Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πρόσφυγας 1941-Κεφάλαιο 2

 μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο κεφάλαιο  εδώ 

και  τα υπόλοιπα κεφάλαια  εδώ που θα δημοσιοποιηθούν  εδώ

Τίτλος κεφαλαίου

Βαγγέλης , ο μαυραγορίτης


Ο Βαγγέλης ουσιαστικά κατέρρευσε  μπρούμυτα πάνω στο κρεββάτι

Η Μάγδα ή χήρα αφού πήρε μερικές ανάσες έψαξε με το χέρι της   την ταμπακιέρα της και έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Για ακόμη ένα βράδυ αυτό ο 30χρόνος  την απογείωνε  στα ουράνια  χαρίζοντας της  αρκετές στιγμές  ηδονής

Αφού πήρε μερικές τζούρες  απ το τσιγάρο της   τον κοίταξε όπως αποκοιμήθηκε  δίπλα της

Σκέφτηκε πως  άρχιζε να τον ερωτεύεται και αυτό ίσως περιέπλεκε  τα πράγματα

Μια 45χρόνη  Σμυρνιά  τι μέλλον θα μπορούσε να έχει μέσα στην Καλαμαριά με έναν 30χρόνο Πόντιο πρόσφυγα απ την Τραπεζούντα; Τι θα έλεγε ο κόσμος; Και για πόσο ο Βαγγέλης   θα της ήταν πιστός; Για πέντε  βαριά βαριά χρόνια, όσο δηλαδή θα περνούσε ακόμη η μπογιά της;

Όταν ξύπνησε ήταν ήδη μεσάνυχτα

Η απαγόρευση κυκλοφορίας   των Γερμανών είχε  ήδη εδώ και δυο ώρες τεθεί σε ισχύ 

Ο Βαγγέλης της κοίταξε  όπως  βάδιζε  μέσα στο μικρό προσφυγικό σπίτι φορώντας το κοντό μαύρο  νυχτικό της

-Έχεις κάνα τσιγάρο;  της φώναξε

-Στο κομοδίνο δίπλα σου είναι η  ταμπακιέρα, του φώναξε  καθώς έβγαινε  έξω   στην αυλή για να πάει στην τουαλέτα.

Ναι , εκείνα τα χρόνια  οι τουαλέτες  βρισκόταν στις αυλές των σπιτιών και τις λέγανε  "καμπινέδες"

Βγαίνοντας απτ ην τουαλέτα  είδε  έξω απ την αυλή της μια σκιά να  κάθεται  ακίνητη  κάτω από ένα δέντρο

Τρόμαξε

-Ποιος είσαι; τι θέλεις; του φώναξε

-Πες του να βγει έξω και γρήγορα , απάντησε η φωνή

Η μισόγυμνη  γυναίκα έτρεξε  μέσα στο  σπίτι και φώναξε τον Βαγγέλη

-Είναι  κάποιος έξω και σε ψάχνει

Ο 30χρονος τινάχτηκε απ το κρεββάτι με τα  μακριά τσουλούφια  στο κεφάλι του να πέφτουν  στο μέτωπο του.Φόρεσε γρήγορα μόνο το παντελόνι του ενώ την ρωτούσε

-Καρακόλι ή  Γερμανός; 

-Τίποτα απ τα δυο

-Τίποτα απ τα δύο; αναρωτήθηκε ο Βαγγέλης

Η Μάγδα στάθηκε μπροστά  του και του έπιασε τα χέρια

-Βαγγέλη που έμπλεξες; Πάλι χαρτόπαιξες και χρωστας; Για αυτό σε κυνηγάνε; 

-Σταμάτα

-Θα σε σκοτώσουν Βαγγέλη.

-Σου είπα σταμάτα, της είπε και βγήκε έξω  γυμνός απ την μέση και πάνω

Διέσχισε   με γρήγορο βήμα την αυλή  και  βγήκε έξω στον δρόμο

-Παναθεμά σε, ψέλλισε βλέποντας τον Οδυσσέα να τον περιμένει κάτω απ το δέντρο

-Πρέπει να μιλήσουμε, του είπε ο 17χρόνος

-Να  στις βρέξω πρέπει. Θα μας βρει καμιά αδέσποτη  τέτοια ώρα εδώ έξω  και θα πάμε άκλαυτοι

-Που μπορώ να σε βρώ να  τα πούμε  με την ησυχία μας;

Ο Βαγγέλης  κοίταξε τον μαύρο ουρανό και  του απάντησε

-Έλα το ξημέρωμα  σπίτι μου

-Το ξημέρωμα λοιπόν

Ο Οδυσσέας κίνησε να φύγει και ο Βαγγέλης ξαναμπήκε στο σπίτι

Πλησίασε την  Μάγδα που στεκόταν έντρομη μπροστά του  

Φάνταζε τόσο θελκτική μέσα στο κοντό μαύρο νυχτικό της με  κατάμαυρα σγουρά μιρκασιάτικα μαλλιά της ριγμένα πέρα  δώθε στους ώμους της

-Τι  ήθελε; τον ρώτησε;  Πόσα χρωστάς; 

Ο Βαγγέλης δεν απάντησε  μα  την πλησίαζε με αργό βήμα

-Πόσα  χρωστάς πάλι  ; Είναι πολλά; Να δω τι έχω να σου  δώσω

Συνέχιζε να την πλησιάζει

-Βαγγέλη μίλα μου, πες μου

Όταν έφτασε κοντά της  άρπαξε με τα χέρια του τις τιράντες απ το νυχτικό της και το έσκισε. Μετά ξεκίνησε να την φυλάει καθώς έλυνε  την ζώνη απ το παντελόνι  του

Αυτή την  φορά δεν κάνανε έρωτα  στο κρεβάτι αλλά κάτω στο παγωμένο τσιμεντένιο πάτωμα και  για πρώτη φορά από τότε που έμπλεξε μαζί της για να της τα μασάει ένιωσε "αγάπη" για αυτήν

Εκείνη η ξερή αίσθηση  του "σε γαμάω για να στα αρπάζω και να με ταϊζεις" όσο έμπαινε  βαθιά μέσα της αυτή την φορά ξεκινούσε να χάνεται και έδινε την θέση της σε κάτι που του μοιάζε πιο αγνό

Κοιτούσε τα  κλειστά μάτια της και τα μισάνοιχτα χείλη της καθώς βυθιζόταν ξανά  στα  πελάγη της ηδονής και ένιωθε πως πλέον ήθελε να ναι με αυτή την γυναίκα  ασχέτως  αν τα σημάδια που ξεκίνησε να αφήνει ο χρόνος πάνω της  γινόταν  εντονότερα με τα  χρόνια

Το ξημέρωμα ξεκίνησε να  ντύνεται για να φύγει και η Μάγδα πλησίασε την σιφουνιέρα. Σήκωσε το βάζο και από κάτω τράβηξε μερικά  χαρτονομίσματα να του δώσει

Όλοι οι άντρες της γειτονιάς στα 30 τους είχαν μια δουλειά και μια οικογένεια. Ο Βαγγέλης ήταν η εξαίρεση και η μόνη πηγή εσόδων του ήταν η Μάγδα 

Τον πλησίασε να του δώσει τα λεφτά   στο χέρι αλλά αυτός αρνήθηκε

-Ένα  τσιγάρο μωρό μου μόνο αρκεί  για σήμερα..., το σκέφτηκε καλύτερα, θα πήγαινε σπίτι να πιει καφέ και να μιλήσει με τον Οδυσσέα, βασικά  να πω την αλήθεια 5 τσιγάρα αρκούν για σήμερα


Τι μέρα και αυτή; σκέφτηκε ο Βαγγέλης καθώς βάδιζε στους σχεδόν μονίμως λασπωμένους δρόμους της Καλαμαριάς, και τι νύχτα;

Ξεκίνησε απ την  χαρτοπαικτική λέσχη στο Ντεπώ, ακριβώς  έξω απ το προσφυγικό γκέττο

Έπαιζε και έπινε ...και έχανε πολλά. όπως πάντα

Ο Νώντας, ο μανιάτης τοκογλύφος που ένας θεός ξέρει πως και  πότε βρέθηκε  στην Θεσσαλονίκη του δάνειζε  χωρίς  να τσιγκουνεύεται

Αφού τα έχασε όλα  καθίσανε στο τραπέζι   του κηρίου Παύλου, ενός αξιοπρεπούς  τζέντελμαν  της πόλης

Ο κύριος Παύλος του  έσπρωξε έναν  φάκελο με  χαρτονομίσματα προς το μέρος του και του  κέρασε ένα ποτό

-Τρομερή εποχή  παιδί μου Βαγγέλη. Με πολλές ευκαιρίες

Θα σου εξηγήσει και ο Νώντας. Αν δεχτείς να δουλέψεις για μένα  θα  βγάλεις και συ και μείς πολλά λεφτά

"Δέχομαι" , έτσι ξερά απάντησε χωρίς να γνωρίζει τι δεχόταν. Του έφτανε που   θα λάμβανε έναν  φάκελο γεμάτο τόσα λεφτά στο τέλος κάθε βδομάδας

Μετά του εξήγησε ο Νώντας

-Πρόσφυγα; Φαίνεσαι έξυπνος και κόβει το μάτι σου. Η κατοχή  έφερε πείνα, η έλλειψη  αγαθών ανέβασε τις τιμές. Εμείς απλά πουλάμε   ότι ζητά και πληρώνει  αδρά  ο κοσμάκης

Ένα τενεκέ λάδι έδωσα χτες και πήρε  μια τσάντα με χρυσαφικά. Με πιάνεις;

-Και ο κύριος Παύλος που κολλάει;

-Αυτός  έχει τις αποθήκες που βρίσκονται τα λάδια. Εγώ οργανώνω τις διανομές και συ θα τις κάνεις.

-Και αν δεν πληρώνει κάποιος;

Ο Μανιάτης έβγαλε και του έσπρωξε με τρόπο ένα πιστόλι και ένα κουτί με σφαίρες

-Απλά  πράγματα. Με πιάνεις; 

-Σε πιάνω, είπε και πήρε  χωρίς δεύτερη σκέψη το πιστόλι. Νώντα δεν νομίζω πάντως τα ανθρωπάκια να μας δημιουργήσουν πρόβλημα ε;

-Τα ανθρωπάκια  σχεδόν ποτέ. Οι Γερμανοί είναι και αυτοί στο κόλπο αλλά μην τους πολυεμπιστεύεσαι. Μπορεί για  τα μάτια του κόσμου κάποια στιγμή να μας την πέσουν. Το  χειρότερο είναι πως  υπάρχουν και άλλοι σε αυτή την  δουλειά και πολλές  φορές  μπορεί να χτυπήσουν να μας πάρουν το εμπόρευμα. Θα σου πω ποιοι  παίζουν μπάλα να  χεις τον νου σου



Φτάνοντας στο σπίτι του ξεκίνησε να χαράζει. 

Ο Οδυσσέας καθόταν  μέσα στην αυλή 

Έφτιαξε καφεδάκια και αφού κάτσανε  στην αυλή  τον κοίταξε

-Ξεκίνα γιατί είμαι πτώμα

-Θέλω  την βοήθεια σου

-Σε τι;

-Είσαι ακόμη  δικός μας  Βαγγέλη;

-Θες να στις βρέξω;

-Πάντα σε εμπιστευόμουν. Ήσουν το λεβεντόπαιδο της γειτονιάς. Μπεσαλής και καμάρι όμως τελευταία...

-Τελευταία   Οδυσσέα πρέπει κάπως να ζήσω

-Και  σε  ταϊζει το κουμάρι και η χήρα;

-Μην κρίνεις για να μην κριθείς είπε ο καλός Χριστούλης

Ο Οδυσσέας δεν μίλησε. Έβαλε τα κλάμματα

Ο  Βαγγέλης σηκώθηκε και τον πλησίασε. Έκατσε  δίπλα του και τον αγκάλιασε

-Τι έγινε  ρε Καυκασάκι μου;  Εσύ κλαις;

-Δεν μπορώ  αδερφέ μου, δεν μπορώ. Πνίγομαι και δεν ξέρω  ούτε πως να το εκφράσω

-Ησύχασε αδερφέ μου,  ησύχασε γιε μου,  ησύχασε. Ο Βαγγέλης είναι εδώ. Εγώ δεν σε προστάτευα από μικρό ε; Τότε που μάλωνε και τις έτρωγες απ τα άλλα τα παιδιά;

-Ο Γιώργης ο μπάτσος που έφαγε τον πατέρα μου Βαγγέλη. 

Ο Βαγγέλης τον κοίταξε με σοβαρό ύφος

-Έρχεται  στην  συνοικία μας

-Τι λες; Πως έρχεται δηλαδή;

-Παντρεύεται σε λίγες μέρες μια  Αρετσιανή. Ο γάμος θα γίνει  στην Καλαμαριά και το γλέντι στο σπίτι της νύφης

-Μάλιστα...και;

Ο Οδυσσέας τον κοίταξε στα μάτια

-Ακόμη σε εμπιστεύομαι Βαγγέλη, του είπε και έβγαλε απ το σκισμένο σακκάκι του  το πιστόλι που είχε αρπάξει απ τον χωροφύλακα

Ο Βαγγέλης έμεινε με ανοικτό το στόμα

-Οδυσσέα...

-Σκότωσε τον πατέρα μου...πρέπει να το κάνω

-Την μέρα του γάμου δεν θα ναι μόνος  του. Θα  ρθουν στον γάμο όλα τα φιλαράκια του οι μπάτσοι και οι χαφιέδες

-Θέλω....να του χαλάσω...την καλύτερη μέρα  της ζωής του

-Θα χει παντού μπάτσους

-Για αυτό θέλω να μου πεις  τον τρόπο. Μπορείς;

Ο Βαγγέλης σάστισε

Μπορεί η ζωή του να έπαιρνε μια  άλλη τροπή μετά την συμφωνία του να γίνει μαυραγορίτης όμως  η ψυχή του ακόμη  βρισκόταν  με τους φτωχούς; ανθρώπους της προσφυγιάς

-Θα σου πω Οδυσσέα πως να μην το κάνεις  και να ξεχάσεις αυτή την ιδέα. Ο πατέρας σου  δεν θα γυρίσει πίσω  ότι και να  συμβεί

-Βαγγέλη...

-Θα ναι αμαρτία να  χαθείς και εσύ  σαν το σκυλί στ αμπέλι

-Εσύ όμως μπορείς να  βρεις τρόπο να μπω στο γλέντι να τον φάω και  διαφύγω χωρίς να πάθω τίποτα

-Εγώ ξέρω πως να ζούσε ο πατέρας σου θα με παρακαλούσε να σε συνετίσω

Ο Οδυσσέας σηκώθηκε και έκανε να φύγει λέγοντας

-Εντάξει Βαγγέλη , θα το κάνω μόνος μου. Καλή καρδιά αδερφέ

Καθώς βάδιζε προς  την  αυλόπορτα ο Βαγγέλης χωρίς να τον κοιάξει πήρε μια ανάσα και φώναξε

-Εντάξει...γαμώ το ξεσταύρι  το πούστικο πουτανόπαιδο

-Δεν άκουσα;

-Λέω εντάξει. Γύρνα  παλουκώσου να  δούμε τι θα κάνουμε, να  γαμώ την φάσας αφορεσμένε ...να σεζ το στόμας και την γούλας

Ο  Οδυσσέας  γύρισε πίσω και έκατσε δίπλα του σκουπίζοντας τα δακρυσμένα μάτια  του και λέγοντας

-Δηλαδή τους έχουμε  ε; ρώτησε χαμογελώντας

-Για  την ώρα  δεν έχουμε καφέ. Και θα μας χρειαστεί. Τράβα απέναντι σε αυτό τον μαλάκα  απ  την Κρώμνη και πες του να σου δώσει. Για μένα πες του είναι  και αν σου πει κάτι πες του να πα να  γαμηθεί  και πως δεν θέλει να πάω εγώ  από εκεί να το ζητήσω

Ο Οδυσσέας  έφυγε αστραπη και ο Βαγγέλης άναψε ένα  τσιγάρο και μονολόγησε

-Πάνω που λες θα  φτιάξει η ζωή μου....τσουπ...πάντα  κάτι θα σκάσει να την αποσυντονίσει...τσουυυπ . Πάντα. Μια ζωή. Τι προασπαθώ ρε  πούστη μου; Αφού δεν με θέλει

Δεν γαμιέται;  Μας βλέπω  στο  απόσπασμα. χαλάλι 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά