Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πανηγύρι στο Στυγερό-η Ρίκα η γεροντοκόρη 1(πιλότος)

Η νύχτα είχε πέσει στην πλατεία του ορεινού χωριού
Τα τραπέζια   στην είσοδο της  είχαν στηθεί  σε  δυο σειρές , η μιά απέναντι στην άλλη οι οποίες σειρές μετατρεπόνταν όσο προχωρούσες σε ένα  ημικύκλιο γύρω απ το κέντρο της πλατείας
Στο κέντρο της πλατείας  ακριβώς μπροστά απ την είσοδο της ψησταριάς του Μανώλη είχε στηθεί η ορχήστρα με τους  τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες
    Στα πρώτα  τραπέζια   μπροστά  στην ορχήστρα καθόνταν ο δήμαρχος ο γνωστός στο χωριό και ως Βαγγέλας. Παχύσαρκος  γύρω  στα 55 με  μουστάκι και με ακούρευτο μαλλί  του οποίου τα τσουλούφια έπεφταν συνεχώς  στο  μέτωπο του και τα έφτιαχνε προς τα πίσω με το χέρι
-Δήμαρχε ;  φώναξε ένας  συγχωριανός του   απ την άλλη μεριά της πλατείας, πολυ καλλιτεχνικό το στήσιμο στην είσοδο της πλατείας. Εσύ το σκέφτκηες;
-Εγώ, ποιος άλλος;όλα εδώ πέρα πρέπει να  τα κάνω μόνος μου λέμε. Χρόνια τώρα, είπε και έριξε μια φευγαλέα άγρια ματιά στους αντιδημάρχους του , μετά έπιασε  το ποτήρι του με το κρασί και το ύψωσε προς τον συγχωριανό του και φώναξε, καλή Παναγιά, στην υγειά σου Δημητρό
-Στην υγειά σου και σε σένα  δήμαρχε, φώναξε ο Δημητρός απ την άλλη μεριά της πλατείας σηκώνοντας το ποτήρι του με το ουίσκι
Ο Δήμαρχος αφού κατέβασε μια  γερή γουλιά απ το κρασί του κοίταξε έγειρε προς την μεριά της γυναίκας  του
-Ο ξάδερφος σου από τώρα ξεκίνησε τα ουίσκια;
Η Αμαλία ,  η "συζυγος  δημάρχου" όπως της άρεσε να συστήνεται  και είχε προσέρθει στο πανυγύρι στολισμένη σαν παλιά λατέρνα του ανταπάντησε με ξινισμένα  μούτρα
-Κάθε  χρόνο έτσι δεν κάνει;
-Και κάθε χρόνο μου χαλά το πανυγύρι
-Ναι ο ξάδερφος μου  στο χαλάει, λες και δεν μπορείς  από μόνος σου;
Ο  Βαγγέλας την αγνόησε και έγειρε απ την άλλη μεριά στον Λευτεράκη  τον σύμβουλο του εξ απορρήτων που καθόνταν δίπλα του
-Βάλε , είπε ψιθιρίζοντας του στο αυτί σαν νονός  της  μαφίας απ την Νέα Υόρκη  χωρίς καν να τον κοιτάει,μερικά παλικάρια μας να  προσέχουν  τον Δημητρό. 
Αν πάει να ξεφύγει  ξέρετε  τι να κάνετε
-Βεβαίως δήμαρχε, ανταπάντησε ο Λευτεράκης που ήταν ο πιο παλιομοδίτικά και φλώρικα  ντυμένος  στο πανυγύρι. Ακόμη και το χτένισμα του ήταν μια παλιομοδίτικη του κατηχητικού χωρίστρα στα πλάγια.
Η αλήθεια είναι πως αν παραστρατούσε ο Δημητρός δεν ξέρανε τι θα κάνανε  αλλά που να  ρωτήσει τον Δήμαρχο ο  Λευτεράκης , ο οποίος  τον  υπηρετούσε πιστά και τον έτρεμε
   Και έφτασε  η ώρα
Ο κιμπορντίστας της ορχήστρας ξεκίνησε να παίζει μια  oriental εισγαγωγή με πολλά echo περασμένα
Οι κουβέντες, οι συζητήσεις, τα καλαμπούρια  των παρευρισκομένων  με μιάς παγώσαν.
Επικράτησε η απόλυτη σιγή
Ήταν η στιγμή εκείνη του χρόνου που όλοι περιμέναν
Η έναρξη του πανυγυριού , η είσοδος στην απόλυτη  ακολασία 
Οι ματιές όλων καρφώθηκαν στον κιμπορντίστα που έπαιζε την εισαγωγή
Ο Δημητρός  κατέβαζε ένα ακόμη ποτήρι με  τζώνη και  μουρμούρισε- όχι και τόσο χαμηλόφωνα-
-Τέλειωνε  βρε πούστη να ξεκινήσει  ο τζέρτζελος
Αμέσως πίσω απ την καρέκλα του  εμφανίστηκε ένας  χοντρός και κοντός τύπος με μαύρο κοστούμι και μαύρα  γυαλιά και ένας ψηλός και λιγνός  με παρόμοιο  ντύσιμό.
Ο κοντόχόντρος  τον άγγιξε στον ώμο και καθώς γύρισε και τον κοίταξε ο Δημητρός  αυτός έφερε το δάχτυλο στην μύτη του κάνοντας του νόημα να  κάτσει ήσυχα
-Καλά  , καλά, μονολόγησε ο Δημητρός, κάθε χρόνο ο ένα και  δύο  ...η ίδια  ιστορία
Η εισαγωγή του κιμπορντίστα τελειώσε και αμέσως μπήκε το κλαρίνο μαζί με όλη την ορχήστρα.
Στην σκηνή εμφανίστηκε  ντυμένος  σε χρυσαφένια ρούχα σαν ποζεράς των 80ς απ το  los angeles ο τραγουδιστής 
Η μουσική πλημύρισε τον χώρο απ τις άκρες της πλατείας ανάψαν  φωτιές ενώ και πυροτεχνήματα  πετάγονταν στον ουρανό πίσω απ τον τραγουδιστή δημιουργώντας μια ονειρική   σχεδόν ατμόσφαιρα
2 35χρόνες  γυναίκες  εντυπωσιακά και λιτά  ντυμένες  σηκώθηκαν απ τα τραπέζια τους και  κατευθύνθηκαν λικνίζοντας τα κορμιά τους προς το κέντρο της  αυτοσχέδιας  πίστας  της πλατείας 
Αμέσως πλαισιώθηκαν από  αγόρια και  κορίτσια του χωριού  ηλικίας 15-25 ετών
Οι άντρες τους, δυο σωματώδεις αξύριστοι αγρότες κοιτάχτηκαν αμήχανα
  Στα πίσω τραπέζια καθόνταν η Ρίκα. Η Ρίκα  ήταν 32 ετών και η μοναδική απ τις φίλες της στο χωριό που είχε μείνει  ανύπαντρη
Ζούσε με τους γονείς της και  εργαζόνταν στα χωράφια  της οικογένειας. Δούλευε το τρακτέρ και  οτιδήποτε είχε σχέση με αγροτικές  δουλειές πιο επιδέξια απ τον καθένα σε όλη την περιφέρεια
Καθόνταν σε ένα τραπέζι όπου  ήταν οι φίλες της, η Μαρία και  η Γιάννα με τους άντρες και τα παιδιά τους
Φορούσε κάτι σαν μίνι  φόρεμα που  ήταν λίγο  εξτρήμ και λίγο συντηρητικό, σαν να φώναζε στον κόσμο, "θέλω να εντυπωσιάσω αλλά και ντρέπομαι που να πάρει"
Η Μαρία  την πλησιάσε χορεύοντας  και έκατσε δίπλα της
-Γιατί είσαι βρε σαν κηδεία; την ρώτησε
Η Ρίκα  ανά τακτά διαστήματα  γυρνούσε το κεφάλι και κοιτούσε προς την είσοδο της πλατείας
Η Μαρία έπιασε ένα μπουκάλι Τζώνη και ξεκίνησε να  γεμίζει τα ποτήρια της  μονολογώντας
-Κατάλαβα. Περιμένεις τον Λουκρήτιο πως τον λένε;
-Ευσέβιο
-Ευσέβιο; Σοβαρά τώρα; Έμεινες  ανύπνατρη επειδή περιμένεις 5 χρόνια αυτόν τον Λουδοβίκο
-Ευσέβιο
-Δεν είναι το όνομα το  θέμα μας, αυτόν τον πως τον λένε να σου πει το "ναι"
-Αυτό ήταν το τυχερό μου
-Αυτό  ήθελες να είναι το τυχερό σου. Μωρή σήκω κούνα τον κώλο σου και πάνε  στην πίστα χόρεψε και πέτα λίγο μπούτι και βύζο  έξω να πέσουν κάτω ξεροί όλοι οι άντρες  του  Στυγερού και  της περιφερείας  μας
Εκείνη την ώρα τους πλησίασε  η  Γιάννα χορεύοντας κρατώντας ένα ποτήρι  ούζο στο χέρι
-Τι κάνουν τα κορίτσια μας; ρώτησε γελώντας
-Να εδώ...,πήγε να της πει  η Μαρία όμως η Γιάννα  την διέκοψε
-Πάω να χορέψω μου λέτε μετά, είπε και ξεχύθηκε στην πίστα με τον άντρα της να την  ακολουθεί και να της βαράει παλαμάκια από πίσω της
-Αγαμήσου, ξεστόμισε  η  Μαρία και μετά κοίταξε  την Ρίκα, άστην , τρελοκομείο ήταν πάντα.
Η Ρίκα  χαμογέλασε  φευγαλέα και μετά κοίταξε προς την είσοδο  ξανά
-Μωρή σταμάτα θα στραβολαιμιάσεις. Δεν θα μπορείς  και να  δουλέψεις στα χωράφια μετά και ποιος σε ακούει
Η Ρίκα κατέβασε μια γερή γουλιά τζώνη και η Μαρία της ξαναγέμισε  το ποτήρι
-Με ρέγουλα  Ρίκα
-Ναι, ξέρω
Η Μαρία ήπιε μια συντηρητική  γουλιά και συνέχισε
-32άρισες  μαρί. για καλό σου τα λέω. όλες παντρευτήκαμε , κάναμε παιδιά,  εσύ πότε; Το ξες πως σε λίγο  δεν θα μπορείς;
-Καλά ήρθες στο πανυγύρι να με αγχώσεις; ρώτησε η Ρίκα, όλο το χρόνο μου τα λες θα  τα ακούω και σήμερα;
-Και  σήμερα και άυριο και τώρα
-Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα
-Μην κοροιδεύεις;
"Μαρία;", ακουστηκε από  πίσω μια  χοντρή  βαρύτονη με  βλάχικη προφορά  φωνή
Η Μαρία γύρισε και κοίταξε τον Σώτο, τον άντρα της που της έκανε νόημα  δείχνοντας της την άδεια καρέκλα  του  δίπλα της
-Όλο το χρόνο  με έχεις δίπλα σου, του φώναξε, δεν με βαρέθηκες;
-Αφού είσαι  αχόρταγος  πειρασμός  ζαργάνα μου, απάντησε  χαμογελώντας ο Σώτος
-Σε ακούνε τα παιδιά  βρε Σώτο;
Ο Σώτος κοίταξε  δίπλα του φωνάζοντας
-Είναι και τα παιδιά εδώ; Εδώ είστε βρε;είπε και πήρε και αγκάλιασε και φίλησε την  7χρόνη κορούλα του και τον 6χρόνο γιο του,
-Μπαμπά  θέλουμε  παγωτό
-Παγωτό; Τέτοια ώρα δεν έχει παγωτό. Είναι όλα κλειστά
-Έχει ψυγείο με παγωτά η ψησταριά
-Α έχει ε; το είδατε; 
-Εκεί είναι το ψυγείο όλο το χρόνο βρε μπαμπά;είπε η κορούλα του 
-Θέλουμε παγωτό αλλιώς θα κάνουμε μεγάλο σαματά, συμπληρωσε ο γιος του
Ο Σώτος  χαμογέλασε και είπε
-Ε αν είναι να κάνετε σαματά πάμε  να σας πάρω
Σηκωθήκαν και περάσαν μέσα απ την πίστα και ανάμεσα απ τον κόσμο που χόρευε  για να πάνε  στην ψησταριά
Ο Δημητρός που είχε σηκωθεί και χόρευε τσιφτετέλι πήγε να πέσει πάνω στα παιδια που ήταν από πίσω του. Ο Σώτος του έσπρωξε  ελαφρά την πλάτη
Ο Δημητρός  σταμάτησε να χορεύει και  γύρισε  τσαμπουκαλεμένα και τον κοίταξε
-Καλώς την μείζονα αντιπολίτευση, είπε στον Σώτο ειρωνικά
(ο Σώτος κατ΄έβαινε συνεχώς στις δημοτικές εκλογές κόντρα στον Βαγγέλα αλλά τις έχανε )
-Πρόσεχε  πως  κουνιέσαι Δημητρό μου θα  χτύπαγες τον μικρό
-Και τι  δουλειά είχες να περάσεις μέσα από την πίστα  με τα μικρά;
-Ε, αφού θέλανε παγωτό
-Και δεν μπορούσε να κάνεις τον γύρω της πλατείας 
-Σιγά μην πάω και στην Αλεξανδρούπολη για να  τους πάρω παγωτό
-Πολύ  τσαμπουκαλεύεσαι Σώτο και αν θες μια συμβουλή  δεν θα σου βγει σε καλό
Ο  Σώτος άφησε το χέρι των παιδιών και  έκανε ένα βήμα μπροστά
Τριγύρω τους όλοι  χορεύαν
Ο Σώτος κοίταξε τον  Δημητρό στα μάτια
Ο Βαγγέλας απ την θέση του  έκανε νόημα στον Λευτεράκη. Ο  Λευτεράκης με το  βλέμμα του έκανε νόημα στον ένα και τον  δύο που  τρέξανε και μπήκανε ανάμεσα στον Σώτο και τον Δημητρό
Ο ένα, ο κοντοχόντρος  είπε στον Δημητρό
-Τελείωσε  αξιότιμε κύριε Δημητρό
-Αυτό θα το πω εγώ
-Θέλετε να  λάβουμε  με τον συνεργάτη μου δραστικά μέτρα. Σας παρακαλώ συνεχίστε να χορεύεται τσιφτετέλι , μετά κοίταξε τον  Σώτο, και σεις  κύριε Σώτο θα παρακαλούσα όπως μεταβείτε  στο εσωτερικό του καταστήματος του κυρίου Μανωλάκη  για να προμηθευτείτε τα λαχταριστά  για τους μικρούς μας συμπολίτες μας  παγωτά
Η Μαρία κοιταζόνταν με την Ρίκα στα μάτια
-Πονάει η ψυχή μου για σένα βρε Ρικάκι. Η καλύτερη όλων μας ήσουν και τώρα ξέμεινες Τι θα απογίνεις;
Η Ρίκα άπλωσε το χέρι της και η μία έπιασε το χέρι της άλλης.
Βουρκώσαν και ήταν έτοιμες  να κλάψουν
-Αν μας παρουν τα ζουμια  τώρα την γαμήσαμε την μέηκ απ, είπε η Ρίκα, και αν φύγει μην περιμένεις να πάω να φτιαχτώ ξανά. Βαριέμαι
Η Μαρία αγκάλιασε
-Σε αγαπώ  βρε  χαζό, της είπε
-Και γω 
Εκείνη την ώρα άλαξε το τραγούδι και οι δυο τους κοιτάχτηκαν
Οι πρώτες νότες του τραγουδιού  φωτίσαν το πρόσωπο τους
-Το θυμάσαι; ρώτησε  η Μαρία
-Τρίτη λυκείου;
-Αυτό  τραγουδούσες  και  χόρευα και γνώρισα τον Σώτο.
Η Ρίκα χαμογέλασε
Η Μαρία σηκώθηκε και την έπαισε απ τον καρπό
Η Ρικα έκανε έναν μορφασμό 
-Σήκω, σήκω , πάμε , πάμε
-Μα...
Δεν πρόλαβε να αντιδράσει η Ρίκα και η Μαρία την σήκωσε και τρέξανε προς την ορχήστρα
Πριν η τραγουδίστρια μπει στο πρώτο κουπλέ η Μαρία της ψιθίρισε κάτι στο αυτί
Η τραγουδίστρια  χαμογέλασε και έδωσε το μικρόφωνο στην Ρίκα
Η Ρίκα  ξεκίνησε να τραγουδάει
Ο κόσμος  συκγλονίστηκε
Απ το 2016 όταν η Μαρία γνώρισε τον Σώτο είχε να το  τραγουδήσει η Ρίκα
Εκείνη  την ώρα απ την είσοδο της πλατείας φάνηκε να  βαδίζει  με αργό βήμα έναν ψηλός  γεροδεμένος αλλά όχι  γυμνασμένος ακούρευτός και λίγο αγροίκος  40αρης
Φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι
Ήταν ο Μάρκος , ο τσομπάνης του χωριού που  τον περισσότερο καιρό έλειπε  στην στάνη του
Η Ρίκα όπως τραγουδούσε η ματιά της όπως και η δική του έπεσε ακριβώς πάνω του
Εκείνη την στιγμή ακριβώς πίσω απ τον  Μάρκο  φρέναρε μια  σπορ λαμποργκίνι
Από μέσα της βγήκε ο Ευσέβιος και βάδιζε και αυτός προς την πίστα
Το πρόσωπο της Ρίκας είχε φωτιστεί
Πρώτος  μπροστά της έφτασε ο Μάρκος και ξεκίνησε να χορεύει μπροστά της.
Η Πίστα άδειασε

Η Ρίκα  τώρα τραγουδούσε και χόρευε  αντικριστά με τον Μάρκο
Ο Ευσέβιος από πίσω πιο κομψός , με μαλλί και μούσι περασμένο μια περιποίηση  από τον προσωπικό  του κομμωτή  μπήκε στην πίστα και κοντοστάθηκε πίσω τους
Η μουσική σταμάτησε  απότομα
Ο Μάρκος παραξενεύτηκε
Γύρισε και αντίκρισε τον Ευσέβιο
-Φίλε δεν έχω κάτι μαζί σου, του φώναξε ο Ευσέβιος, όμως η δεσποινίς συνοδεύεται
Ο Μάρκος χωρίς να πάρει τα μάτια του απ τον Ευσέβιο ψιθίρισε στην Ρίκα
-Θες να καθαρίσω εγώ; Θες να καθαρίσεις εσύ; Θες να  εξαφανιστώ  επειδή άθελα μου σου έκανα  χαλάστρα;
-Αν φύγεις , του ψιθίρισε η Μαρία που πλησίασε , θα  θεωρηθεί προσβολή στο πρόσωπο σου και θα σε  χλευάζει όλο το χωριό
-Καλύτερα να γίνω εγώ  ξεφτίλας παρά να δυσαρεστηθούν αυτά τα δυο ματάκια...συγνώμη  κοπελιά που δεν ξέρω το όνομα  σου
Η Ρίκα πέταξε το μικρόφωνο κάτω  στο έδαφος με  νεύρα
-Θα καθαρίσω εγώ παιδί μου, είπε στον Μάρκο, εσύ  κάτσε και απόλαυσε το
Πλησίασε τον Ευσέβιο ο οποίος χαμογέλασε και της ψιθίρισε καθώς τον πλησίαζε
-Έκλεισα  δωμάτιο στην δημοσιά, πάμε να περάσουμε ένα αξέχαστο βράδυ...ξανά, 
Η Ρίκα  έφτασε χαμογελώντας κοντά του και με το πόδι της του έριξε μια κλωτσιά στα αχαμνά
Ο Ευσέβιος διπλώθηκε στα δυό και έπεσε στα γόνατα πιάνοντας τα  αχαμνά του
-Ξανά Ευσέβιε; Σοβαρά τώρα; Μάθε τα νέα, Ποτέ ξανά
-Ποτε ξανά; ψέλλισε μέσα στον πόνο του ο Ευσέβιος
-never again, μάτια μου, απάντησε η  Ρίκα και μετά με το βλέμμα  της έψαξε να βρει τον  ένα και τον δυό, όταν τους είδε σφύριξε βάζοντας το χέρι της στο στόμα και φώναξε, ένα , δύο; Έχει κάτι σκουπίδια  στην πίστα. Θα  την καθαρίσετε να  διασΚεδάσουμε;
Ο κοντόχοντρος  με τον ψιλόλιγνο τρέξανε στην πίστα και μαζέψανε τον  Ευσέβιο  όπου κρατώντας τον απ τους ώμους τον πήγαν ως το αυτοκίνητο του
Η Μαρία  έσκυψε και πήρε το μικρόφωνο 
Η Ρίκα πλησίασε και το πήρε στα χέρια της κοιτώντας στα μάτια  τον Μάρκο

-Ρίκα με λένε
-Εμένα Μάρκο
-Και που ήσουν Μάρκο τόσον καιρό
-Στην στάνη εδώ λίγο πιο πάνω.Εσύ που ήσουν;
-Στα χωράφια εδώ πιο κάτω


τέλος πρώτου αυτοτελούς επεισοδίου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Μαίρη και ο μικρός γιος της

  Τα ξένοιαστα techno  beat rave χρόνια των 90ς  τελειώσαν γρήγορα για την  Μαίρη Ένα  χρόνο μετά τον γάμο και 6 μήνες μετά  την  γέννα της,  ο Αντώνης την χώρισε και βρήκε μια πολύ νεότερη της Διατροφή  πλήρωνε όποτε θυμόταν δηλαδή μια φορά τον χρόνο και άμα. Με τα  600 ευρώ απ το fast  foord που δούλευε και με μια μιρκή βοήθεια απ την μάνα και τον πατέρα της προσπαθούσε να μεγαλώσει το αγοράκι της, τον Ερμή Μόνο όταν σχολούσε και περνούσε  ώρες μαζί του  ένιωθε ευτυχισμένη. Φτωχιά, στο όριο της επιβίωσης αλλά ευτυχισμένη Ώρες- ώρες ένιωθε ξανά  την λαχτάρα της επαφής και του  σεξ με κάποιο αντρικό κορμί αλλά μπροστά  στο μεγάλωμα του Ερμήτης περνούσε  γρήγορα Ο Ερμής από τότε που ξεκίνησε να περπατάει  του άρεσε να κλωτσάει μια μπάλα στο πάρκο Η Μαίρη ήταν εκεί και  ο Ερμής της έλεγε να κάνει τον τερματοφύλακα.Αρχικά η Μαίρη δεν γνώριζε. Έτσι έκατσε να βλέπει ποδόσφαιρο Ο Ερμής καθόταν στην ...

Βουλγάρικες αλήθειες-σύντομο θεατρικό

  Ενα  σκοτεινό ημιφωτισμένο  δωμάτιο. Στο κέντρο του είχε ένα  τραπέζι. Οι δυο αστυνομικοί  καθόνταν απένατι απ τον Μπόρις, τον επονομαζόμενο και "Βούλγαρο"  Οι  τρεις τους κοιτιόνταν για ώρα. Τελικά πήρε τον λόγο ο πιο έμπειρος  αστυνομικός, ο Γεωργίου αφού έριξε μια  κλεφτή ματιά στον Βασιλείου -Καλώς  ανταμώσαμε ξανα Μπόρις, είπε στον "Βούλγαρο" -Καλώς σας βρίσκω,απάντησε  αδιάφορα  ο Βούλγαρος διατηρώντας το αγριέμμένο του βλέμμα -Τι σε έκανε να αφήσεις την  καβάτζα σου στην Σόφια και να κατηφορίσεις ξανά στα μέρη μας; τον ρώτησε ο Βασιλείου Ο Μπόρις κοίταξε τον  Γεωργίου -Πήρε προαγωγή η Φιλλιπινέζ σε  μπάτλερ; τον ρώτησε  υπονοόντας τον Βασιλείου Ο Γεωργίου  με πολλά χρόνια υπηρεσίας και αναλόγων καταστάσεων στην πλάτη του απάντησε -Απάντα σε ότι σε ρωτάνε  ρε Μπόρις...να  τελειώνουμε  μια  ώρα αρχύτερα -Αφεντικά και δούλοι, σκατά γινήκαμε  ούλοι,μονολόγησε ο Μπόρις -Τα έ...