόσουν στην ταράτσα  τώρα δεν θα ζούσα
-Και θα έμενα σε μένα όλο το ποσό, συμπλήρωσες ο Οδυσσέας και  δεν θα ήξερα τι να το κάνω
-Αποφασίσατε λοιπόν να πάρετε από την πόλη πίσω ότι σας ανήκει; ρώτησε ο Σήφης
-Κάπως έτσι, απάντησε ο Οδυσσέας
-Είσαι μέσα; ρώτησε ο Παντελής;
Ο Σήφης κοίταξε προς τον ορίζοντα τα φώτα της πόλης
-Αυτή η πόλη μας έχει πάρει τα πάντα.Αν τα θέλουμε όλα πίσω  μπορεί να μην είμαστε τίποτα αλλά πρέπει να γίνουμε  τα πάντα
-Δηλαδή είσαι μέσα; Ωραία. Ας μοιραστούμε ότι έχουμε εδώ να πάει ο καθένας να τα  φάει  να γουστάρει. Το δικαιούμαστε
-Ή..., είπε ο  Σήφης, να αφήσουμε τα λεφτά ενωμένα και να  τα χρησιμοποιήσουμε για το επόμενο  βήμα.Θα έχει και επόμενο βήμα φαντάζομαι  ε;
Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν και γέλασαν

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά