Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Προσφυγας 1941-Κεφάλαιο 3

 μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο κεφάλαιο  εδώ 

και  τα υπόλοιπα κεφάλαια  εδώ που θα δημοσιοποιηθούν  εδώ


Κεφάλαιο 3-Προσφυγιά ξανά



Το  πρωινό εκείνο η  γειτονιά γέμισε αυτοκίνητα του Ερυθρού  Σταυρού και διαφόρων ειδών καμιόνια

Ο Οδυσσέας  βγήκε απ το σπίτι του στον δρόμο. Εκεί συνάντησε τους φίλους του, τον Δήμο και τον Δημήτρη

-Τι φασαρία είναι  αυτή; τους ρώτησε

-Παίρνουν  τα παιδιά, απάντησε ο Δήμος

-Τι θα πει παίρνουν  τα παιδιά; Πως τα παίρνουν;

-Ο Ερυθρός Σταυρός  είπανε, απάντησε ο Δημήτρης

Ο Οδυσσέας στο  βάθος   είδε τον  Τότκη να πλησιάζει μια νοσοκόμα

-Θα μάθουμε σύντομα τι συμβαίνει, μουρμούρισε, Δημήτρη εσύ πάνε  σπίτι μου. Μέσα στο μπαούλο έχω κρύψει το πιστόλι. Πάρτο  και κρύψτο κάπου.

-Λες να  κάνουν τίποτα;

-Δεν ξέρω, για παν ενδεχόμενο πάρτο να μαστε  σίγουροι

-Εντάξει πάω


Ο Τότκης προσπερνούσε οικογένειές που είχαν συγκεντρωθεί στον χώρο με τα  μικρά παιδιά τους.Πλησίασε την νοσοκόμα του  Ερυθρού Σταυρού και της  μίλησε

-Καλημέρα Ειρήνη

Η κοπέλα του χαμογέλασε

-Είσαι σίγουρη για αυτό που πας να κάνεις;

-Νομίζω...ναι.

-Θα αποχωριστούν τα  παιδιά  τους γονείς τους;

-Ναι , και αρκετά είναι και ορφανά. Εδώ δεν έχουν  μέλλον θα πεθάνουν της πείνας

Ο Τότκης ξεφύσηξε και άναψε  τσιγάρο

-Και πως ξέρουμε  τι άνθρωποι είναι αυτοί που θα  πάρουν;

-Οι εγγυήσεις που έχω είναι οι καλύτερες δυνατές αυτή την στιγμή. Την αποστολή των παιδιών στα  χωριά της Μακεδονίας   την οργανώνουν από κοινού η Εύξεινος  Λέσχη με τον Ερυθρό Σταυρό

Τα παιδιά  θα πάνε  σε  προσφυγικές οικογένειες  στην επαρχία όπου  υπάρχει περισσότερη τροφή για να  ζήσουν.

-Δεν ξέρω. Και αν  κάποιο παιδάκι το πάρει κάποιος παλιάνθρωπος;

-Δεν θα αντιδράσει  η τοπική κοινωνία αν δει κάτι τέτοιο νομίζεις;

Ο Τότκης  γύρισε και με το βλέμμα του σάρωσε  την περιοχή

Παντού έβλεπες είτε μανάδες με παιδιά που  περιμέναν την αποβίβαση  στα φορτηγά και κλαίγαν γνωρίζοντας  πως η ώρα του αποχωρισμού έφτανε 

Πολλά παιδιά  ήταν  ασυνόδευτα μιας και οι γονείς τους είχαν πεθάνει και   δεν είχαν άλλους συγγενείς στην περιοχή

-Τότκη  αν μείνουν εδώ δεν έχουν μέλλον. Απ όσα παιδιά  ζουν οι γονεί τους  είναι άποροι και  τα υπόλοιπα  είναι ορφανά

Η μόνη λύση για να μην συνεχίζουν να πεθαίνουν απ την πείνα  είναι  να τγα στείλουμε στην επαρχία  όπου θα τα δεχτούν και θα  τα φροντίσουν με αγάπη  οι τεμέτερον εκεί

Οι φωνές ενός μικρού κοριτσιού που φορούσε μόνο το βρακάκι του  διέκοψαν την κουβέντα τους

Το παιδάκι αγκάλιαζε την μαμά του και φώναζε κλαίγοντας

-Δεν θέλω να φύγω μαμά. Μην με αφήνεις

-Είναι για το καλό  σου πουλόπομ. Σε περιμένει εκεί  η νέα σου μαμά και θα σε φροντίσει  για όσο καιρό χρειαστεί. Και όταν όλα αυτά τα άσχημα ζούμε τελειώσουν θα έρθω να σε πάρω να σε φέρω πάλι κοντά μας

-Μην μου το κάνεις αυτό μαμά. Σ αγαπώ και φοβάμαι

Ο  Τότκής  μαζί με την     Ειρήνη  πλησίασαν την γυναίκα με την κορούλα  της   και στάθηκαν μπροστά τους

Μετά  έκατσε οκλαδόν μπροστά  στο κοριτσάκι

-Πως σε  λένε ψύμ;

-Αρετή

-Αρετή μου σε καταλαβαίνω. Θα  σου μιλήσω λίγο σκληρά αλλά  είναι και σκληρές οι  εποχές που ζούμε. Ο λαός μας δεν είναι η πρώτη φορά  που  τα ζει αυτά. Πριν 20 χρόνια  όταν ήμουν και γω παιδάκι πάνω  στον Καύκασο έχασα τους γονείς μου. Με καταλαβαίνεις;

Το παιδάκι άκουγε την  βαριά  όλο αγάπη  φωνή  του  Τότκη και  κοιτούσε τα πάντα μισόκλειστα όλο αγριάδα μάτια  του που εξέπεμπαν  με έναν τρόπο αγάπη

-Αναγκάστηκα  τότε Αρετή να  ταξιδέψω  μόνος για μέρες  ως την θάλασσα του  Βατούμ. Μετά με βάλανε μαζί με άλλους δικούς μας  πονεμένους ανθρώπους  σε ένα καράβι και με χίλιους κόπους  φτάσαμε και ριζώσαμε εδώ. Στα  τσαμούρια (λάσπες)

-Αφού  ριζώσαμε εδώ  γιατί να φύγω;

-Γιατί Αρετή μου οι άνθρωποι  χωρίζονται σε δυο  κατηγορίες. Σε αυτούς που έχουν το καλό μέσα τους και σε αυτούς που έχουν  το κακό.

Αυτοί που έχουν το κακό ξαναπήραν  το πάνω χέρι  στις μέρες μας

Εξαιτίας τους έπεσε πείνα στον τόπο μας και η πείνα  είναι άσχημο πράγμα. Χτυπά πρώτα τα μικρά παιδάκια

Πες μου Αρετούλα;  Τι να κάνει η μαμά σου; Να σε κρατήσει εδώ και να πεινάσεις  ή αφού έχει την  ευκαιρία να σε στείλει  σε μια άλλη  οικογένεια  τεμέτερον που  τους περισσεύει λίγο φαί 

Πρέπει να ζήσεις Αρετούλα μου. Το καταλαβαίνεις; Όλα τα παιδάκια  πρέπει να ζήσετε και  είναι  καθήκον εμάς των μεγάλων ότι κάνουμε να το κάνουμε για το καλό  σας;

-Πως θα ζήσω κύριε μακριά απ την μαμά μου;

-Είναι σκληρό το ξέρω. Εσύ όμως εκεί που θα πας θα γνωρίζεις  εδώ θα ζει και θα χτυπά η καρδιά  της μαμάς  σου και μια μέρα θα  ανταμώσεται ξανά και τότε  στο υπόσχομαι  τίποτα και κανένανς  δεν θα μπορέσει να σας χωρίσει ξανά

Σκέψου  Αρετή...εγώ έχασα τους γονιούς μου πολύ μικρός. Ακόμη ξυπνάω  τα βράδια και τους ζητάω παρόλο που ξέρω πως δεν θα τους ξαναδώ

Δεν είναι δίκαιο , το ξέρω, όμως δεν γίνεται να αλλάξει αυτό, όμως εσένα η μαμά σου ζει και  να ξες και να θυμάσαι πάντα πως  η καρδιά της θα χτυπά για σένα και μια μέρα θα ανταμώσεται   ξανά


Εκείνη την ώρα ένας νεαρός γιατρός  έτρεξε προς το μέρος τους  φωνάζοντας την Ειρήνη

-Ειρήνη  έχουμε πρόβλημα

-Τι συμβαίνει  Γιώργο;

-Χάλασε ένα καμιόνι και δεν  θα έρθει. Αυτό σημαίνει  πως 10 με 15 παιδιά θα μείνουν πίσω. Πρέπει  να διαλέξουμε ποια

-Δεν γίνεται να αποφασίσουμε ποια  θα καταδικαστούν σε θάνατο απ την πείνα  Γιώργο

-Το ξέρω αλλά δεν γίνεται να πάνε  και με τα πόδια

Ο Τότκης σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον γιατρό  με το βλέμμα του να τον περιεργάζεται από πάνω μέχρι κάτω  πριν μιλήσει

-Τι πρόβλημα υπάρχει;

Η Ειρήνη γύρισε και του απάντησε

-Ένα απ τα φορτηγά μας  που θα μετέφερε τα παιδιά  χάλασε. Τώρα πρέπει να διαλέξουμε ποια θα μείνουν πίσω

Ο Τότκης έμεινε για λίγο σκεφτικός

-Πόση ώρα έχουμε;

-Αρκετή ακόμη

-Εντάξει. Περιμένετε εδώ. 

-Που πας Τότκη;

-Θα  ανέβω στην πόλη  να βρω το αφεντικό μου. Θα του ζητήσω να μου δώσει το  φορτηγό της δουλειάς. Είναι απ τους καλούς  και ελπίζω να με καταλάβει μόνο που...

-Μόνο που; ρώτησε ο  γιατρός

-Οι καιροί είναι δύσκολοι  και  αν πάρω το φορτηγό θα χρειαστεί εσείς να πληρώσεται για την βενζίνη

-Αυτό ξέχασε το, είπε ο γιατρός όλο αλαζονεία και αυστηρότητα, ήδη πληρώσαμε την βενζίνη του  ακαμάτη που έμεινε στον δρόμο. Δεν υπάρχουν λεφτά να  πληρώσουμε και δεύτερο  φορτηγό

-Δεν σου ζητάω λεφτά  για την μεταφορά, να μου δώσεις  βενζίνη  θέλω  για να μπορέσει να κινηθεί το φορτηγό

-Και γω σου λέω πως δεν υπάρχουν λεφτά , κόψε τον λαιμό σουκαι βρες  τρόπο να το κινήσεις αν θες να βοηθήσεις, απάντησε ο γιατρός και ο Τότκής έσφιξε τις  γροθιές και σκέφτηκε να ξεκινήσει να τον  χτυπά

Η Ειρήνη του έπιασε το χέρι και του ψιθύρισε

Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ένας 60χρόνος απ  τους ανθρώπους της ποντιακής λέσχης

-Καλημέρα, καλημέρα, τι πρόβλημα έχουμε παιδιά;

-Χάλασε ένα απ τα  οχήματα κύριε Παντελή, είπε η Ειρήνη

Ο 60χρόνος αναστέναξε , έβγαλε το καπέλο του και ακούμπησε το σώμα  του σε έναν μικρό βράχο

-Μπορώ, παρενέβει ο Τότκης να φέρω εγώ  φορτηγό  απ την δουλειά μου όμως  πρέπει να  το γεμίσουμε  βενζίνη

Βενζίνη...αναθεματισμένη  βενζίνη, μονολόγησε ο  60χρόνος, έχουμε δώσει σχεδόν όλο το απόθεμα της λέσχης   για να πληρωθούν οι βενζίνες

-Δεν έχω λεφτά να  βάλω για να γεμίσω το  φορτηγό , είπε ο Τότκης

-Το ξέρω γιε μου , απάντησε  ο 60χρόνος , και μεις αυτά που χουν απομείνει  στα ταμεία μας  φτάνουν μόνο για να σου γεμίσουμε το φορτηγό ή να σε πληρώσουμε για τον κόπο  σου. Και τα δύο δεν γίνεται

-Ποιος είπε πως θέλω λεφτά  για τον κόπο μου; ε;

Ο 60χρόνος τον κοίταξε και χαμογέλασε

-Ο θεός σε  έστειλε άνθρωπε μου;  τον ρώτησε ο κυρ Παντελής

-Δεν πιστεύω στον θεό. 

-Πιστεύεις δεν πιστεύεις  ο θεός σε έστειλε

Ο Τότκης γύρισε και αγριοκοίταξε τον γιατρό

-Φύγε τώρα  θέλω να πω κάτι στην Ειρήνη

-Τι θες να μου πεις  που ήσουν έτοιμος πάλι να  ξεκινήσεις φασαρία; τον ρώτησε  χαμογελώντας

-Θα ρθεις μαζί μου; Με το φορτηγό;

Η Ειρήνη  γύρισε και κοίταξε την Αρετούλα; που   η μαμά της  την είχε αγκαλιάσει και της μιλούσε

-Θα πάρουμε και την Αρετούλα μαζί;

Ο Τότκης  κοίταξε το κοριτσάκι  και κρατήθηκε να μην δακρύσει

-Γίνεται να την αφήσουμε να πάει με άλλους;

-Πάνε φέρε το φορτηγό και ετοιμάσουν για μεγάλο ταξίδι

-Που πάμε;

-Κοζάνη


Καθώς έφευγε ο Τότκης ο Οδυσσέας τον ρώτησε τι συνέβαινε και του εξήγησε

-Και  τώρα βιάζομαι  Οδυσσέα

Ο Οδυσσέας  έκατσε κάτω από ένα δέντρο και παρατηρούσε τα  καμιόνια

ο Βαγγέλης  επέστρεφε εκείνη  την ώρα. Είχε  ξενυχτήσει  και το είχε ξημερώσει μέσα  στην χαρτοπαικτική λέσχη στην περιοχή του Ντεπώ

Πλησίασε τον Οδυσσέα και έκατσε  δίπλα στον Οδυσσέα κάτω απ το δέντρο

-Τι γίνεται εδώ; τι χαμός είναι αυτός; ρώτησε  βαριεστημένα

-Χωρίζουν τις μανάδες απ τα παιδιά. Στέλνουν τα πιο φτωχά και πεινασμένα  στα χωριά  να γλιτώσουν

-Ναι ε;

-Εμ  βλέπεις Βαγγέλη η επίταξη των γερμανών και οι μαυραγορίτες  καταδικάζουν τον κοσμάκη στην φτώχεια και την πείνα

-Ο θάνατος σου η ζωή μου, μουρμούρισε ο Βαγγέλης 

-Τι είπες;

-Τίποτα. Τίποτα

-Σκέφτηκες αυτό που λέγαμε τις προάλλες

Ο Βαγγέλης  παρατηρούσε τα καμιόνια

-Όλα  γίνονται απλά το αγκάθι είναι η διαφυγή σου. Πρέπει  αφού τον  ξεπαστρέψεις να εξαφανιστείς όσο πιο γρήγορα  απ την περιοχή κα να κρυφτείς για παν ενδεχόμενο  μερικές μέρες κάπου

Το τελευταίο το βρίσκουμε  δεν είναι θέμα

-Πάω και  στα βουνά  , με την διαφυγή όμως τι γίνεται;

Ο Βαγγέλης έδειξε τα φορτηγά με το δάχτυλο του

-Αυτά θα  ήταν μια καλή λύση  αλλά... που να βρεις  αμάξι και που να  βρεις και οδηγό. 

-Αμάξι ε;

-Ε ναι, 4 ρόδες πάνε πιο γρήγορα από δυο πόδια, είπε ο Β αγγέλης και σηκώθηκε, πάω να ξεραθώ

Καθώς απομακρυνόταν  ο Οδυσσέας του φώναξε

-Έπαιζες;

-Όλο το βράδυ, απάντησε ο Βαγγέλης

-Έχανες;

-Κέρδιζα....πολλά


Μισή ώρα αργότερα το φορτηγό που οδηγούσε  ο Τότκης  κατέφθανε κορνάροντας  στην  γειτονιά

Τα παιδιά με τους συνοδούς φορτώθηκαν  στην καρότσα

Η μικρή Αρετούλα  αγκαλιάστηκε με την μητέρα της και οι δυο τους ξέσπασαν σε λυγμούς

Η Ειρήνη με τον Τότκή  στεκόταν παραπέρα και τις κοιτούσαν

Η νοσοκόμα έπιασε το χέρι του   και τον κοίταξε

-Πριν...που μίλησες και έπεισες την μικρούλα...μου αποκάλυψες ένα  άλλο κομμάτι του εαυτού σου. Πιο τρυφερό, μακριά απ τον αγριωπό Τότκη που όλοι ξέρουμε στην γειτονιά

Ο Τότκης την κοίταξε και  δεν μίλησε μα την αγκάλιασε


Μερικά λεπτά αργότερα το καμιόνι του ξεκινούσε με προορισμό ένα χωριό στην Κοζάνη


Ο Οδυσσέας  συναντιόνταν σε ένα ποτάμι  έξω  απ την συνοικία με τον Δήμο και τον Δημήτρη

-Μίλησα με τον Βαγγέλη...ξανά, τους είπε

-Θα  συμμετέχει; ρώτησε ο Δημήτρης

-Αυτό ξέχασε το, απάντησε ο  Οδυσσέας, δεν μπλέκει. Απλά σκέφτηκε κάτι καλό για την διαφυγή μας

Θα χρειαστούμε ένα όχημα. Ένα καμιόνι  ίσως

-Ντο  λεγς νέπε;  αποκρίθηκε ο Δήμος, που θα βρούμε καμιόνι; 

-Θα κλέψουμε. Από κάποιος επαγγελματία στην πόλη ίσως ή και απ τους  Γερμανούς  ακόμη

Ο Δήμος αγανάκτησε

-Βρε εύκαιρε; Άντε και το κλέψαμε, αν δεν μας σκοτώσουν ποιος θα το οδηγήσει;

Ξέρει κανείς από εμάς να οδηγάει;

-Έχει δίκιο, παρενέβη ο Δημήτρης, εδώ  καλά, καλά ακόμη και ο Βαγγέλης  που το πρότεινε δεν έχει πιάσει τιμόνι στα  χέρια  του

-Συμφωνούμε πάντως πως οι 4 ρόδες  είναι πιο γρήγορες απ τα δύο πόδια ; ρώτησε νευριασμένος ο Οδυσσέας, αν συμφωνούμε τότε πρέπει να  βρούμε  καμιόνι και οδηγό

Κάποιον έμπιστο εννοείται

-Οδυσσέα; φώναξε  ο Δήμος, το πάθος σου για εκδίκηση για τον  θάνατο του πατέρα σου έχει θολώσει την κρίση σου. Λες να μπάσουμε και άλλον στην δουλειά; Ξέρεις κάποιον  που να μπορούμε να τον εμπιστευτούμε; 

-Καλά σου λέει, επενέβη ο Δημήτρης, ακόμη και αν  γλιτώσουμε και διαφύγουμε-αν δεν μας σκοτώσουν στην προσπάθεια μας να κλέψουμε το  καμιόνι- πως είσαι σίγουρος πως ο οδηγός δεν θα μιλήσει κάπου αργότερα;

Ο Οδυσσέας ήξερε πως οι φίλοι του είχαν δίκιο και  παραιτήθηκε. Άφησε το σώμα του να πέσει κάτω στο  γρασίδι και αναστέναξε

-Θα  βρούμε άλλο  τρόπο, είπε ο Δήμος με ήρεμο  τόνο στην φωνή του τώρα σε μια προσπάθεια να του συμπαρασταθεί αλλά  αν έκρινες απ το ύφος του Οδυσσέα δεν κατάφερε και πολλά

-Οι μέρες περνάνε  και μείς έχουμε κολλήσει στο  σχέδιο, μουρμούρισε, όλα πάνε κατά διαόλου

-Κάτι θα σκεφτούμε  , είπε ο Δημήτρης, ας πάμε  σπίτια μας να καθαρίσει λίγο το μυαλό μας και θα  βρούμε   έναν άλλο  τρόπο


Σηκωθήκαν και ξεκίνησαν να βαδίζουν προς την γειτονιά

Μπαίνοντας στην συνοικία μια  τρίκυκλη γερμανική μηχανή πέρασε από μπροστά  τους

Ο Δημήτρης κοντοστάθηκε και την παρατηρούσε καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου

Οι άλλοι δυο συνέχισαν για λίγο να  βαδίζουν όμως όταν αντιλήφθηκαν  πως ο  φίλος του είχε κοκαλώσει στην μέση του δρόμου σταμάτησαν και γύρισαν  και του φωνάξαν

-Τι έπαθες;

-Πως είχε πει ο Αρχιμήδης ο αρχαίος όταν  βρήκε λύση  στο πρόβλημα του; 

-Ποιος είναι αυτός πάλι;  φώναξε ο Οδυσσέας

-Αν δεν είχατε σταματήσει το σχολείο  θα  γνωρίζατε, απάντησε ο Δημήτρης

-Μας κάνει φιγούρα  τώρα; ρώτησε ο Δήμος

Ο  Δημήτρης  δεν τους άκουγε και ψέλλισέ

"Εύρηκα"


Το καμιόνι του Τότκη εισερχόταν με χαμηλή ταχύτητα μέσα στο  φτωχό προσφυγικό χωριό  του  νομού Κοζάνης

Οι κάτοικοι του  είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία  και παρατηρούσαν  τα παιδιά  και τους συνοδούς που κατεβαίναν απ το καμιόνι

Μετά στάθηκαν οι μεν απέναντι στους δε και επικρατούσε αμηχανία και σιγή

Ο δάσκαλος του χωριού κοίταξε τους δυο γιους  του  που ήταν περίπου στην ηλικία της Αρετούλας και καθόταν  δίπλα του. Μετά  κοίταξε την μικρούλα που  φορούσε μόνο ένα βρακάκι και την είχαν τυλίξει  με ένα  παλιό  ξεσκισμένο σεντόνι

Έκανε νόημα στα παιδιά του και βαδίσαν μερικά βήματα μπροστά

Μετά γονάτισε μπροστά στην Αρετούλα και της χαμογέλασε

-Πως σε λένε  ρίζαμ; 

Η μικρή  ντρεπόταν και δεν μιλούσε

Η Ειρήνη που καθόταν ακριβώς πίσω της  μαζί με τον Τότκη της έπιασε  τον ώμο και της είπε

-Πες στον  κύριο πως σε λένε; Μην φοβάσαι;

Η μικρή σχεδόν ψιθίρισε

-Αρετή...είμαι απ την Καλαμαριά

-Ωωωω τι ωραίο όνομα που έχεις. Φαντάζομαι δεν ξέρεις  τι σημαίνει το όνομα σου  ε; Εγώ είμαι  ο Γιώργος, ο δάσκαλος  του χωριού και από  ο  Νικήτας και ο  Βασίλης οι γιοί μου

Στην οικογένεια μου  έχουμε  δυο αγοράκια  και  πολύ θα  θέλαμε να  αποκτήσουν μια  αδελφούλα...αν το  θέλεις και συ φυσικά καλή μου

Η Αρετή γύρισε και κοίταξε τον Τότκη

Ο Τότκης  έγειρε και  βγάζοντας ένα  γράμμα απ την τσέπη του  το έτεινε στον  δάσκαλο

-Η μητέρα της Αρετούλας σας έγραψε μερικά πράγματα εδώ

«Είμαι η τραγική γυναίκα της Καλαμαριάς, που βρέθηκε στην ανάγκη, να χωρισθή από το παιδί της, για να μη το βλέπη να μαραζώνη και να λυώνη από την πείνα, τη στέρηση και την ανέχεια. Είμαι εκείνη, που το παιδί της βρίσκεται την ώρα τούτη στα χέρια σου. Κράτησε το. Προστάτευσε το. Χάρισέ του ένα ελάχιστο μέρος από τις φροντίδες σου... "

Ο  δάσκαλος δάκρυσε

Κοίταξε την  Αρετούλα  και τα παιδιά  του

Ο Βασίλης  ψέλλισε

-Εμείς  Αρετούλα σε θέλουμε  για αδελφούλα μας

και ο Νικήτας συμπλήρωσε

-Η μαμά μας έφυγε πολύ νωρίς και δεν πρόλαβε να μας χαρίσει  μια  αδελφούλα

Ίσως από κει   ψηλά  να φρόντισε να στείλει εσένα  σπίτι μας

-Ο μπαμπάς μου και μένα έφυγε πολύ νωρίς, είπε συγκινημένη  η μικρούλα

Ο  δάσκαλος αγκάλιασε και τα τρία παιδιά  και προσπαθώντας να κρατήσει τους λυγμούς του  τα είπε

-Όχι στεναχώριες  σήμερα παιδιά μου. Ας  μετατρέψουμε αυτή την μέρα σε ημέρα χαράς. Ας κάνουμε κάτι καλό  που θα το θυμόμαστε για όσο ζήσουμε ε; Τι λέτε;

Όταν  τα άφησε πα την αγκαλιά του  η μικρούλα τον κοίταξε στα μάτια

-Θα μου μάθεις  τι σημαίνει το  όνομα μου; τον ρώτησε

-Ναι κόρη μου. Σημαίνει κάτι  πολύ καλό. Το όνομα σου είναι  το νόημα της ζωής. Θα στο μάθω όπως προσπαθώ απ όσο ήμουν στην πατρίδα ακόμη  να μαθαίνω  σε όλους αυτό το πολύ σημαντικό νόημα που  φέρει το όνομα  σου

-Πατέρα; ρώτησε  ο Βασίλης,να πάμε  σπίτι με την Αρετούλα να παίξουμε; Μπορούμε;

Ο δάσκαλος δεν απάντησε  αλλά φίλησε τα τρία παιδιά στο κεφάλι. Μετά σηκώθηκε  και συγκινημένος κοίταξε τον Τότκη και την Ειρήνη

-Πείτε στην άγνωστη  μητέρα της   Αρετούλας μας πως θα  φροντίσω να μην της λείψει τίποτα. Αν χρειαστεί θα πεινάσω  εγώ για να  είναι χορτάτο το καμάρι μας. 

Να μην ανησυχεί για τίποτα, αυτό να της πείτε και  πως εύχομαι  σύντομα να  σμίξουν μάνα και κόρη

Η Ειρήνη  δεν μπορούσε να μιλήσει απ την συγκίνηση

Ο Τότκης τον κοίταξε και του έδωσε το χέρι

-Αυτό που κάνεις δάσκαλε , εσύ και όλο το χωριό είναι πολύ σημαντικό

Δεν είμαι κάποιος  σπουδαίος αλλά εκ μέρους  των ανθρώπων της  Καλαμαριάς θέλω να σας πω ένα  μεγάλο "ευχαριστώ"

Ο δάσκαλος δεν έκανε χειραψία αλλά ένα βήμα μπροστά και αγκαλιάστηκαν με τον Τότκη

-Ας ελπίσουμε το κακό που μας σπείρανε οι μεγάλοι  αυτού του κόσμου να  τελειώσει γρήγορα. Ας φροντίσουμε όλοι να το τελειώσουμε, είπε στον Τότκη

-Κοντοζυγώνει αυτή η μέρα δάσκαλε, του απάντησε ο Τότκης, για αυτό να σαι σίγουρος


τέλος κεφαλαίου

το απόσπασμα απ το γράμμα  της μητέρας της Αρετής είναι  πραγματικό και χρησιμοποιήθηκε ποιητική αδεία

στο παρακάτω λινκ όλη  η ιστορία  που συνοδεύει το γράμμα

https://www.ethnos.gr/greece/article/31422/htragikhmanathskalamariasenagrammatoy1942giathnprosfygiasthnkatoxh

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κανείς δεν ξέρει το ακριβές όνομα της

  Υπάρχει ένας  θρύλος στα στενά της πόλης Τον λένε ακόμη οι κυράδες πίνοντας τον καφέ τους τα πρωινά Άλλοτε τον συζητούσαν  έξω στις αυλές των φτωχόσπιτων σήμερα  στα μικρά  μπαλκόνια απ τα φτωχικά  ετοιμόρροπα  διαμερίσματα τους Δεν ξέρει καμιά το ακριβές  όνομα της, όμως γνωρίζουν όλες πως έφτασε προσφυγοπούλα με το καράβι  το 1924 στην πόλη Λένε πως είδε  τους γονείς της να μην αντέχουν το κρύο στα απολυμαντήρια, τότε που τους ξεγυμνώναν όλους και τους περιλούζαν με παγωμένο  νερό μέσα στο κρύο για να μην μολύνουν την πόλη Αυτή την πόλη  την τόσο αμόλυντη Την πόλη των μαφιόζων  που εκπορνεύαν κορίτσια απ την επαναστατημένη Ρωσία λίγο παραπέρα στο μουλέν  ρουζ και διακινούσαν κόκα και όπιο μαζί με  λαθραία ρολόγια  απ την Πόλη Την πόλη των εμπόρων  που μαστιγώναν  τους υπαλλήλους τους Την πόλη  των μιμητών του  Χίτλερ και της 3Ε που κάψανε  τον συνοικισμό των ήδη πυρόπληκτων φτωχών εβραίαων στο Κάμπελ στον Βότση Την πόλη του παπά που  μετά το 12 κουβάλησε μανιάτες και κρητικούς  φασ

Εκπομπή This is Salonika1-η ιστορία του Φόρη και της Ιουλίας

 ιστορίες από μια άγνωστη αλλά  υπαρκτή  Θεσσαλονίκη, αυτή των ανθρώπων της

Το καφενείο

  Ο παπά-Σταμάτης μπήκε  φουριόζος στο καφενείο και έκατσε  σε ένα απ τα τραπεζάκια του Κοίταξε πέρα  δώθε και φώναξε του  καφετζή Παπάς-Γρηγόρη; Γρηγόρη;  απάντηση καμία οπότε  έδωσε πιο πολύ  ένταση στην φωνή του Παπάς-Γρηγόρη; που σαι βρε αναθεματισμένε; Ο καφετζής  βγήκε απ την κουζίνα του   με  αργό  βήμα  και στάθηκε μπροστά στον παπά Καφετζής-Με φώναξες παπά μου; Παπάς-Όχι δοκιμάζω την φωνή μου, Που σαι βρε αφορεσμένε; Καφετζής-Μέσα στην κουζίνα ήμουν  καθάριζα και  τσέκαρα αν χρειάζεται να παραγγείλω. Μου τελειώνει το λάδι και... Παπάς-Καλά , καλά (είπε ο παπάς κουνόντας το χέρι του)δεν με νοιάζει για το λάδι  σου. Φέρε μου ένα καφε και γρήγορα Καφετζής-Γιατί γρήγορα; Παπάς-Γρηγόροη  δεν  σε  λένε; Καφετζής-Γρηγόρη Παπάς-Για αυτό ,  άιντε , άιντε και δεν έχω  όλη την μέρα  για χάσιμο Ο Καφετζής έκανε μεταβολή και  βάδιζε προς το κουζινάκι του με τον παπά να φωνάζει Παπάς-Γρήγορα Γρηγόρη. Γρήγορα. όχι σαν και χθες. Κάναμε  2 ώρες να μας φέρεις έναν καφέ Που στο  υπουργείο  να κά