Ο Νικολάου είχε καλέσει στο γραφείο του και την Εσπεράντζα η οποία προσήλθε φορώντας ένα λευκόό στενό πανάκριβό φόρεμα.
Καθώς διέσχιζε τους βρώμικους διαδρόμους του δεξιού μεγάρου της βασιλικής χωροφυλακής κρατώντας το επίσης λευκό τσαντάκι της οι πάντες-αστυνομικοί και κρατούμενοι κοντοστέκονταν και την παρατηρούσαν
Η Εσπεράντζα κάθισε αναπαυτικά στο γραφείο του επιθεωρητή Νικολάου
-Ζω ένα δράμα κύριε επιθεωρητά. Μια φορά είπα και εγώ να βγω μια αθώα νυχτερινή βόλτα σε ένα δασάκι με έναν πελάτη του μαγαζιού που δουλεύω και συνέβη αυτό που ξέρετε
Ο Νικολάου βλέποντας την εντυπωσιακή γυναίκα αναστατώθηκε.
Κοίταξε φευγαλέα τον Σπίνο, τον βοηθο΄του και μετά το βλέμμα του επέστρεψε στην Εσπεράντζα
-Ξέρετε δεν εγκρίνω τα μαγαζιά αυτά. Αν ήταν στο χέρι μου θα τα έκλεινα όλα
-Μα γιατί κύριε επιθεωρητά; Ξέρετε τι ωραία είναι εκεί; Έρχετε ο κόσμος και διασκεδάζει
-Τα μαγαζιά αυτά ξενυχτάνε. Λειτουργούν τις ώρες που ο κόσμος θα έπρεπε να είναι σπίτια του και να κοιμάται για να πάει το πρωί στην δουλειά
-Οι συγκεκριμένοι πελάτες πάνε ότι ώρα θέλουν στην δουλειά τους
-Πως γίνεται αυτό;
-Αφού είναι αφεντικά
-Αφεντικά;
-Μάλιστα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι στυλοβάτες της εθνικής οικονομίας κύριε επιθεωρητά
-Ο Σταύρου όμως δεν είναι αφεντικό
-Είναι όμως διευθυντής, είπε η Εσπεράντζα ανάβοντας πρώτα τσιγάρο και μετά ρωτώντας, επιτρέπεται εδώ το κάπνισμα;
Ο Νικολάου και ο Σπίνος κοιτάχτηκαν
Ο βοηθός του πήρε τον λόγο και με επιθετικό και απειλητικό ύφος την πλησίασε και την είπε
-Κυρά μου καταλαβαίνεις πως κινδυνεύεις να πας μέσα για πολλά χρόνια; Εδώ απήγαγαν , ξυλοφόρτωσαν και βοήθησαν να αποδράσουν 30 πράκτορες εχθροί του έθνους
-Έφαγα και γω ξύλο αν θυμάσαι καλά μικρό τσουτσέκι του επιθεωρητά, απάντησε στο ίδιο απειλητικό ύφος η Εσπεράντζα, είναι η τρίτη φορά που με καλείτε για ανάκριση για να σας πω ξανά τα ίδια και τα ίδια;
-Εδώ μιλάμε για επίθεση κατά της πατρίδος, ούρλιαξε ο Σπίνος, θες να σε πάω στα υπόγεια να βάλω να σε βαράνε μέχρι να βλαστημήσεις το γάλα που βύζαξες;
Η Εσπεράντζα πήγε να του απαντήσει όμως δεν το έκανε. Γύρισε και κοίταξε τον επιθεωρητή και τον ρώτησε
-Βλαμμένο είναι το παιδί;
Ο Νικολάου σηκώθηκε και την πλησίασε κάνοντας πέρα τον Σπίνο
-Ελάτε δεσποινίς Εσπεράντζα , τελειώσαμε για σήμερα
Η Εσπεράντζα σηκώθηκε και ο Επιθεωρητής την συνόδευσε ως την έξοδο
-Μην παρεξηγείτε τον συνεργάτη μου. Εκτός του ότι συναστρεφόμαστε κάθε μέρα λογιών λογιών κατακάθια της κοινωνίας του χει μείνει αυτό το υφάκι από τότε που δούλευε για τους γερμανούς
-Μα κύριε Νικολάου, θα τους βρείτε επιτέλους αυτούς τους εγκληματίες. Είναι η τρίτη φορά που με καλείτε να δώσω κατάθεση αλλά περάσαν τόσες μέρες και δεν έχουμε αποτελέσματα
-Τους ακουμπάμε δεσποινίς, τους ακουμπάμε
-Αχ , αναστέναξε η Εσπεράντζα, να δώσει ο θεός και η Παναγία να έρθει εκείνη η ευλογημένη μέρα της σύλληψης τους, είπε και έκανε μεταβολή βγαίνοντας έξω στον διάδρομο που πάλι όλοι κοκάλωσαν παρακολουθώντας την να τον διασχίζει
Σε ένα καφενείο που εκτελούσε και χρέη παντοπωλείου σε μια υποβαθμισμένη συνοικία ο Μάρκος περίμενε την Εσπεράντζα
Όταν αυτή εμφανίστηκε και έκατσε στο τραπέζι μαζί του την ρώτησε
-Τι έγινε; τι σου είπανε;
-Τα ίδια με τις άλλες φορές
-Καθίκια. Έτσι μου έρχετε να μπω εκεί μέσα και να αδειάσω τα πιστόλια μου πάνω τους να ξεμπερδεύουμε από δαύτους μια και καλή
-Σιγά, νταή μου εσύ. Άσε και κάνέναν να ζήσει
Εκείνη την ώρα μπήκε στο μαγαζί η Παγώνα, μια υπηρέτρια από ένα σπίτι της γειτονιάς
-Καφετζή; καφετζή, φώναξε η νεαρή αφελής κοπέλα
-Έλα ρε Παγώνα
-Είναι έτοιμη η παραγγελία της κυράς μου;
-Ναι εδώ την έχω, είπε ο ταβερνιάρης και σήκωσε μια σακούλα και την ακούμπησε τον πάγκο, θα...Παγώνα; Τι έπαθε το πρόσωπο σου;
Το ένα της το μάτι ήταν μαύρο
-Τι να σου λέω καφετζή μου, έκανε η κοπέλα, κατά λάθος εκεί που ξεσκόνιζα κάτι ασημικά κάνω ένα έτσι και σπάσανε κάτι ακριβά σερβίτσια
-Και το μάτι;
-Νευρίασε η κυρά μου και άρχισε να με βρίζει. Πήρε μια βίτσα και ξεκίνησε να με βαράει , μετα μπήκε ο άντρας της και με έριξε δυο μπουνιές , η μία με βρήκε στο μάτι
Ο Μάρκος με την Εσπεράντζα παρακολουθούσαν άθελα τους την κουβέντα τους
-Και σου μαύρισε το μάτι επειδή έσπασες ένα σερβίτσιο;
-Τρία, αλλά ήταν πανάκριβα
-Τι να πω βρε Παγώνα μου. Κρίμα
-Δεν βαριέσαι κύριε καφετζή μου , εμείς που είμαστε από χωριό και χωρίς στον ήλιο μοίρα αυτή είναι η τύχη μας.
Δεν λες που έχω ένα πιάτο φαϊ εκεί μέσα;
-Και από μισθό ; Σού δίνουν τίποτα;
-Κάτι λίγα , αλλά κάνω οικονομίες για να μαζέψω για την προίκα μου αλλιώς ποιος θα με πάρει;
Αλλά τώρα που έσπασα τα σερβίτσια θα μου κάνουν κράτηση μισθού, έτσι είπαν, άντε πάω, πάω να μην φωνάζει η κυρά, είπε η Παγώνα και πήρε την βαριά σακούλα και κίνησε για το αρχοντικό της φτωχογειτονιάς
Ο Καφετζής την κοιτούσε να απομακρύνεται και άθελα του αναστέναξε
"αχ....αχ εσύ αχ"
-Τι αχ βρε Μανόλο; ρώτησε ο Μάρκος
-Μάρκο αστα αχ βαχ
-Έρωτας;
Ο καφετζής πλησίασε το τραπέζι τους
κοίταξε την Εσπεράντζα που είχε φρίξει με όσα άκουγε
-Με το μπαρδόν κυρία μου να κάτσω; ρώτησε και έκατσε πριν πάρει απάντηση
-Για πες; ρώτησε ο Μάρκος
-Μωρέ το κακόμοιρο...εντάξει της ρίχνω κάποια χρόνια αλλά...αλλά
-Την ερωτεύτηκες ρε;
Ο Καφετζής κούνησε το χέρι του
-Πολύ ρε; ρώτησε ο Μάρκος
ο καφετζής ξανακούνησε το χέρι του
-Λαμαρίνα;
ο καφετζής ξανακούνησε το χέρι του και τους είπε
-Όμως έχει μπλέξει με το κωλόσπιτο που έμπλεξε.
-Για πες;
-Πριν δυο μήνες ξαναέκανε ζημιά και της σβήναν τσιγάρα το ζευγάρι στο σώμα να την συνετίσουν
Τι να σου κάνει και το ορφανό;
Έχασε στον εμφύλιο τους δικούς της στο χωριό και ήρθε στην πόλη χωρίς στον ήλιο μοίρα
-Συγνώμη, παρενέβη η Εσπεράντζα, τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί εκεί και την δέρνουν και τις σβήνουν τσιγάραστο σώμα
-Ότι άνθρωποι είναι η ράτσα τους μαντάμ. Δράκουλες. Πλούσιος και καλός; Που το είδες.
Μην με παρεξηγείτε δεν είμαι κομουνιστής αλλά η αλήθεια να λέγετε. Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι πλούσιο και καλό δεν είδα
-Και τι σόι πλούσιος είναι αυτός;
-Ο κύριος Ζάμπος; Εργοστασιάρχης, είπε ο καφετζής και γέλασε
-Τι εργοστάσιο έχει, ρώτησε ο Μάρκος
-Δεν έχει
-Δεν έχει; αποκρίθηκε η Εσπεράντζα
-Δηλώνει εργοστασιάρχης, λαμβάνει θαλασσοδάνεια τα οποία δίδονται στα πλαίσια της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ με σκοπό την ανόρθωση της οικονομίας. Τσεπώνει τα δάνεια και στέλενιε τα λεφτά στην Ελεβετία
-Και δεν τον ελέξανε πριν του δώσουν τα δάνεια;
-Τι να ελέξουν ρε Μάρκο;
-Αν έχει εργοστάσιο;
-Αφού είναι δικός τους ρε. Τσεπώνουν το κατιτίς του και αυτοί που του χορηγούν τα δάνεια
-Και ζουν ζωή και κότα ε;
-Και έχουν το κοριτσάκι και το βασανίζουν, είπε ο καφετζής και σηκώθηκε απ την θέση του και έκανε μεριά βήματα κοιτώντας προς το μέρος του αρχοντικού, να , να, να, έτσι μου έρχεται να πάρω μια μέρα μια βρεγμένη σανίδα, να μπω εκεί μέσα να τους περιλάβω και να πάρω την Παγώνα κοντά μου...τι τα λέω αφού δεν είμαι τέτοιος. Πάω μέσα να πλύνω κάνα πιάτο, είπε και χάθηκε μέσα στο κουζινάκι του
Η Εσπεράντζα κοίταξε τον Μάρκο
-Μάρκο μη, του είπε
-Τι;
-Πήρες πάλι αυτό το ύφος
-Ποιο ύφος;
-Αυτό το "εγώ μόνος μου θα σώσω τον κόσμο" , που όταν το παίρνεις κάνεις τα πράγματα χειρότερα
-Εσύ δηλαδή δεν αναστατώθηκες με όσα άκουσες για το κοριτσάκι;
-Φυσικά και μόλις φύγω από εδώ θα πάω να κάνω καταγγελία στην αστυνομία
-Καλά. Κάνε διάβημα και στον οηε
-Ειρωνεύεσαι; Θες να τα πάρω τώρα Μάρκο;
-Μα δεν άκουσες; Ο τύπος παίρνει δάνεια για το εργοστάσιο του και δεν έχει εργοστάσιο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι η Ελλάδα και συ θα πας να κάνεις μια καταγγελία στην αστυνομία για να τον κάνει τι; ¨'ντα;"
-Εσύ έχεις καλύτερη ιδέα;
-Ναι. Να πας το βράδυ στο μαγαζί και να τραγουδήσεις
-Και συ τι θα κάνεις;
-Αυτό που κάνω πάντα πιο καλά. Σκατά
Η Εσπεράντζα είχε ανέβει πάνω στην σκηνή και ξεκινούσε να τραγουδάει εν μέσω χειροκροτημάτων
Όλοι οι θαυμαστές της ήταν εκεί. Μαζί τους μπροστά μπροστάκαιο διευθυντής των φυλακών Σταύρου με νάρθηκα στον αυχένα και γύψο στο χέρι απ το ξύλοπου του χαν ρίξει ο Μάρκος και οι φίλοι του προκειμένου να τον απαγάγουν
Την ίδια στιγμή στην φτωχογειτονιά ο Καφετζής κλείδωνε το μαγαζί του, γυρνούσε και έριχνε μια ματιά προς το αρχοντικό και αναστενάζοντας μονολογούσε
"αχ Παγώνα", πριν κινήσει για το σπίτι του
Ο Μάρκος με τον Κοντούλη, τον Μάνθο και τον Δημήτρη παρακολουθούσαν την γειτονιά μέσα από ένα αμάξι που είχαν κλέψει
Μόλις εξαφανίστηκε ο καφετζής βγήκαν από αυτό και ο Μάρκος του κοίταξε
-Λοιπόν, εγώ ο Κοντούλης και ο Μάθνος μπουκάρουμε. Δημήτρη εσύ φυλάς όπως πάντα τσίλιες
Ο Κοντούλης πετάχτηκε
-Γιατί βάζουμε τον τύφλακα να φυλά πάντα τσίλιες; Με 40 βαθμούς μυωπία τι θα δει;
-Θες να βάλουμε εσένα στο πόστο του; ρώτησε ο Μάρκος, και ποιος θα ανοίξει τις κλειδαιριές;
-Υπάρχει και ο Μάνθος, απάντησε ο Κοντούλης
-Και ξύλο ποιος θα ρίξει εκεί μέσα αν κάτι πάει στραβά; ο τύφλακας;
-Μην με λέτε τύφλακα , με κάνετε και νιώθω άχρηστος
-Γιατί άραγε; ανταπάντησε ο Κοντούλης
-Έλα πάμε, είπε ο Μάρκος
Οι τρεις τους αφήσαν πίσω τους τον Δημήτρη. Πλησιάσαν στο αρχοντικό και ο Κοντούλης άνοιξε την εξώπορτα. Μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού.
Ο Μάνθος με τον Μάρκο φορέσαν μαντήλια γύρω απ τον λαιμό τους και καλύψαν τα πρόσωπα τους
-Φόρα το μαντήλι σου. Μην σε δει κανείς, είπε ο Μάνθος τον Κοντούλη ψιθιριστά
-Ποιος θα με δει εδώ κάτω που είμαι ρε;
Ο Μάρκος τράβηξε τον Μάνθό και με τα πιστόλια στα χέρια τραβήξαν ως την κρεββατοκάμαρα του ζευγαριού
Ανοίξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα
Το ζευγάρι ακούγοντας τους τινάχθηκαν όρθιοι
-Αστυνομία βοήθεια, άρχισαν να φωνάζουν
Οι δυοπρώην αντάρτες τέντωσαν τα χέρια τους και τους σημάδευσαν
Τα πιστόλια τους άρχισαν να ξερνάνε μολύβι και φωτιά πάνω στα σώματα τους.
Σε δευτερόλεπτα το ζευγάρι κείτονταν νεκρό στο κρεββάτι τους
Οι τρεις φίλοι βγαίναν με ήρεμο βήμα απ το αρχοντικό και τραβούσαν προς το αμάξι που τους περίμενε ο Δημήτρης
Η Παγώνα φοβισμένη είχε πλησιάσει στο παράθυρο της κάμαρης τηςκαι τους παρακολουθούσε
Μπήκαν στο αμάξι και αυτό απομακρύνθηκε μέσα στην νύχτα...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου